Κάθε Ιούλιο παίρνουμε τη δόση μας από την αρχαία τραγωδία ή κωμωδία, κατά πώς αποφασίζουν οι αρμόδιοι φορείς και οι εγχώριοι θεατρικοί παραγωγοί και φεστιβαλικοί μεταπωλητές.
Στην Επίδαυρο πρωτίστως, όπου εμφανίζεται η πλήρης εκδοχή μιας παράστασης, (την οποία συνήθως κρίνουν οι θεατρικοί κριτικοί), καθώς και στα ανά την Ελλάδα καλοκαιρινά θέατρα, (που πολλά έχουν προδιαγραφές αναψυκτηρίων του ’70, ή έχουν μετατραπεί σε τέτοια από τα θεάματα που φιλοξενούνται), όπου βλέπουμε μέρος του αρχικού σκηνικού, ελλειμματική τεχνική υποστήριξη, χωρίς μια μέρα πρόβας για προσαρμογή στον χώρο και λοιπές εκπτώσεις. Αυτό που εξασφαλίζεται, με μεγάλη φροντίδα, είναι η συμμετοχή τηλεοπτικών αστεριών, που θα πρέπει να είναι με ευκρίνεια αποτυπωμένα στην αφίσα, για την προσέλκυση του κοινού. Το όνομα τους δεν πολυχρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ξέρει το όνομά τους. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Δηλαδή να είναι γνωστά και τα ονόματα.
Αυτή είναι η αρχή της καταστροφής, γιατί αυτά τα τηλεοπτικά αστέρια, που εμφανίζονται ευκρινώς στην αφίσα, δεν έχουν συνήθως προδιαγραφές χρήσης του σώματός τους -και κυρίως της φωνής τους- για ανοιχτούς θεατρικούς χώρους. Ούτε φωνή, ούτε εκτόπισμα, ούτε σκηνική γοητεία. Καλούνται δε δίπλα σε αυτούς να εμφανιστούν κάποιοι ικανοί ηθοποιοί, που θα συνεργαστούν με τις θεατρικές μετριότητες, επειδή αυτές οι μετριότητες έπαιζαν τον χειμώνα σε εμπορικό σήριαλ. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο σε ποια θεατρική γλώσσα συνομιλούν επί σκηνής και πώς και τι τους δίδαξε ο σκηνοθέτης. Ο όποιος σκηνοθέτης.
Ακριβώς λοιπόν επειδή η υποκριτική δεν μπορεί να πείσει, καταφεύγουν σε τεχνικές εξαπατήσεις, με δήθεν μοντέρνες σκηνογραφίες, φωτιστικές πομφόλυγες, λεντοταινίες και καπνούς, υπερμεγέθη ηχεία και απαραιτήτως μικρόφωνα (ακόμη και στην Επίδαυρο) για να ακουστούν οι άφωνοι ηθοποιοί ή και απλώς επειδή ο θεατρικός χώρος είναι το αναψυκτήριο που αναφέραμε παραπάνω. Αλλού βλέπεις τον ηθοποιό κι από αλλού έρχεται η φωνή του. Κι επειδή στα αρχαία έργα, ιδίως στο Χορό ομιλούν από δω κι από ’κεί, είναι αδύνατον να προλάβεις να εντοπίσεις τον ομιλούντα. Ίσως γι’ αυτό κάποτε ομιλούσαν όλοι μαζί. Κλείνεις λοιπόν τα μάτια και ακούς «θέατρο στο ραδιόφωνο». Αλλιώς καταλήγεις να ρεμβάζεις το πίσω από τη σκηνή τοπίο.
Έχει επιχειρηθεί και άλλη μια «επιδιόρθωση» αυτού του προβλήματος, με το να περιορίζουμε τον αριθμό των μελών του Χορού, για λόγους οικονομίας πρωτίστως, σε μισθούς, ασφαλιστικές εισφορές, κοστούμια, αμοιβές εκτός έδρας κλπ, αλλά και υποκριτικής ευκολίας στη μουσική ή κινησιολογική διδασκαλία.
Με αυτή τη συνεχή υποβάθμιση της υποκριτικής επάρκειας έχει καταφέρει το επαγγελματικό θέατρο να μπορεί να συν-αγωνίζεται με ερασιτεχνικά σχήματα που διαθέτουν κάπως αξιοπρεπή τεχνικά μέσα. Ένα φαινόμενο που θα έπρεπε να ανησυχεί το επαγγελματικό θέατρο και να κάνει χαρούμενους τους ερασιτέχνες.
Έχουμε επιπροσθέτως και μια άλλη μόδα, κάτι σαν θεατρική επιδημία, μεταφραστών και σκηνοθετών, που θέλει να «βελτιώσει» τα αρχαία έργα, προσθέτοντας στίχους -το έχουμε υποστεί και από εγκυρότατους μεταφραστές, (ξέρω περίπτωση προσθήκης 300 στίχων σε έργο του Ευρυπίδη), είτε γιατί τα έργα δεν συμβαδίζουν με τις απόψεις τους, είτε (ακόμη χειρότερα) νομίζουν ότι το κοινό δεν μπορεί να καταλάβει τα νοήματα ή τα συναισθήματα του αρχαίου ποιητή και πρέπει να τα κάνουν απλοϊκότερα ή να τα κάνουν να προσομοιάζουν με τα νοήματα και τα συναισθήματα τηλεοπτικών σειρών της σειράς. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν και οι τηλεοπτικοί ηθοποιοί -που λέγαμε παραπάνω-, να κληθούν να υπηρετήσουν την παράσταση και να φαίνεται ότι μπορούν να παίξουν ακόμη και Αισχύλο. Σε άλλες περιπτώσεις «ενισχύεται» το αρχαίο κείμενο, (δηλαδή μάλλον συσκοτίζεται) με κομμάτια από άλλα έργα, θεατρικά ή μη, αλλά η παράσταση να προτείνεται στο κοινό, σαν έργο του αρχαίου ποιητή και να απορεί ο κοινός θεατής: «Μα γιατί αυτός ο συγγραφέας θεωρείται μεγάλος;» Μα είναι, αλλά τον εκμηδένισε μια σύγχρονη μετριότητα.
Δεν διαφωνώ καθόλου με τις απόπειρες σύνδεσης των κειμένων, ή διακειμενικές κατασκευές παντός είδους, αλλά έχω τη γνώμη ότι θα πρέπει να δηλώνονται ως τέτοιες και να παρουσιάζονται σε θεατρικούς χώρους που να δηλώνουν την πειραματικότητα και όχι να παίζονται στο κοίλον της Επιδαύρου, ως έργα των αρχαίων.
Ας υπάρξει μια «Πειραματική Επίδαυρος», όπου να δοκιμάζονται τέτοιες απόπειρες, από παλιούς ή νέους σκηνοθέτες, ακόμη να δοκιμάζονται και νέες δραματουργίες βασιζόμενες στα αρχαία έργα. Ίσως η Μικρή Επιδαυρος θα μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο και όχι να φιλοξενεί σχήματα και θεάματα παντός είδους, μόνο και μόνο για το δέλεαρ του μισού τίτλου της, επειδή ο «δημιουργός» της είχε μια τάση προς την όπερα και την ξεκίνησε με μουσικά θεάματα.
Και η άλλη, μόνιμη πια πληγή, μερικοί σκηνοθέτες, που για αγνώστους λόγους αναλαμβάνουν να σκηνοθετήσουν Αρχαίο Δράμα σε αρχαία θέατρα, απλώς μεταφέροντας δια της μεθόδου αντιγραφής και επικόλλησης εικόνες παραστάσεων της γερμανικής κυρίως πρωτοπορίας, που τις λανσάρουν σαν δικές τους, αλλά φεύ δεν έχουν στην υπηρεσία τους ικανούς ηθοποιούς -όπως οι Γερμανοί συνάδελφοί τους- για να υποστηριχθεί η «άποψη», αλλά τηλεοπτικούς αστέρες που λέγαμε παραπάνω. Αστέρες, που τους επιβάλλονται από τους θεατρικούς παραγωγούς ή οι μερικοί σκηνοθέτες τους χρωστάνε, αφού αυτοί τους έχρισαν κάποτε σκηνοθέτες.
Ελάχιστη μελέτη, ελάχιστα εφόδια, ελλειπή δραματουργική έρευνα, με πρόβες δύο μηνών μετ’ εμποδίων, χωρίς μια κάποια προϋπηρεσία στο είδος και εντέλει χωρίς ντροπή.
Τα διασωθέντα ποιητικά κείμενα των αρχαίων προγόνων διασώθηκαν διά μέσου των αιώνων επειδή είχαν στέρεες διαχρονικές αξίες και ως Νόημα και ως Λόγος και κυρίως ως κοινωνικές αναφορές μυθικών περιστατικών που συσχετίζονταν με το παρόν της παρουσίασής τους.
Η πολιτική και η κοινωνική παράμετρος, της όποιας σκηνοθεσίας, περιέχεται στο ίδιο το κείμενο και απαιτεί τη σύγχρονη ανάδειξή της.
Εάν από τα κείμενα αυτά αφαιρέσεις την Ποίηση, τη δυνατότητά τους να σημαίνουν και άλλα από τα λεγόμενα, δηλαδή σε κάθε θεατή να λένε άλλα από ό,τι λένε στον διπλανό του, να κρούουν στον καθένα ιδιαίτερες προσωπικές χορδές και να ηχούν στην ψυχή του με μοναδικό τρόπο, να δονούν στον καθένα ατομικές ευαισθησίες και αν, αφού προσγειώσεις την Ποίηση, τα αποστειρώσεις και από το πολιτικό και κοινωνικό τους βέλος, τότε δεν έχουν κανένα λόγο σκηνικής ύπαρξης και συνεπώς ας μείνουν να ξεκουράζονται στα ράφια των βιβλιοθηκών.
Οι μερικοί αυτοί σκηνοθέτες, που λέγαμε, είναι ολοφάνερο ότι στερούνται πολιτικής σκέψης, δεν παίρνουν πολιτική θέση, γιατί θέλουν να τα έχουν καλά με τις μικρές ή μεγάλες εξουσίες της επικαιρότητας και εμφανίζουν ως πολιτική θέση τη συστράτευση τους σε δήθεν κινήματα κοινωνικών προβλημάτων, που υπαγορεύει η επικαιρότητα των καθημερινών ειδήσεων, σύμφωνα με τα κριτήρια mainstream αρχισυντακτών. Η απολιτίκ πολιτική στη θεατρική εκδοχή της.
Το Αρχαίο Δράμα είναι πολιτικό, είναι ποιητικό, είναι φιλοσοφικό, είναι εκρηκτικό. Ο όποιος φόβος, ότι μπορεί να είναι πολύ βαρύ ή δυσκολονόητο για το κοινό, είναι εντελώς αβάσιμος. Το κοινό είναι άνθρωποι. Αυτά τα κείμενα διασώθηκαν, γιατί άνθρωποι τα θεωρούσαν σημαντικά και ένιωσαν την υποχρέωση επί αιώνες να τα μελετούν και να τα παρουσιάζουν από σκηνής.
Ακριβώς οι σκηνοθέτες, που λέγαμε παραπάνω, είναι αυτοί που τα απομακρύνουν από την κατανόησή τους από το κοινό, που τα κάνουν περίπλοκα, για να χρειάζονται ειδικές γνώσεις αποκρυπτογράφησης των νοημάτων τους, όπου τα νοήματα συσκοτίζονται από υποκριτικές σάχλες, σκηνογραφικές παραπληροφορήσεις, μουσικές συσκοτίσεις των συναισθημάτων, χορευτικούς σαλτιμπαγκισμούς, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουμε τους θεατρικούς κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς προφέσορες, ότι τάχα τους παρουσιάζουμε κάτι που δεν έχουν ξαναδεί και να τους δώσουμε την ευκαιρία να γράψουν κάτι που δεν έχει ξαναγραφεί, όταν καλά γνωρίζουμε ότι όλα έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολύ πριν από τη γέννησή μας.
Το α-νόητο και το ακατανόητο θεωρούνται σύγχρονο θεατρικό κατόρθωμα.
Ενώ όλοι ξέρουν ότι αυτά τα έργα είναι λαϊκά, (με την καλή έννοια), γράφτηκαν για το σύνολο των πολιτών της τότε Αθήνας κι όχι μόνο για τους φιλοσόφους της ή τους εγγράμματους της εποχής τους και παραστάσεις τους έμειναν στην Ιστορία του Θεάτρου· εκείνες οι παραστάσεις που κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το μεγάλο ή ακόμη και το παγκόσμιο κοινό.
Δεν είναι καινούργια όλα αυτά. Εδώ και εκατό χρόνια, πάλι γερμανικά μοντέλα, προσπαθώντας να αναπαραστήσουν το Αρχαίο Δράμα, παρουσίαζαν την τραγωδία με δήθεν αυθεντικό τρόπο, αλλά με τέτοιο τρόπο που το λαϊκό κοινό, δηλαδή το μεγάλο κοινό, δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί το κυρίαρχο ήταν η αναπαράσταση των αρχαίων και όχι η απόδοση του λόγου και του νοήματος, με τρόπο που να νιώσει αυτό το κοινό ότι καταλαβαίνει και συγκινείται.
Ώσπου ήρθε ο Κουν.
Και είδε η μάνα μου τις Τρωαδίτισσές του και είπε μετά, όταν γύρισε στο χωριό και την ρωτήσανε τι είδε, είπε λοιπόν, με ένα τόνο μεγάλης απορίας και θαυμασμού: «Είδα αρχαία τραγωδία και τα κατάλαβα όλα!!!». Γιατί οι τραγωδίες, που είχε δει μέχρι τότε, ήταν αναπαραστάσεις εικόνων από αρχαία αγγεία, μακρόσυρτες ψαλμωδίες, χλαμύδες και αρχαίοι μακρινοί άνθρωποι, που μοιάζανε πιο πολύ με παπάδες παρά με θεούς και βασιλιάδες, δεν καταλάβαινε μέχρι τότε για τι ακριβώς θρηνούσε η Εκάβη, αλλά έβλεπε γυναίκες με μακρυά φορέματα να κινούνται με τον ίδιο τρόπο, να θρηνούν όλες το ίδιο, να μιλούν όλες μαζί, να χτυπιούνται όλες μαζί και να τραβούν με τον ίδιο τρόπο τα μαλλιά τους.
Το κριτήριο νομίζω και για την όποια σύγχρονη αναβίωση του αρχαίου δράματος είναι ακριβώς αυτό: Να την βλέπει ο σύγχρονος θεατής και «να τα καταλαβαίνει όλα», και όχι να ανατωτιέται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, γιατί το είπε έτσι, ποιος είναι αυτός, γιατί κρατάει ένα πεπόνι, γιατί μιλάει παράξενα, γιατί φοράει αυτό το φουστάνι, γιατί περπατάει σαν κάβουρας αφού είναι βασιλιάς, γιατί δεν καταλαβαίνω, γιατί νομίζω ότι με κοροϊδεύουν, γιατί ήρθα να δω αυτό το πράγμα, γιατί δεν αφήνουν τα έργα στην μακαριότητά τους, γιατί νομίζω ότι αυτό το έχω ξαναδεί σε άλλο θέατρο, σε άλλο έργο του ίδιου σκηνοθέτη, ή σε ένα άλλο έργο άλλου σκηνοθέτη, γιατί, γιατί, γιατί;…
Τα γιατί σε κάποιες σύγχρονες σκηνοθεσίες είναι πιο πολλά από το ίδιο το κείμενο του έργου. Αυτά τα γιατί είναι πια η «σύγχρονη εκδοχή» της απόδοσης των αρχαίων κειμένων.
Όσα πιο πολλά «γιατί» παράγεις τόσο πιο αξιοπρόσεκτος σκηνοθέτης είσαι.
Και τώρα, τι μέλλει γενέσθαι;
Δεν ξέρω…
Θα επιχειρήσω σε επόμενο κείμενό μου να προτείνω ιδέες διαφυγής -προς συζήτηση- από το επί -τρεις τέσσερις- δεκαετίες, κατασκευαζόμενο αδιέξοδο.
(Στις φωτογραφίες:
-
Ο Χορός των ΠΕΡΣΩΝ, (Σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, Επίδαυρος, 1988)
-
Ο Γιάννης Τσαρούχης στον χαιρετισμό (στην ίδια παράσταση του 1988), την πρώτη χρόνια του Θεάτρου Τέχνης χωρίς τον Κουν στην Επίδαυρο.