Το νέο υβριδικό παραστατικό είδος μεταξύ θεάτρου, κινηματογράφου και video–art είναι ήδη εδώ μέσα στην τρέχουσα υγειονομική κρίση που ταράζει τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Θα έπρεπε ίσως να το βαφτίσουμε “Διαδικτυακό Ολικό Καλλιτέχνημα” ή “e–Gesamtkunstwerk”, όμως για την ώρα αρκεί να απολαμβάνουμε άλλοτε έκθαμβοι και άλλοτε με πρόδηλη περιέργεια τις δυνατότητες αυτού του καινούργιου “μέσου” καλλιτεχνικής έκφρασης.
Από την αρχή της Πανδημίας το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού διείδε τις καινούργιες δυνατότητες και αντιμετώπισε τον αναγκαστικό εγκλεισμό ως πρόκληση για πρωτοποριακές αναζητήσεις. Σε συνδυασμό με το πάντα γενναιόδωρο και ευεργετικό για τις Τέχνες και τα Γράμματα Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), ενίσχυσαν την εξωστρέφεια της Εθνικής Λυρικής μας Σκηνής με πρώτο αξιοθαύμαστο επίτευγμα το “3ο Διαδικτυακό Φεστιβάλ Εθνικής Λυρικής Σκηνής – Η μουσική του λόγου – Ιστορίες μικρού μήκους”. Με τον Γιώργο Κουμεντάκη στη διεύθυνση του πρωτόφαντου αυτού εγχειρήματος απολαύσαμε ήδη πέντε ιστορίες μικρού μήκους. Οι προβολές των βίντεο άρχισαν στις 9 Δεκεμβρίου 2020 και ολοκληρώθηκαν στις 6 Ιανουαρίου 2021. Έσχατο, αλλά όχι τελευταίο, το λεπταίσθητα επεξεργασμένο Η κυρία του σεληνόφωτος, έργο 41 του Γιώργου Σισιλιάνου, που ανέβηκε στις 6 Ιανουαρίου και θα παραμείνει online έως 6/2/2021. Πρόκειται για “Μονόδραμα για μεσόφωνο, αφηγητή, κλαρινέτο, βιόλα και κιθάρα βασισμένη στο ποίημα Η σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου”. Εξαίρετοι και αποτελεσματικότατοι απαξάπαντες οι συντελεστές. Μουσική διεύθυνση – Αφήγηση: Νίκος Τσούχλος. Σκηνοθεσία: Κώστας Αθουσάκης. Σενάριο: Καλλιόπη Μπρεδολόγου. Διεύθυνση φωτογραφίας: Σίμος Σαρκετζής GSC. Μοντάζ: Δημήτρης Πολυδωρόπουλος. Τα κοστούμια σχεδιασμένα από την πάντα επινοητική Άση Δημητρολοπούλου. Ερμηνεία –Χορογραφία: Έλενα Τοπαλίδου. Ήχος: Στέφανος Ευθυμίου. Τραγούδι: Ρόζα Πουλημένου-Καπόν, μεσόφωνος. Ερμηνεύουν οι μουσικοί: Γιάννης Σαμπροβαλάκης (κλαρινέτο), Ίρις Λουκά (βιόλα), Κορίνα Βουγιούκα (κιθάρα). Συμμετέχουν οι χορευτές: Χρυσούλα Δημάκη, Λουκάς Θεοδοσόπουλος, Μαρίτα Νικολίτσα, Αναστασία Παττελάκη, Μιχάλης Πίνος, Στάθης Τζουβάρας.
Το πλέον ρομαντικό δημοφιλέστατο ποίημα του Ρίτσου γράφτηκε το 1997 και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Τέταρτη Διάσταση. Μελοποιήθηκε από τον Γιώργο Σισιλιάνο (1920-2005), έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της ελληνικής μεταπολεμικής μουσικής πρωτοπορίας. Με το ανεκτίμητο αυτό έργο συμμετέχει η Εθνική Λυρική Σκηνή στον εορτασμό για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του σημαντικού μουσουργού.
Πρόκειται για ευφάνταστη αναλογία ανάμεσα σε ένα μουσικό και σε ένα λογοτεχνικό κείμενο με έντονο το στοιχείο της δραματικότητας, αφού πρόκειται στην ουσία για μια απελπισμένη υπαρξιακή κραυγή, που όσο κι αν χαρακτηρίζεται ως “άχρηστη εξομολόγηση” μιας μαυροντυμένης ηλικιωμένης γυναίκας, υπερβαίνει κάθε ατομικότητα και αποκτά συλλογικές διαστάσεις, αφήνοντας βαθιά τα σημάδια του στην Πανανθρώπινη Συνειδητότητα, αφού ξεπερνάει το τοπικό και γίνεται διαχρονικό. Η απελπισμένη φωνή διαστέλλεται, συνιστά μια επαναστατική κραυγή για τον χρόνο που φεύγει, για τους κοινωνικούς ρόλους που μας δεσμεύουν, για τα σπίτια που μας εγκλωβίζουν σε σκέψεις και συμπεριφορές που δεν είναι οι δικές μας. Ο Γιάννης Ρίτσος παρωδεί – θα έλεγα – την Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν και κλείνει στο τέλος με μια σαφή κοινωνικοπολιτική διάσταση που προδίδει την μη ρομαντική προοπτική του. Τον ενδιαφέρει η συνολική εικόνα, όσο κι αν εστιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, που δεν είναι όμως μήτε μοναδική μήτε ανεπανάληπτη. Απεναντίας. Πρόκειται για ένα μελοδραματικό προσωπείο που το “φορούν” και το φέρουν πολλές υπάρξεις ανεξαρτήτως φύλου, όταν εγκαταλείπουν τον εαυτό τους και εγκαταλείπονται στην επιτακτική ανάγκη της εμφάνισης ενός “σωτήρα” που θα κληθούν να τον ακολουθήσουν οικειοθελώς, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρη αυτή η προθυμοποιημένη υποχρέωση κοινωνικοποίησης. Υποφώσκει λοιπόν ένα έμμεσο σχόλιο για την “ενθουσιώδη” συμμετοχή σε κινήματα και δρώμενα που απλώς μεταθέτουν το υπαρξιακό βάρος από μέσα έξω, σαν πέτρα του Σίσυφου που κυλάει στην κατηφόρα και μας συμπαρασύρει μαζί της ακολουθώντας τον αδήριτο νόμο της Βαρύτητας, που είναι συνώνυμη με την αδράνεια, την παθητικότητα, τη νωχέλεια και συμβάλλει εν τέλει στην αύξηση της εντροπίας, σύμφωνα με την Θερμοδυναμική. Το σημαντικότατο αυτό ποιητικό και δραματουργικό επίτευγμα του Ρίτσου εξελίσσεται σε συμβολικό θέατρο ιδεών, αφού η “δράση” περιορίζεται στις αλλαγές της διάθεσης ενός και μόνου ψυχισμού που εκρήγνυται και διαλύεται στο “εμείς”. Η μονολογούσα φωνή εκμηδενίζει στο τέλος το εγώ της μέσα από την ταπείνωση και γίνεται ο “Άλλος”, το υπερβατικό που κυνηγάει και ορέγεται μια ζωή. Αυτή η δίψα για την αθανασία μέσω του Έρωτα, του Ορφικού, του συμπαντικού, είναι αυτόχρημα ευλαβική. Η μεσόκοπη γυναίκα δεν θέλει να πεθάνει για να βρει τη σωτηρία. Θέλει να ζήσει μέσα από έναν άλλον άνθρωπο, με το άλλοθι του αγγίγματος ενός ξένου κορμιού, σαν να μεταλαμβάνει αισθησιακών μυστηρίων της Πανδήμου Αφροδίτης.
Στο πνεύμα αυτό αντιλαμβάνεται το πρωτότυπο κείμενο ο Σισιλιάνος και το διαχειρίζεται σαν μεταφορά, σαν γέφυρα μεταξύ του αθάνατου μουσικού έργου του Μπετόβεν «Sonata quasi una fantasia» και της πολυτάραχης μεταπολεμικής πραγματικότητας, που πόρρω απέχει από κάθε ρομαντισμό και η μόνη δυνατή “Θύελλα και Ορμή” (“Sturm und Drang”) εκτυλίσσεται στους δρόμους των κοινωνικών συγκρούσεων. Πρόκειται για ευρηματική σύζευξη αναλόγων και ανομοίων στοιχείων και ρευμάτων από έναν μουσουργό διεθνούς βεληνεκούς.
Στο επίπεδο της σκηνοθεσίας, ο Κώστας Αθουσάκης βασίστηκε σε σενάριο της Καλλιόπης Μπρεδολόγου, συνδύασε το λιμπρέτο του Σισιλιάνου με την σπαρακτική φωνή από τον δραματικό μονόλογο του Ρίτσου εικονογραφώντας τα με μια ευρηματικότητα απρόβλεπτη και αξιοποιώντας στο έπακρο τις “πλαστικές” επιδόσεις έξι χορευτών που αναδύονται μέσα από το στοιχείο του νερού ως αρχετυπικά σύμβολα της σωματικής επανάστασης απέναντι σε κάθε δουλεία. Η διφωνία μεταξύ λυρικής αοιδού και θεατρικής “Γυναίκας με τα Μαύρα” είναι ό,τι πιο αντιστικτικά συμπληρωματικό θα μπορούσε να επιτευχθεί. Τα γυρίσματα στο φως της μέρας δίνουν μια αρχαιοελληνική διάσταση στο όλον εγχείρημα. Μέσα από τον όποιο ρεαλισμό επιτυγχάνεται αλλά και αναιρείται κάθε ποιητική μελοδραματικότητα. Ο εξωτερικός χώρος μιας παραθαλάσσιας ονειρικά ξεθωριασμένης βίλας, με την τεράστια σκακιέρα στον κήπο, πρωταγωνιστεί στην υπογράμμιση μιας θεατρικότητας, που υπερβαίνει τα όρια της σκηνικής σύμβασης και αποκτά άλλες υπερβατικές διαστάσεις. Δεν μιλάμε εδώ για “ποιητικό ρεαλισμό” αλλά για προσγειωμένο και απομυθοποιημένο εν τέλει ρομαντισμό. Και μόνον η ευρηματική Σονάτα του Σεληνόφωτος θα ήταν αρκετή για να ανεβάσει τον Γιάννη Ρίτσο στον Παρνασσό των Μουσών, δίπλα στον Αλκαίο και στη Σαπφώ. Απόδειξη αυτή η διαδικτυακή ερμηνευτική πανδαισία.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής