Η ποιητική της ανθρώπινης αδυναμίας παρέχει στον επαρκή θεατή/αναγνώστη τη δυνατότητα να καταβυθιστεί στο Συλλογικό Ασυνείδητο και να μεταφέρει στα καθ’ ημάς τη διαχρονικότητα μιας πολυπλοκότητας που πόρρω απέχει από τις μανιχαϊστικές αντιλήψεις Καλού-Κακού. Η διπολικότητα της διαρκούς συγκρούσεως Φωτός-Σκότους οδηγεί σε απλουστεύσεις και εκλαϊκεύσεις στηριζόμενες στην ημιμάθεια. Δουλειά του πεζογράφου και του δραματουργού, όταν τυγχάνει καλός κ’ αγαθός, είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – να φωτίσει την ανθρώπινη κατάσταση από πρωτόγνωρες γωνίες και μόνον έτσι δικαιώνεται στη διαχείριση πολυχρησιμοποιημένων θεμάτων που έχουν φθαρεί προ πολλού. Προκατασκευασμένες αντιλήψεις, ιδεολογικά στεγανά και παρωπίδες παντός είδους τρέφουν μισαλλόδοξους, στενόμυαλους εθνικισμούς, που μπορούν να οδηγήσουν τους θιασώτες τους σε άκρως ολισθηρά μονοπάτια. Ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα, με την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, φάνηκε πως ο φασισμός δεν περιορίζεται σε (και δεν προορίζεται μόνον για) μεγάλες ομάδες και σπουδαιοφανή σύνολα, αλλά είναι μια διαρκής παγίδα, ένα καθημερινό ολίσθημα, κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε μια πραγματικότητα αποκλειστικώς και μόνον ως ασπρόμαυρη.
Το 1821 απομυθοποιείται για να αναμυθοποιηθεί στη “Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη” του πολύπαθου Εθνικού μας Θεάτρου, που παρά τους πρόσφατους κλυδωνισμούς του, υπηρετεί εδώ και δεκαετίες τώρα την ποιότητα και τους λελογισμένους πειραματισμούς κάθε είδους.
Ο Δημήτρης Τάρλοου, απόγονος του Μ. Καραγάτση, επανέρχεται σκηνικά στον θρυλικό μυθιστοριογράφο, επιβοηθούμενος από τον Θανάση Τριαρίδη στη διασκευή-δραματουργική επεξεργασία. Και όντως, έμοιαζε το τελικό “κείμενο” σαν να είχε γραφτεί απευθείας για το θέατρο, με όλη την σκηνική ρυθμολογία που κάθε τέτοιο φιλόδοξο εγχείρημα θα απαιτούσε. Η μόνη μου αντίρρηση εντοπίζεται στην μη χρήση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, ειδικά του video–art. Καλός ο παραδοσιακός Καραγκιόζης και το πατροπαράδοτο θέατρο σκιών, καλός ο εξπρεσσιονισμός όταν απευθύνεσαι σε θεατές απομακρυσμένους από την σκηνή “ιταλικού τύπου”, όταν όμως μεταδίδεις μέσω “live-streaming” το όλον θέαμα μέσω μικρών, μεσαίων και μικρομεσαίων ψηφιακών οθονών, πρέπει να τροποποιήσεις και την κινησιολογία και την μιμική και τον εκφραστικό κώδικα των ηθοποιών. Έντονες οι αλλαγές των φωτισμών, σχεδόν μπαρόκ, μεγάλη έμφαση στα τέσσερα βασικά χρώματα, σκηνικό παλαιού τύπου, καθώς και κοστούμια οριοθετημένα στα ιστορικά, χωροχρονικά τους συμφραζόμενα, σε συνδυασμό με μια μουσική λαϊκότροπη, αλλά όχι και αυθεντικά λαϊκή, δημιούργησαν μάλλον ένα κλίμα “σχολικής” παράστασης για ευρεία κατανάλωση.
Βεβαίως, το κείμενο ήταν αριστουργηματικά δοσμένο, επιτρέποντας δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις, αφού ο βασικός πρωταγωνιστής είναι ένας κατά λάθος, αντεστραμμένος, παλινωδών ήρωας, χαμένος ανάμεσα στον εγγενή φόβο του θανάτου και στο σχεδόν σαδιστικό μεθύσι της αιματοβαμμένης μάχης, έτσι όπως σωστά περιγράφεται δια λόγου, όχι όμως και με ψηφιακά καλλιτεχνικά μέσα που παρέχει αφειδώς σήμερα η σύγχρονη Τεχνολογία. Λέει καταπληκτικά πράγματα ο ψυχογράφος Καραγάτσης για τον Μίχαλο Ρούση, που πρώτα τούρκεψε για να γλιτώσει το μαχαίρι και μετά διέπρεψε σκοτώνοντας τους μέχρι πρότινος νέους ομόθρησκούς του, τασσόμενος αναφανδόν εις τον αγώνα υπέρ βωμών και εστιών των πρωταρχικών ομοθρήσκων του. Περιπεπλεγμένη η ανθρώπινη ψυχή αναζητά τη δικαίωσή της μέσα και έξω, πατώντας σε ενοχές και βαθιά συμπλέγματα αλαζονικής αμφισβητήσεως των πάντων, βρίσκει εδώ σε έναν μυθοπλασμένο “αληθινό” ήρωα της Επανάστασης του 1821 το κατάλληλο πεδίο για ψυχολογικούς πειραματισμούς και ακροβατικές ιδεοληψίες. Ο ηρωισμός ως νεύρωσις. Ενδιαφέρον κατ’ αρχήν εγχείρημα, αν είχε υποστηριχθεί με καινούργιους μετανεωτερικούς κώδικες και με την κατάλληλη χρήση των τεχνολογικών μέσων της ψηφιακής εποχής μας που τείνει αναφανδόν προς την Ρομποτική και τους κβαντικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Θέαμα τολμηρό, από κειμενικής πλευράς, δειλό όμως και συντηρητικό από πλευράς μορφής, αισθητικής και σκηνικών κωδίκων.
Η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού είναι κοινό πεδίο ερεύνης για κάθε πνευματικό δημιουργό, από τον Ευριπίδη μέχρι τον Γκαίτε κι από εκεί στην πλήρη αφαίρεση του αποστεωμένου δραματικού παιγνίου ενός μεγάλου ποιητή, του Σάμιουελ Μπέκετ. Με αφορμή αυτό το αριστοτεχνικό έργο του Καραγάτση καταβυθιζόμαστε μέσα μας και επιχειρούμε να γνωρίσουμε τα βάθη της συνείδησής μας προσπαθώντας να γίνουμε πρώτα καλύτεροι από εμάς τους ίδιους και μετά να ανταγωνιστούμε τους άλλους παλεύοντας για τα ιδανικά μας.
Οι ήρωες της Επανάστασης του 1821, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα μικροσυμφέροντα και τις όποιες παλινωδίες τους, είναι αξιοθαύμαστοι γιατί κατέστησαν σαφές σε όλη την οικουμένη πως η πίστη στην Ελευθερία μπορεί να κινήσει βουνά, ακόμα και μια παρακμάζουσα, δυσλειτουργική τότε, αλλά αχανή αυτοκρατορία. Αυτό κρατάμε και σε αυτό δεν επαναπαυόμαστε, υπερασπιζόμενοι σήμερα, ως ήρωες και ηρωίδες, τα ιδανικά του Διαφωτισμού, πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η Ενωμένη Ευρώπη και οι Η.Π.Α.
Υπήρχαν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία σε αυτή την μάλλον άτολμη εκδοχή ενός πολυδιάστατου έργου.
Το μοντάζ ήταν γρήγορο και πλησίαζε στους κινηματογραφικούς ρυθμούς παραγωγών “δράσης”. Από τα πλέον θετικά στοιχεία της παράστασης. Ανυπομονώ να την δω και δια ζώσης.
Σίγουρα, οι συντελεστές κινήθηκαν εντός των πλαισίων του επαγγελματισμού και της πολιτικής ορθότητας και καλόν είναι να μνημονευθούν:
Διασκευή: Θανάσης Τριαρίδης.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου.
Σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα.
Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος – Τζίνα Ηλιοπούλου.
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου.
Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη.
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου.
Σχεδιασμός Βίντεο: Χρήστος Δήμας.
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα.
Βοηθός σκηνογράφου: Ίρις Σκολίδη.
Βοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου.
Επιστημονικός σύμβουλος: Στέφανος Καβαλλιεράκης.
Διανομή (αλφαβητικά):
Προμηθέας Αλειφερόπουλος: Παπαφλέσσας, πρόκριτος, άντρας.
Κώστας Βασαρδάνης: Όθωνας, Δωρόθεος.
Ξανθή Γεωργίου: Αμαλία.
Δημήτρης Ήμελλος: Κολοκοτρώνης, ενωμοτάρχης.
Βίκυ Κατσίκα: Ευαγγελία Ρούση.
Αλκιβιάδης Μαγγόνας: Πανάγος, Κοσμάς, πρόκριτος, άντρας.
Χρήστος Μαλάκης: Μουσταφάμπεης.
Λήδα Μανιατάκου: Μάρθα, ούτι, μπάσο, πιάνο.
Μάξιμος Μουμούρης: Σουλεϊμάν, Άντρας.
Γιώργος Μπινιάρης: Γερο-Μίχαλος, Τρούκας, Χουσεΐν Αγάς, Ανδρέας Μερσίνης.
Δημήτρης Μπίτος: Μοθωνίτης, Λουκάς Πύρος, Αρβανίτης, Αχμέτ Τόσκα, Πλαπούτας, Μακρυγιάννης, Καραγιαννόπουλος
Λεωνή Ξεροβάσιλα: Βαγγελιώ Σπυροπούλου.
Αρετή Πασχάλη: Χανούμισσα, λυρικό τραγούδι.
Μελισσάνθη Ρεγκούκου: Ρηνούλα, χανούμισσα.
Γιώργος Χριστοδούλου: Μίχαλος Ρούσης.
Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Δούσος (κλαρίνο, καβάλ), Κώστας Νικολόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο), Γιάννης Αγγελόπουλος (τύμπανα).
Προετοιμασία των ηθοποιών στη γερμανική προφορά και εκφορά του λόγου: Adrian Frieling.
Η παράσταση προτείνεται για θεατές άνω των 15 ετών.
Αξίζει να την αναζητήσετε και να την παρακολουθήσετε πολλές φορές, γιατί κρύβει νοήματα και ιδέες που θα μας απασχολήσουν ενδεχομένως τις αμέσως επόμενες δεκαετίες με τις τεχνολογικές, οικολογικές και κοινωνικές προκλήσεις που θα προκαλέσουν ασύλληπτες ανακατατάξεις σε όλα τα επίπεδα.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής
www.konstantinosbouras.gr