Οι εποχές έχουν ένα ελάττωμα. Απαιτούν μνήμη και καταγραφή, που ο καθένας, κατά τη δύναμη του, διατηρεί ή αποκαθιστά.
Όμως πληγώνουν κιόλας, όταν αναπαρίστανται με ασέβεια και προχειρότητα, από λογής λογής καλλιτεχνίζοντες καλλιτέχνες, ιδίως από εκείνους που παριστάνουν τους σοβαρούς και τους διαβασμένους, όπως επί παραδείγματι τους εμπλεκόμενους σε τηλεοπτικές παραγωγές, φιλόδοξες και ακριβοπληρωμένες, που καταπιάνονται με τα μνημεία της λογοτεχνίας μας, αλλά αγνοούν την εκφραστική δύναμη του φωτός, ιδίως όταν φωτίζει τοπία με αμπέλια ή ελαιόδεντρα και κυρίως πρόσωπα με ρούχα εποχής.
Αυτά τα ρούχα εποχής, που φαίνονται όλα, μα όλα συλλήβδην, αφόρετα, λες και το χωριό να πήγε όλο μαζί στο εμποροραφείο και ράφτηκε την ίδια μέρα και σήμερα φόρεσε τα καινούργια ρούχα και βγήκε στους δρόμους και στην πλατεία του χωριού, σαν να’ναι η Μέρα της Λαμπρής. Απαστράπτοντα υφάσματα, καλοφωτισμένα, σε ένα ομαδικό στήσιμο λαϊκών ανθρώπων, με τάξη απέναντι στο φωτογραφικό φακό, σαν να είναι οι πόζες των φωτογραφιών η καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας. Όταν δε μπούνε μέσα στα σπίτια, βλέπεις φωτισμένα πρόσωπα από τους προβολείς και τους ανακλαστήρες, εκεί που κάποτε, τότε στην εποχή που αναπαριστάται, φώτιζε τη νύχτα μια λάμπα πετρελαίου, ένας λύχνος ή ένα κερί και την ημέρα το φως του ήλιου από το παράθυρο ή από ένα φεγγίτη ψηλά στον τοίχο.
Όλα αυτά με ύφος πειστικότατου ρεαλισμού, που ανακατασκευάζει μια πραγματικότητα, που ουδείς έχει συναντήσει και αναρωτιέσαι: καλά, δεν έζησαν αυτοί ποτέ τους σε χωριό ή επαρχία, δεν πήγαν εκδρομή με το σχολείο; Τόσα χρόνια στα θρανία και στα πανεπιστήμια τι διδάχτηκαν, που θέλουν να το παίζουν κινηματογραφιστές στην τηλεόραση;
Και ποιος παραλαμβάνει αυτό το προϊόν και το πληρώνει; Δεν παρακολουθεί πώς φτιάχνονται οι σειρές στα νέτφλιξ;
Δεν είναι δικαιολογία το «εμείς δεν έχουμε λεφτά». Αν δεν έχουμε λεφτά μην κάνουμε σειρές εποχής, αφού δεν ξέρουμε τις ποιότητες και τις υφές των ρούχων, αφού δεν μπορούμε να διδάξουμε τους ηθοποιούς να παίξουν κάπως αλλιώς από όπως παίζουν χρόνια τώρα, μη χαλάσουνε τη συνταγή της «επιτυχίας», τρομάρα τους.
Είτε εποχής, είτε σύγχρονες σειρές, αναπαράγεται η υποκριτική της Λάμψης του Φώσκολου.
Και καλά οι παλιότεροι ηθοποιοί, αλλά και οι νέοι, που διατείνονται ότι είναι φορείς του νέου κύματος ευελπίδων του θεάματος;
Αν σας διδάσκουν Λάμψη, μαζέψτε τα και φύγετε. Όχι να κάθεστε να παίζετε σειρά εποχής, που τότε είχαν τα μαλλιά τους κολλημένα με μπριγιαντίνη κι εσείς να επιμένετε να φροντίζετε τη ανεμόεσσα φράντζα, ή να κολλάτε την ψεύτικη βλεφαρίδα και να περιπλανιέστε στα βουνά και τα λαγκάδια.
Η γλώσσα δε μιας άλλης εποχής, αλλιώς εκφέρεται, αλλιώς προφέρεται ρυθμικά και τονικά, αλλά προφανώς ουδείς ακούει ή καταλαβαίνει.
Μόνο ο Κεχαΐδης κάποτε απαρνήθηκε γραμμένο έργο του, τελειωμένο, γιατί δεν του φαινόταν πειστική η γλώσσα της εποχής, που είχε βάλει στο στόμα των ηρώων του.
Οι λέξεις δε και οι διάλογοι ξαναγράφονται «εκσυγχρονισμένοι», για να καταλαβαίνει τάχα το κοινό, εκείνο το κοινό που καταλαβαίνει στην εκκλησία την ελληνική κοινή των Αλεξανδρινών, αλλά οι τηλεοπτικοί παραγωγοί έχουν γλωσσικά μεσάνυχτα και διορθώνουν τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη. Όπως πάνε θα διορθώνουνε οσονούπω τον Σολωμό και τον Καβάφη.
Όμως, ευτυχώς, σε αυτή τη λαίλαπα των άθλιων σειρών, ξεφεύγει κάποτε και ξεμυτίζει ένας ηθοποιός έμπειρος του θεάτρου, σαν όαση στην έρημο, και σβήνει τις ατέλειες της σκηνογραφίας και εξαφανίζει τους λάθος φωτισμούς και λέει το κοινό «αυτός που κάνει τον αστυνόμο δεν τον ξέρω, αλλά είναι πολύ καλός» ή «ποια είναι αυτή; δεν την ξέρουμε» κι ας έχουν παίξει αυτοί οι άγνωστοι δεκαπέντε Επιδαύρους και τώρα το ευρύ κοινό τούς μαθαίνει από μια φράση, που δεν ξαναειπώθηκε με αυτό τον τρόπο.
Πότε θα έρθει μια μέρα, που θα παίζουν σε σειρές εποχής άγνωστοι ηθοποιοί του θεάτρου, μόνο για μια φορά, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πραγματικοί και όχι αυτές οι φάτσες οι επαναλαμβανόμενες από κανάλι σε κανάλι, χωρίς ικανότητα της ελάχιστης μεταμόρφωσης, μόνο και μόνο γιατί -κατά την άποψη του παραγωγού- αυτοί «τα φέρνουν»;
Πότε θα σταματήσει πια αυτή η εξαπάτηση και η κοροϊδία, με τα αστεράκια των εξωφύλλων, τα μοντέλα της μιας σαιζόν, που εμφανίζονται να πρωταγωνιστούν και πότε οι σοβαροί επαγγελματίες θα αντισταθούν, θα αρνηθούν να συνυπάρξουν με τον ευτελισμό;
Η προχειρότητα στην επιλογή των τόπων και στην υφή των ενδυμάτων επεκτείνεται και διαβρώνει κι όλα τα άλλα εκεί μέσα, την υποκριτική, τη δημιουργία χαρακτήρων, την ατμόσφαιρα κάθε σκηνής και το μόνο που φαίνεται να φροντίζουν είναι οι τεχνικές χοντράδες, μη φανεί το μπουμ, μη γυαλίζουν τα μέτωπα, μην είναι στο ημίφως ο πρωταγωνιστής και άλλα τέτοια δευτερεύοντα.
Καλό βεβαίως είναι να γίνονται δουλειές, να βρίσκουν μεροκάματο οι χειμαζόμενοι καλλιτέχνες, αλλά ας φτιαχτεί και λίγο το επίπεδο, ας καταλάβουν επιτέλους οι τηλεοπτικοί παραγωγοί ότι και η τηλεόραση είναι τέχνη και όχι μόνο εμπορική επιχείρηση.
Η ποιότητα φέρνει και λεφτά, αλλά θέλει λίγο χρόνο παραπάνω, θέλει επιμονή και όραμα, που δυστυχώς στην εποχή που ζούμε, στις ταχύτητες των εικόνων, φαίνεται περιττή πολυτέλεια.
Και το κράτος; Επιχορηγεί τις «Οικογενειακές ιστορίες»!!!
Μήπως να το σκεφτεί, να φτιάξει ένα θεσμό επιχορηγήσεων τηλεοπτικών σειρών εποχής, που να ζωντανεύουν λογοτεχνικά κείμενα, για να υπάρξει μια τηλεόραση άλλη. Μια τηλεόραση που δεν θα κουτσομπολεύει μόνο, δεν θα προβάλει φανταχτερά σκουπίδια και θα πουλάει διαφημίσεις προϊόντων, αλλά θα συμβάλει στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Αν ενδιαφέρει κανένα η πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου…
Ακούει κανείς;
Φωτογραφίες:
- Alias Grace (2017)
- A Discovery of Witches (2018)