You are currently viewing Κωστής Ζ. Καπελώνης: Η Σκηνοθεσία των μικρών πραγμάτων

Κωστής Ζ. Καπελώνης: Η Σκηνοθεσία των μικρών πραγμάτων

Βρέθηκα σε ένα πολύ μικρό μουσείο, σε ένα νησί των Κυκλάδων.

Ένα δωμάτιο όλο κι όλο.

Με ένα μεγάλο αριθμό αντικειμένων, στοιβαγμένων σε ξύλινες προθήκες.

Τρία ή τέσσερα ράφια στην κάθε μια, με τα αντικείμενα τοποθετημένα σαν μπιμπελό σε σύνθετο μικροαστικού σπιτιού.

Είχε δυο προθήκες στη μέση του δωματίου, περίβλεπτες. Οι άλλες, γύρω-γύρω στους τοίχους. Υπήρχε και μια μοναδική, νεώτερη αυτή, γυάλινη πολυτελής, με αμμοβολημένα κρύσταλλα. Ήταν βέβαια ξεχωριστή. Περιείχε δύο μόνο μαρμάρινα σκεύη, εμφανώς ιδιαίτερης αρχαιολογικής αξίας.

Αυτό το πολύ μικρό μουσείο, πυροδότησε κάποιες σκέψεις:

Είναι ανάγκη ένα μικρό χωριό να διαθέτει μουσείο;

Δεν θα ήταν καλύτερα τα αντικείμενα αυτά, μαζί με άλλα, να ήσαν σε ένα μεγαλύτερο μουσείο, εκτεθειμένα με σύγχρονο τρόπο; Να είναι ευκολότερο να τα απολαύσει ο επισκέπτης.

Να τα βλέπει πολύς κόσμος και, μαζί με άλλα από αλλού, να φτιάχνουν μια πληρέστερη εικόνα για τον πολιτισμό που τα δημιούργησε.

Να έχουν περισσότερους επισκέπτες, μια και ένα μεγάλο μουσείο, σαν της Ακρόπολης ας πούμε, εξασφαλίζει ιδιαίτερη προβολή και μεγαλύτερη επισκεψιμότητα;

Αυτή νομίζω είναι η κρατούσα αντίληψη του κράτους, αν το κράτος γενικώς έχει αντίληψη.

Ο ιδρυτής όμως του μικρού μουσείου είχε άλλη άποψη.

Μάζεψε παλιά αντικείμενα του χωριού, για να δείξει τον πολιτισμό του τόπου του, έχοντας στο μυαλό του, από τη μια να κάνει τους συγχωριανούς του υπερήφανους, που είχαν προγόνους που έφτιαχναν  καλλιτεχνήματα, και από την άλλη, να δείξει στους ξένους, ότι το χωριό του έχει πολύ παλιά ιστορία. Το μικρό μουσειάκι τα καταφέρνει και στα δυο.

Μόνο που το κάνει για λίγους.

Εδώ γεννήθηκαν ερωτήσεις, που δύσκολα μπορούν να απαντηθούν.

Τι είναι προτιμότερο, να το βλέπουν πολλοί ή αυτοί που το χρειάζονται;

Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού και τα λίγα παιδιά τους το χρειάζονται;

Αντέχει ο τοπικός Δήμος να επωμιστεί οικονομικά το κόστος συντήρησης και λειτουργίας του Μουσείου του;

Πόσο μπορεί να συμβάλει το κράτος στη δημιουργία και τη διατήρηση αυτού του μικρού μουσείου;

Ερωτήματα που στην πράξη έχουν απαντηθεί, με την τάση να μαζεύονται πολλά μαζί αρχαία αντικείμενα (και γενικά έργα τέχνης), για να μπορούν να τα επισκέπτονται οι τουρίστες και να (νομίζουμε ότι) αυξάνεται το εισόδημα του κράτους, από την επίδειξη της Τέχνης.

Ε, λοιπόν όχι! Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι.

Η Τέχνη είναι τροφή του πνεύματος, δεν είναι εμπόρευμα.

Κάθε χωριό θάπρεπε να έχει ένα μικρό μουσείο δίπλα στο μανάβικο,  μια εικαστική έκθεση  δίπλα στο φούρνο.

Αυτό, μου ψιθύρισε, το μικρό μουσειάκι.

Η Τέχνη των προγόνων, μου φώναξε, δεν είναι για να βγάζουμε λεφτά.

Είναι για να τη βλέπουν τα παιδιά μας και να μαθαίνουν.

Είναι για να τη βλέπουν οι χωριανοί και να περηφανεύονται για τους παππούδες τους.

Είναι για να τη βλέπουν οι μανάδες και να πιστεύουν, ότι και τα παιδιά τους έχουνε μέλλον, όπως οι πρόγονοί τους.

Όμως, πώς θα αντέξει το μικρό μουσειάκι στον ανταγωνισμό; Τη σύγκριση με τα μεγάλα μουσεία;

Η κρατούσα αντίληψη λέει: Να εκσυγχρονιστεί! Να ντυθεί γυάλινες προθήκες, να φορέσει βιντεοπροτζέκτορες, να κοστίσει ένα σωρό λεφτά.

Ή να μετακομίσει αλλού. Να χωνευτεί μέσα στο μεγάλο μουσείο της Χώρας.

Αυτές οι λύσεις όμως κοστίζουν πολύ και το κράτος είναι φτωχό.

Δεν έχει χρήματα τώρα. Σάματις πότε είχε;

Το κράτος έχει μόνο όταν ένας ισχυρός πολιτικός ή τοπικός παράγων έχει την επιθυμία να πιέσει, για να κάνει επίδειξη.

Τότε να δεις, πώς βρίσκονται κονδύλια και επενδύσεις.

Ας περιμένουμε λοιπόν, υπομονετικά, την ένταξη σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα αναμόρφωσης όλων των μικρών μουσείων των Κυκλάδων.

Όμως, μέχρι τότε, που το τότε θα είναι πολύ μακρυά, υπάρχει κι άλλος τρόπος.

Με τη σκηνοθεσία των μικρών πραγμάτων:

Αυτό το μικρό μουσειάκι, με κόστος καμμιά δεκαριά φορές το κόστος της γυάλινης αμμοβολημένης προθήκης του, θα μπορούσε να αποκτήσει άλλη όψη. Όμως να μην πεταχτούν οι ξύλινες προθήκες, που είναι κι αυτές πια μέρος της ιστορίας του· και απαραιτήτως να μείνει στην υποδοχή ο ηλικιωμένος ντόπιος, ευγενέστατος φύλακάς του.

Οι χειροποίητες ξύλινες προθήκες του να αποκτήσουν γυάλινα ράφια.

Μια το έχει ήδη κατορθώσει.

Να φωτιστούν, εσωτερικά (με κινέζικες ταινίες led) και να κατασκευαστούν μικρά βαθράκια (από φτηνά υλικά, χαρτί, ξύλο, καλαμένιοι κύβοι ας πούμε) διαφόρων μεγεθών, ειδικά  για κάθε έκθεμα.

Τα αντικείμενα να ανέβουν στα μικρά βάθρα τους κι έτσι θα αποκτήσει όγκο και πλαστικότητα η έκθεσή τους.

Να πάει ένας φοιτητής, ταλαντούχος (ή έστω επιμελής), από τη σχολή Καλών Τεχνών, να μείνει φιλοξενούμενος της κοινότητας ένα-δυο μήνες, ή ένα καλοκαίρι ολόκληρο, και να “σκηνογραφίσει” το περιεχόμενο των βιτρινών. Μπορεί να φτιάξει ο ίδιος τα μικρά βάθρα ή ότι άλλο σκεφτεί.

Να γράψει, με το χέρι, σε ένα μικρό χαρτάκι (όχι πλεξιγκλάς και τέτοια) δυο-τρεις αράδες για κάθε αντικείμενο. Όχι μόνο τις στεγνές αρχαιολογικές πληροφορίες, αλλά κι ένα στίχο του Ελύτη ή του Σεφέρη (μια που είμαστε στο Αιγαίο), ή άλλου τέλος πάντων ποιητή, κι έτσι με αυτόν τον τρόπο το μικρό μουσειάκι θα λέει στους χωριανούς του, μα και στον ξένο που το επισκέπτεται, ένα όμορφο, δικό του και μοναδικό παραμύθι.

Τι άλλο είναι το μήνυμα που μεταφέρει ένα μουσείο, παρά ένα παραμύθι, για το πέρασμα του ανθρώπου από τα μεγαλεία και τη ματαιότητα των εγκοσμίων;

Θα μπορούσε έτσι, το μικρό κυκλαδίτικο μουσειάκι, να δώσει κι ένα μοντέλο σε κάθε κοινότητα, που εκτιμά τον εαυτό της και το παρελθόν των κατοίκων της.

Είναι βέβαιο ότι το μεγάλο κράτος δε μπορεί να φτιάξει ένα μικρό μουσείο δίπλα στο μανάβικο, μια εικαστική έκθεση δίπλα στο φούρνο, γιατί δεν καταλαβαίνει, ή βάζει σε δεύτερη μοίρα, τις πνευματικές ανάγκες των πολιτών του.

Να έχουμε επιτέλους μουσεία, που να λένε το δικό τους μοναδικό  παραμύθι, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

Υ. Γ. Πώς τολμώ, ένας εγώ του θεάτρου, να υποδεικνύω ιδέες σε σπουδαγμένους, ή εμπειρικούς, μουσειολόγους επί του θέματος; Γιατί πιστεύω, πως η θεατρικότητα είναι εξ ίσου θελκτική και απαραίτητη και εκτός σκηνής, στο μικρό σύμπαν που εκτείνεται πέραν της κουζίνας, του μπάνιου και της ταβέρνας μας.

Κωστής Καπελώνης

Κωστής Καπελώνης Ο Κωστής Καπελώνης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1952. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστημίο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Tέχνης Kαρόλου Kουν. Διετέλεσε Kαλλιτεχνικός Διευθυντής του ΔHΠEΘE Kρήτης, υπηρέτησε στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και το 2002 ίδρυσε τον θίασο “Θ όπως Θέατρο”. Από το 1994 έχει σκηνοθετήσει πάνω από 50 παραστάσεις – μεταξύ των οποίων Το Παραμύθι από Χαρτί που τιμήθηκε με το βραβείο δραματουργίας Κ. Κουν 2003. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία, έχει γράψει στίχους για τραγούδια και έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Είναι διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης και εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σχεδιαστής φωτισμών κλπ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.