Σκέψεις, που προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου της Γεωργίας Παπαδάκη «Η γυναίκα και ο γυνακείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη».
Έχω την εντύπωση ότι με τον Ευριπίδη υπάρχει μια μεγάλη ιδεολογική σύγχυση των δραματολόγων. Ο Αριστοφάνης έχει βάλει το χεράκι του στη δημιουργία αυτής της σύγχυσης, γιατί διακωμωδεί τον Ευριπίδη με καυστικό τρόπο, σχεδόν τον γελοιοποιεί. Το ίδιο κάνει βέβαια και με τον Σωκράτη. Υποψιάζομαι ότι έχει μεγάλη πνευματική συγγένεια και με τους δύο, αλλά τους βάζει στόχο, γιατί προφανώς είναι πολύ δημοφιλείς στο κοινό και έτσι η σάτιρά του θα έχει ανταπόκριση στους θεατές.
Έτσι λοιπόν, και για λόγους ιδεολογικών προκαταλήψεων, προέκυψαν διάφορα κλισέ, τα οποία αναπαράγονται και τα οποία μάλλον δεν έχουν σχέση με την δραματουργική πραγματικότητα.
Η Γεωργία Παπαδάκη, με το βιβλίο της, «Η γυναίκα και ο γυνακείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη» προσπαθεί να καταρρίψει αρκετά από αυτά τα κλισέ και ιδίως την θεωρία περί μισογυνισμού του Ευριπίδη και το καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό με την εξαιρετική ιδέα να μας παρουσιάσει τις γυναίκες του Ευριπίδη μέσα από τα δικά τους λόγια.
Θα προσπαθήσω να συνηγορήσω με την άποψή της, ανακαλώντας δύο ξεχωριστές περιπτώσεις από τη δική μου θεατρική εμπειρία.
Όταν ανεβάσαμε στο Θέατρο Τέχνης την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και αργότερα την Άλκηστι, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζάνη, όπου ήμουνα βοηθός του, ο Λαζάνης, ως πολιτικός σκηνοθέτης, προσπάθησε να ανατρέψει δύο βασικά κλισέ και νομίζω το κατάφερε με τις παραστάσεις αυτές, σε μεγάλο βαθμό.
Το ένα ήταν η δήθεν φιλοπατρία και αποδοχή της θυσίας από μέρους της Ιφιγένειας. Η κρατούσα αντίληψη ήταν η αντιμετώπιση των ηγετών του Τρωικού πολέμου, ως ηρώων. Ο Λαζάνης στήριξε τη σκηνοθεσία του στην ιδέα ότι ο Ευριπίδης κάνει σκληρή κριτική στην Αθηναϊκή Πολιτεία με το να γελοιοποιήσει τους μυθικούς ήρωές της. Ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος και περισσότερο ο Αχιλλέας αποδομούνται και σχεδόν γελοιοποιούνται. Ο μονόλογος της Ιφιγένειας, που προσφέρεται να θυσιαστεί «για το καλό της πατρίδας», υπονομεύτηκε στην παράσταση, με βάση την ιδέα ότι με τα λόγια της ο Ευριπίδης ειρωνεύεται τους «ήρωες». Η σκέψη αυτή δεν είναι αυτονόητη, γιατί οι ιστορικές αναλύσεις αλλιώς τα παρουσιάζουν, ακόμη και ο Αριστοτέλης μιλάει για ασυνέπεια του χαρακτήρα της Ιφιγένειας, εξ αιτίας αυτής της μεταστροφής της, όταν αποδέχεται τη «θυσία». Ο Λαζάνης έβαλε βέβαια την Ιφιγένεια να προσφέρεται για τη θυσία, αλλά τα «πατριωτικά» λόγια της τα θέλει να παίζονται με ειρωνεία προς τους γελοίους ήρωες. Κάτω από τα λόγια «φιλοπατρίας», ήθελε να υπονοείται η φράση «Εντάξει, ρε γελοίοι, εδώ είμαι σφάξτε με, να δούμε τι θα καταλάβετε!» Και στο τέλος βέβαια ειρωνεύεται και το θαύμα της θεϊκής παρέμβασης με την αντικατάσταση της θυσιαζόμενης κόρης με ένα ελάφι.
Το ίδιο επιχείρησε και στην Άλκηστι. Τη γελοιοποίηση των ανδρών-αρχόντων και την αμφισβήτηση του θαύματος, δηλαδή του μύθου, ότι ο Ηρακλής φέρνει πίσω την Άλκηστι από τον Άδη. Στην παράσταση ήταν φανερό, ότι ο Ηρακλής φέρνει μιαν άλλη γυναίκα, που μοιάζει στην Άλκηστι, για να παρηγορήσει τον φίλο του τον Άδμητο. Και ο Άδμητος ξανά γελοιοποιείται όταν, για το συμφέρον του, κάνει ότι δεν καταλαβαίνει το τέχνασμα του Ηρακλή.
Ο Λαζάνης και στα δύο αυτά έργα προσπάθησε να παρουσιάσει έναν Ευριπίδη, που κάνει κριτική στις ιδέες μιας δήθεν δημοκρατικής πολιτείας, η οποία έχει σαν ήρωες γελοία μυθικά πρόσωπα.
Το ότι ο Ευριπίδης πέθανε αυτοεξόριστος από την Αθήνα, ήταν η βασική συνθήκη, που οδήγησε στη σκηνοθετική ιδέα για την υπονόμευση της ηρωικής αντίληψης, που κρύβεται επιμελώς πίσω από την ειρωνεία. Ένα πρόσθετο επιχείρημα για την περίπτωση της Ιφιγένειας εν Αυλίδι είναι ότι το έργο γράφτηκε στην εξορία, επομένως δεν μπορεί να μην υποκρύπτεται μια υπονόμευση της, εχθρικής πια για τον Ευριπίδη, αθηναϊκής δημοκρατίας, ιδίως μετά την ήττα του Πελοποννησιακού πολέμου.
Στην Άλκηστι, αυτή η άποψη, ήταν πιο εύκολο να θεμελιωθεί, αφού έτσι κι αλλιώς το έργο θεωρείται μισοκωμωδία, ιδίως στις σκηνές με τον Ηρακλή, έναν Ηρακλή που φαίνεται να προέρχεται μάλλον από την κωμωδία. Ο Ηρακλής της Άλκηστης είναι πολύ πιο κοντά στον Ηρακλή των Βατράχων παρά στον Ηρακλή που βλέπουμε στις Τραχίνιες. Εξ άλλου το έργο παίχτηκε στη θέση του σατιρικού δράματος, επομένως στην γραφή του ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί πολλούς κωμικούς κώδικες.
Στην Ιφιγένεια όμως ήταν τόλμημα, να παρουσιαστεί το Δράμα σαν κριτική στις εξουσίες.
Νομίζω ότι η παράσταση αυτή ήταν η καλύτερη του Λαζάνη στο αρχαίο Δράμα και σίγουρα ήταν μια νέα πρόταση και για την ερμηνεία, αλλά και για τη σκηνοθεσία του έργου.
Άποψη που βοηθήθηκε πολύ από τη μουσική του Χρήστου Λεοντή και το σκηνικό του Κυριάκου Κατζουράκη.
Οι ίδιοι συνεργάτες δούλεψαν μαζί και στη Άλκηστι και συμφωνούσαν απολύτως στην υπονομευτική θεώρηση των δυο έργων από τον Λαζάνη.
Όμως, διαβάζοντας το βιβλίο της Γεωργίας Παπαδάκη, η σκέψη μου πήγε από τις γυναίκες του Ευριπίδη, στις γυναίκες-ηθοποιούς που συνάντησα στις παραστάσεις που συμμετείχα (με διάφορες ιδιότητες: ηθοποιός, βοηθός σκηνοθέτη, σχεδιαστής φωτισμών) και εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να κάνω μια μικρή αναφορά σε κάποιες απ’ αυτές τις ξεχωριστές πρωταγωνίστριες.
Στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν ανέβασε μόνο δύο έργα του Ευριπίδη. Τις Τρωαδίτισσες και τις Βάκχες. Του άρεσε πολύ περισσότερο ο Αισχύλος, κυρίως λόγω της δυνατότητας να εκμεταλλευτεί τα στατικά τελετουργικά του στοιχεία, αλλά και λόγω της συγγένειας που έβλεπε ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Μπέκετ.
Στις Τρωαδίτισσες έπαιζα έναν στρατιώτη, πρωτοετής στη Σχολή, στην πρώτη μου χρονιά στην Επίδαυρο.
Η Αλέκα Παΐζη ήταν η Εκάβη. Η Παΐζη ήταν σπαρακτική. Μια βασίλισσα κλώσσα. Σαν να είχε όλες τις γυναίκες του έργου, εκτός βέβαια από την Ελένη, κάτω από τις φτερούγες της. Ηθοποιός με απίστευτη γοητεία και κύρος. Πριν την Εκάβη, την προηγούμενη χρονιά, είχε παίξει έναν πολύ μικρό ρόλο στην Ορέστεια. Συγκεκριμμένα, στις Χοηφόρες έπαιζε την παραμάνα, που στέλνουν από το παλάτι να πει στον Αίγισθο το νέο «για τον θάνατο του Ορέστη».
Στην ίδια παράσταση η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν η Ελένη, τόσο ξεδιάντροπη, με μεγάλη φινέτσα, σχεδόν μια διανοούμενη θεά!!! Η Ρένη Πιττακή ήταν η Ανδρομάχη, (έπαιξε την Ανδρομάχη και στην παράσταση του Λαζάνη δεκατρία χρόνια αργότερα), και θα μας μείνει αξέχαστη στη σκηνή με τον μικρό Αστυάνακτα στην αγκαλιά, να τρέχει γύρω γύρω στην ορχήστρα της Επιδαύρου, ουρλιάζοντας. Ευτυχώς υπάρχει ένα μικρό μέρος αυτής της σκηνής από μια πρόβα με τον Κουν στο Υπόγειο. Μια μοναδική στιγμή στην Επίδαυρο, που αποκάλυπτε την αγριότητα της σύλληψης του Κουν για τη σκηνή. Στην ίδια παράσταση η Κάτια Γέρου ήταν η Κασσάνδρα, στον πρώτο της μεγάλο ρόλο στην Επίδαυρο, τη χρονιά που τελείωνε τη σχολή. (Εδώ να πω και μια μοναδική εμπειρία μας στην Επίδαυρο, όταν ο Κουν μπήκε στην ορχήστρα να δείξει μια φράση της Κασσάνδρας. Είδαμε έναν Κουν, που είχε τότε μεγάλη δυσκολία κίνησης να γίνεται ένα ανάλαφρο κοριτσάκι, σχεδόν πετούσε πάνω στην ορχήστρα, μετά έπαιξε μια επόμενη φράση του Ταλθύβιου και αμέσως έγινε ένας ογκώδης βαρύς τυραννικός αξιωματικός, σαν να ήταν φυτρωμένος στη γη.)
Μετά, μια άλλη σπουδαία πρωταγωνίστρια, η Τζένη Γαϊτανοπούλου. Κληταιμνήστρα στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι και Εκάβη στις Τρωαδίτισσες του Λαζάνη. Η ευγενέστερη ηθοποιός που έχω γνωρίσει. Όταν ήρθε να παίξει στην Ιφιγένεια ήταν ήδη καταξιωμένη πρωταγωνίστρια στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου κι όμως συμπεριφερόταν στην πρόβα σαν μαθήτρια, έτοιμη πάντα να δοκιμάσει, ότι της ζητούσε ο σκηνοθέτης και σε κάθε ευκαιρία να προσφέρεται να βοηθήσει τα κορίτσια του χορού, να μαζεύουν τα φροντιστηριακά τους αντικείμενα, να δοκιμάζουν να λύσουν πρακτικές δυσκολίες κλπ. και με μια τεράστια γενναιοδωρία προς τους συμπαίκτες της.
Διαφορετική Εκάβη από την Παΐζη, αλλά το ίδιο συγκλονιστική.
Να σημειώσω κι άλλη μια ηθοποιό, που έγινε αργότερα σπουδαία πρωταγωνίστρια. Όπως ο Κουν εμπιστεύτηκε μια τριτοετή μαθήτρια για να παίξει την Κασσάνδρα, έτσι και ο Λαζάνης, στις Τρωαδίτισσες, έδωσε τον ρόλο της Ελένης στην μόλις ενός χρόνου ηθοποιό, Μαρία Πρωτόπαππα.
Αλλά, ας επανέλθω στο βιβλίο της Γεωργίας Παπαδάκη. Νομίζω ότι πέρα από την ουσία του γυναικείου λόγου που παρουσιάζει το βιβλίο, οι μονόλογοι των γυναικών προσφέρονται και για πηγή έμπνευσης για θεατρική δράση. Θα είχε ενδιαφέρον να στηθεί μια παράσταση, που θα βλέπαμε όλες αυτές τις γυναίκες, να γελοιοποιούν τους άντρες αφέντες, αυτούς του γελοίους «ήρωες», μέσα από τα λόγια του Ευριπίδη. Θα ήταν και μια πρόκληση για έναν γυναικείο θίασο, μιας και τώρα πια οι γυναίκες ηθοποιοί είναι πολύ περισσότερες από τους άντρες. Ίσως θα ήταν και μια εκδίκηση των γυναικών-ηθοποιών στους συγγραφείς του παρελθόντος, που γράφουν κυρίως για άνδρες.
Ελπίζω κάποιες γυναίκες-ηθοποιοί να το επιχειρήσουν.
ΚΖΚ, 22.6.2022