Το θέατρο είναι μια πινακοθήκη αισθημάτων και σωμάτων. Ρόλων και Ηθοποιών.
Τα αισθήματα των ρόλων εκφράζει επεξεργασμένα ο ηθοποιός.
Τα σώματα είναι των ηθοποιών και συμβολίζουν τα σώματα των ρόλων, με τη βοήθεια του ενδύματος, του μακιγιάζ και του φωτισμού.
Η υποκριτική τέχνη χρησιμοποιεί τον ηθοποιό για να τον διαλύσει και μετά να συνθέσει, από τα κομμάτια του, τον ρόλο. Η ατομικότητα ή η προσωπικότητα του ηθοποιού είναι επιβλαβής, ως ενιαίο σύνολο, για τον ρόλο. Μόνο κομμάτια του ηθοποιού χρειάζονται και αν δεν υπάρχουν, τότε κατασκευάζονται ψεύτικα. Αυτό το ψεύτικο είναι το αληθινό, για τον ρόλο. Όπως τα προσθετικά μέλη στον ανάπηρο. Συνεπώς οι καλύτεροι ηθοποιοί είναι αυτοί που μπορούν να διαλυθούν, να κομματιαστούν και μετά να μπορούν να ξαναδημιουργηθούν για τη σύνθεση του νέου σώματος. Βεβαίως σε αυτό το σώμα περιέχεται και ο νους (του ηθοποιού), που επεξεργάζεται τις συμπεριφορές και οδηγεί το σώμα να τις εκφράσει.
Το αίσθημα βεβαίως είναι συμπεριφορά.
Απατώνται λοιπόν οικτρά, όσοι νομίζουν ότι είναι Ηθοποιοί, αλλά αρνούνται να απορροφηθούν από τον ρόλο ή ακόμη χειρότερα χρησιμοποιούν τον ρόλο για να εμφανίσουν τον εαυτό τους «ομορφότερο» ή «καλύτερο» από ότι τον δείχνει ο καθρέφτης τους, ή απλώς εκείνο που νομίζουν ότι βλέπουν στον καθρέφτη τους. Ο Ρόλος χρησιμοποιεί τον Ηθοποιό και όχι το αντίθετο. Η μόνη χρησιμοποίηση του ρόλου από τον ηθοποιό, που είναι θεμιτή, είναι η επαγγελματική αναγκαιότητα, δηλαδή η συμμετοχή σε μια παράσταση, για την οποία θα πληρώσει το κοινό, ώστε να μπορέσει ο ηθοποιός να επιβιώσει. Παρεμπιπτόντως, τα έσοδα από την τέχνη που διοχετεύονται σε αγαθά του τύπου: ακίνητα, τιμαλφή, μετοχές, εξασφαλίσεις σε κληρονόμους κλπ καθιστούν αυτή την “τέχνη” ύποπτη για συναλλαγή.
Η Ιστορία αυτή την λειτουργία δεν την κατατάσσει στα καλλιτεχνικά επιτεύγματα.
Στη σύνθεση του ρόλου έχουμε συνήθως δύο τρόπους:
α) Τα χαρακτηριστικά του ρόλου, που περιέχει ο ηθοποιός, αναπτύσσονται, υπογραμμίζονται και μεγεθύνονται, ενώ αυτά που δεν χρειάζονται γίνεται προσπάθεια να εξαφανιστούν, ή τουλάχιστον να κρυφτούν εντέχνως, ώστε να μην επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της υπόκρισης.
β) Ο άλλος τρόπος είναι να μπορέσει ο ηθοποιός να σβήσει ή να κάνει άτονα τα δικά του χαρακτηριστικά και μετά να συνθέσει εξ αρχής εκείνα του ρόλου. Ο τρόπος αυτός απαιτεί μεγάλη μελέτη, πολύχρονη άσκηση, εξαντλητική πρόβα. Ο ηθοποιός λοιπόν που δεν είναι διατεθειμένος να κοπιάσει, να κουραστεί και να εξοντωθεί από τον ρόλο, είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο και βέβαια να επιτρέψει τη μεγέθυνση δικών του χαρακτηριστικών, που είναι αναγκαία για τον ρόλο και να αποκηρύξει στοιχεία του που δεν είναι του ρόλου.
Τότε έχουμε συχνά το φαινόμενο ο ηθοποιός να αρνείται να φανερώσει στοιχεία του εαυτού του που απεχθάνεται, ή να θέλει να επιδείξει στοιχεία του που αγαπάει πολύ, παρόλο που ο ρόλος αλλιώς απαιτεί. Αυτός ο ηθοποιός είναι σαν μια πόρνη που ντρέπεται, δηλαδή ακατάλληλος για το Θέατρο.
Βεβαίως για το θέατρο-εμπόριο ή το θέατρο του είδους «περνάω-δυο-ευχάριστες-ώρες», ποσώς ενδιαφέρει η μεταμόρφωση ή η προσαρμογή του ηθοποιού στον ρόλο. Αρκεί να ακούγεται η ατάκα, να κραυγάζεται το αστείο, να εκβιάζεται το δάκρυ, να κολακεύεται το κοινό και να εμφανίζεται ο ηθοποιός, από σκηνή σε σκηνή, με ωραίες τουαλέτες ή γυαλιστερά κοστούμια και πλατύ χαμόγελο, μέσα σε ένα υπερφωτισμένο σκηνικό. Σε πολλές περιπτώσεις η άμεση απεύθυνση στο κοινό, ακόμη και υβρίζοντας ή προσβάλλοντας, είναι άκρως επιθυμητή και μάλιστα το τμήμα του αποβλακωμένου κοινού πετάει και τη σκούφια του, για να ανταποκριθεί.
Στη εποχή που ζούμε, που η μέτρηση των αγαθών (ακόμη και των πνευματικών) γίνεται με οικονομικά μεγέθη, που δεν υπάρχει καμία διάκριση ποιότητας στην τέχνη, που δεν υπάρχει σεβασμός της Τέχνης ή του κοινού, αυτές οι συμπεριφορές εμφανίζονται και σε παραστάσεις που κατατάσσονται στην περιοχή της τέχνης. Αυτές οι συμπεριφορές αποκαθηλώνουν το θέατρο -όλο το θέατρο- και δημιουργούν μια σύγχυση, σαν εκείνη που κατάφερε κάποτε ο νομιζόμενος σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος της εύφορης κοιλάδας, σε συνδυασμό με τη λαίλαπα της βιντεοταινίας.
Ο κίνδυνος να ζήσει το ελληνικό θέατρο μια παρακμή αντίστοιχη εκείνης του τότε ελληνικού κινηματογράφου είναι δυστυχώς υπαρκτός. Η υπερπληθώρα παραστάσεων, που έχει προκαλέσει η αύξηση των θεατρικών χώρων, η υπέρ-προσφορά νέων ηθοποιών, που δεν ζουν από το θέατρο, αλλά από άλλες εργασίες και το θέατρο είναι κάτι σαν χόμπι (οι ηθοποιοί δεν έχουν ευθύνη γι’ αυτό), η χρησιμοποίηση μοντέλων, χορευτών, ερασιτεχνών κλπ στη θέση ηθοποιών, με μεγάλη ευθύνη των τηλεοπτικών σειρών, η εύκολη επικοινωνία μέσω Διαδικτύου, εμφανίζουν μια εικόνα θεατρικής ευμάρειας με πλήθος παραστάσεων, αλλά χωρίς αριθμητική αύξηση του θεατρόφιλου κοινού. Η απαξίωση του Θεάτρου από το ευρύ κοινό είναι ένα γεγονός, που το ελληνικό θέατρο αρνείται να δει, με καταστροφικές συνέπειες για το μέλλον του.
Τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν οι σκηνοθέτες, που δεν λένε όχι στους παραγωγούς, που νομίζουν ότι επειδή είναι οι σύγχρονοι άρχοντες του θεάτρου είναι και η κινητήρια δύναμη του, που νομίζουν ότι είναι ανώτεροι των κειμένων, που νομίζουν διάφορα. Το θέατρο υπήρξε 2,5 χιλιάδες χρόνια χωρίς αυτούς. Σταματώ εδώ, γιατί το σημερινό θέμα είναι ο ηθοποιός. Άλλη φορά οι σκηνοθέτες.
Να το πούμε ξανά και ξανά: το θέατρο είναι ο ηθοποιός. Όχι όμως ο ονομαζόμενος ηθοποιός, αλλά ο ηθοποιός ο ολοκληρωτικά δοσμένος στην τέχνη του, εκείνος που είναι διατεθειμένος να εξαϋλωθεί χάριν του ρόλου, εκείνος που αποδέχεται να αφομοιωθεί μέσα στο σύνολο, για να εκφράσει τη δύναμη του, εκείνος που αντιλαμβάνεται την κοινωνική του ευθύνη στη διαμόρφωση του γούστου, την ευθύνη του απέναντι στην πρόοδο της τέχνης του, την ευθύνη του απέναντι στο κοινό που τον παρακολουθεί και ιδίως απέναντι στο κοινό που τον ακολουθεί.