Υποσχέθηκα στο προηγούμενο σημείωμά μου, ότι θα επιχειρήσω να προτείνω ιδέες διαφυγής από το επί δεκαετίες κατασκευαζόμενο αδιέξοδο.
Η ιστορική πραγματικότητα έχει αποδείξει ότι ένας νεκρός -και μάλιστα δολοφονημένος και καλά θαμμένος- κατάφερε να αναστηθεί. Επομένως θα έρθει πάλι ο καιρός με τις ευνοϊκές συνθήκες, να επιχειρηθεί μια νέα άνοιξη για το Αρχαίο Δράμα, θέλουμε δε θέλουμε. Θέλουνε δε θέλουνε.
Το Αρχαίο Δράμα είναι επικίνδυνο ως κείμενο, αλλά και ως παραστασιακή διαδικασία, γιατί φέρνει κοντά, τον έναν δίπλα στον άλλον, ένα μεγάλο πλήθος αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων, δηλαδή ένα Μέρος Λαού, που συγκινείται από το ίδιο πνευματικό αντικείμενο. Μετά, δεν θέλει και πολύ, αυτό το μέρος λαού, να συμφωνήσει για τις αιτίες των κακών και να επαναστατήσει εναντίον αυτών που παράγουν αυτά τα κακά.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το Θέατρο δολοφονήθηκε, μαζί με το αρχαιοελληνικό πνεύμα από τη θρησκεία, που θέλει να έχει το προνόμιο της κατασκευής και του ελέγχου του Καλού και του Κακού.
Στις μέρες μας, που η θρησκεία δεν έχει την εμβέλεια που είχε, αναλαμβάνουν το έργο τού ελέγχου τού Θεάτρου διάφορες μικροεξουσίες.
Υπήρξαν όμως οι αντιγραφείς των σκοτεινών αιώνων και οι ξεχωριστοί καλλιτέχνες, που κράτησαν τη σπίθα αναμμένη μέσα στις στάχτες. Όπως υπήρξαν και κάποιες μικροεξουσίες του σύγχρονου ελληνικού κράτους, που συνέτρεξαν και υποστήριξαν, γιατί το αρχαίο Θέατρο ήθελαν να λογαριάζεται κομμάτι του Πολιτισμού μας.
Οι φωτισμένοι καλλιτέχνες θα υπάρχουν και δεν έχουν ανάγκη υποδείξεων από μένα, για το πώς θα σκάψουν και θα καλλιεργήσουν τη σπίθα για να γίνει φλόγα. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να υποστηριχτούν οικονομικά από την Πολιτεία ή από θεσμούς της, γιατί οι οικονομικές απαιτήσεις είναι βαρύτατες.
Ακόμη, το Αρχαίο Δράμα έχει και μια εισπρακτική μαζικότητα, που πάντα θα εκμεταλλεύονται οι θεατρικοί παραγωγοί, περιφέροντας τηλεοπτικούς αστέρες στην ελληνική επαρχία, ενώ θα ισχυρίζονται ότι υπηρετούν το Αρχαίο Δράμα. Ας συνεχίσουν. Αλλά η θεατρική ιστορία δεν θα τους αναφέρει πουθενά.
Το Αρχαίο Δράμα έχει τεχνικές προδιαγραφές θεατρικής έκφρασης, που υπαγορεύονται από το την μεγάλη πνευματική αξία των κειμένων, την ιστορία τους, τις απαιτήσεις πολυπληθούς διανομής και κυρίως την υποκριτική αναγκαιότητα, που θέλει μικρούς ανθρώπους να υποδύονται Θεούς και Δαίμονες, σε ανοιχτά θέατρα, ενώπιον χιλιάδων θεατών.
Στην άμμο της Σαχάρας μπαίνουν μόνο τα αυτοκίνητα 4Χ4 και με επιδέξιους οδηγούς.
Ο ηθοποιός που θα επιχειρήσει να αρθρώσει λόγο αρχαίου τραγικού πρέπει να έχει εκ κατασκευής φωνητικό όργανο που θα καλλιεργηθεί για να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του είδους και μετά να παιδευτεί, με επιμονή και ευλάβεια, για να αποκτήσει τις σωματικές ικανότητες, που θα εκφράσουν το υπερεκτόπισμα που απαιτεί η αρένα του αρχαίου θεάτρου. Εκεί που ο ηθοποιός είναι βορά των λιονταριών που κάθονται στο κοίλον.
Η κατάλληλη εκπαίδευση των ηθοποιών είναι πρωταρχικής σημασίας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει νέα θεατρολογική έρευνα, στην οποία θα βασιστεί η υποκριτική και η σκηνοθεσία, που θα λάβει υπ’ όψη της τα νέα δεδομένα της ψηφιακής εποχής. Έχουν προκύψει πια ψηφιακοί κανόνες, που δίνουν νέες προοπτικές στην έρευνα, τη σκηνοθεσία και την παρουσίαση των αρχαίων κειμένων, παράλληλα με την εξέλιξη των παραδοσιακών τρόπων.
Ο σκηνοθέτης που θα επιχειρήσει, οφείλει να έχει ικανή εμπειρία και ερευνητική διαδρομή στο θέατρο και να έχει μαζί του συνεργάτες, που να μπορούν να αντιμετωπίσουν το είδος ή έστω αρκετά έμπειρους στον τομέα τους, ώστε να δικαιούνται να επιχειρούν πειραματισμούς. Τα πειράματα των άπειρων έχουμε δει πού καταλήγουν.
Το τι κάνει ο κάθε καλλιτέχνης ή «καλλιτέχνης» είναι δικός του λογαριασμός.
Το ερώτημα είναι τι κάνει μια οργανωμένη Πολιτεία, που διατυμπανίζει το Κλέος και τη Δόξα των αρχαίων προγόνων, αλλά για να το θέτει στην υπηρεσία του Υπουργείου Τουρισμού. Τι κάνει η οργανωμένη Πολιτεία, για την πνευματική υγεία των πολιτών της, που έχουν ανάγκη το θέατρο, ιδίως σε εποχές δύσμοιρες και καταστροφικές; Η πρόσκαιρη σύγχρονη παρηγοριά, που δίνουν τα καταναλωτικά αγαθά των τηλεπωλήσεων, δεν φτάνουν να γαληνέψει η ψυχή του ανθρώπου, ούτε βοηθούν στην καλλιέργεια κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς.
Η Πολιτεία πρέπει να φτιάξει θεσμούς. Πνευματικά νοσοκομεία. Ιδίως πνευματικά ψυχιατρεία, που μοιάζει να είναι στις μέρες μας αναγκαία περισσότερο από ποτέ.
Υποδομές. Υποδομές. Υποδομές.
Η Ερμηνεία, με όλες τις σημασίες της, του αρχαίου δράματος θέλει μεγάλες θυσίες σε ανθρώπινη αφοσίωση, ευνοϊκό περιβάλλον και πάρα πολύ χρήμα, το οποίο δεν αποφέρει ανάλογο χρήμα. Δηλαδή δεν ενδιαφέρει την τρέχουσα χρηματιστηριακή πιάτσα.
Το χρήμα σε αυτούς τους θεσμούς πρέπει να είναι κοινωνικό, να προέρχεται από το σύνολο, γιατί στο σύνολο θα επιστρέψει την υπεραξία του. Οι χορηγοί που διατυμπανίζονται έχουν συμφέρον τους το «ίδιον όφελος». Κάποτε βεβαίως λειτουργούν και υπέρ του συνόλου και αυτό δεν είναι κακό.
Σε άλλο σημείωμά μου προ καιρού είχα προτείνει τη δημιουργία ενός οργανισμού, που θα μπορούσε να είναι ένας πιλοτικός θεσμός για τη δημιουργία και άλλων, αν η Πολιτεία αποφάσιζε να βάλει σε προτεραιότητα το Πνεύμα, για το οποίο παριστάνει την υπερήφανη. Μετά να προχωρήσει και σε άλλες θεσμικές αλλαγές, που θα αναπτύξουν την Πνευματική Ελλάδα, σαν συνέχεια της πορείας της ελληνικής Ποίησης, η οποία κατάφερε να μας φέρει δύο Νόμπελ και να έχει παγκόσμια αναγνώριση.
Πρότεινα τη δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού σε Υπουργό Πολιτισμού και μου απάντησε ότι είναι μάλλον αδύνατον, γιατί είναι θέμα συναπόφασης πολλών υπουργών.
Περιμένω λοιπόν Πρωθυπουργό, που θα βάλει σε προτεραιότητα το Πνεύμα. Ξέρω είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει, γιατί είναι συναπόφαση του ψηφίζοντος λαού και ο ψηφίζων λαός δεν έχει εκπαιδευτεί να προτάσσει της Ύλης το Πνεύμα.
Η ελληνική πολιτεία έχει υποχρέωση όχι μόνο να διατηρήσει τα αρχαία αντικείμενα, τις πέτρες, τα αγάλματα και τις εικόνες, αλλά κυρίως να διατηρήσει, να προβάλλει και να διαδίδει το αρχαιοελληνικό πνεύμα, που ένα κομμάτι του είναι το Θέατρο. Ας βρει τρόπους ουσιαστικούς και όχι μόνο πανηγυρικές επετείους και επιχορηγήσεις προς επαίτες.
Ας προτείνω λοιπόν ένα παράδειγμα ενός θεσμού, για αρχή. Η Πολιτεία και ο δημόσιος διάλογος μπορεί να προτείνουν και άλλους αποδοτικότερους.
Ο Κάρολος Κουν είναι η σημαντικότερη θεατρική φυσιογνωμία του 20ου αιώνα στην Ελλάδα και μάλιστα με παγκόσμια αναγνώριση.
Ένας Πρωθυπουργός, που θα βάλει σε προτεραιότητα το Πνεύμα, οφείλει να διατηρήσει το Πνεύμα του Καρόλου Κουν και όχι απλώς να τον κάνει δρόμο ή ανδριάντα, όπως συνήθως εξαντλείται η υποχρέωση του Δήμου και της Πόλης.
Ο Κάρολος Κουν χάραξε έναν αποτελεσματικό δρόμο για την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος: Δημιουργία σχολής για να εκπαιδεύσει τους ηθοποιούς με αφοσίωση στην Τέχνη του Θεάτρου έως θανάτου και τη συνέχεια της παράδοσης των κατακτήσεων από γενιά σε γενιά των ηθοποιών και των σκηνοθετών του.
Το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν υπάρχει μεν, αλλά ως ιδιωτικός φορέας είναι αδύνατον να επιτελέσει το έργο για το οποίο ομιλώ.
Να μετατραπεί λοιπόν από την Πολιτεία σε έναν νέο θεατρικό οργανισμό και να επικεντρωθεί στους στόχους που έβαλε ο Κάρολος Κουν, όταν το δημιούργησε: Σύγχρονα θεατρικά ρεύματα, δημιουργία νέας ελληνικής δραματουργίας, ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος και ένα Σχολείο για την έρευνα και την εφαρμογή των αναζητήσεών του. Παράλληλα ένα Μουσείο, που θα διαφυλάξει και θα συντηρήσει ό,τι έχει διασωθεί από σκηνικά και κοστούμια των σημαντικότερων σκηνογράφων του 20ου αιώνα και μια ψηφιακή πλατφόρμα που θα αναδείξει το Αρχείο του, που είκοσι χρόνια τώρα -παρά τις συνεχείς εκκλήσεις και τις υποσχέσεις υπουργών και υπουργών- δεν έχει ακόμη ψηφιοποιηθεί. Και τέλος, να συνδεθεί θεσμικά με τις θεατρολογικές σχολές, για τη μελέτη της σύγχρονης θεατρικής δημιουργίας και την θεωρητική έρευνα του Αρχαίου Δράματος, επί του παραστασιακού πεδίου.
Στη σοβιετική Ρωσία, κάποτε, το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας υπήρξε το μοντέλο για το ρώσικο θέατρο, με αποτελέσματα που είναι αναμφισβήτητα, ως προς τις επιτεύξεις του ρώσικου θεάτρου. Το έγκλημα της σοβιετικής εξουσίας ήταν, ότι αυτό το μοντέλο λειτούργησε με αποκλεισμό των άλλων φωνών, που εμφανίζονταν κατά καιρούς. Όμως η Ρώσικη σχολή, εξακολουθεί να είναι η βάση της παγκόσμιας θεατρικής εκπαίδευσης.
Ζητείται Πρωθυπουργός που θα τολμήσει, να τιμήσει τον Κουν και να δώσει μια νέα αρχή για την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος, που έτσι κι αλλιώς -με τις μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές, που θα παράξουν νέες φιλοσοφικές ιδέες και πολιτικές πρακτικές- έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται.
Ζητείται Έλληνας Πρωθυπουργός, που θα συνδέσει το όνομά του με εκείνο του Καρόλου Κουν.
Δε λέω για τώρα. Αυτή είναι μια ιδέα για το απώτερο ελληνικό μέλλον. Μια ιδέα που απευθύνεται σε μέλλοντα Πρωθυπουργό, ή έστω σε μέλλοντα υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος, σαν την Μελίνα, θα απαιτήσει από τον τότε πρωθυπουργό, να στηρίξει μια Πολιτιστική εκστρατεία καλλιέργειας της Τέχνης. Ο λαός, με μεγάλη χαρά, θα απολαύσει τα αποτελέσματα.
Κάποτε, ελπίζω όχι πολύ αργά, η παγκόσμια υλική χρεωκοπία, που οικοδομεί μετά μανίας το άυλο χρήμα, θα υποχρεωθεί να προτάξει μιαν (άυλη) πνευματική σωτηρία. Αμήν.
Αλλιώς, ας υποδεχτούμε τον νέο Μεσαίωνα…
Υ. Γ. 1 Το προ καιρού σημείωμά μου δεν προκάλεσε καμία αντίδραση, ούτε από την Κυβέρνηση, ούτε από Άλλους. Τα ίδια περιμένω και τώρα, αλλά όσο έχω φωνή, θα λέω και θα γράφω, επειδή υπάρχουν γύρω μου γνωστοί και άγνωστοι ονειροπόλοι που ελπίζουν. Μια ανακούφιση είναι. Κοινή.
Υ. Γ. 2 Το Εθνικό Θέατρο, που είχε την παράδοση και την οικονομική δυνατότητα, δε θεώρησε καθήκον του να συνεχίσει στο δρόμο που χάραξαν ο Φώτος Πολίτης, ο Αλέξης Σολομός και ο Αλέξης Μινωτής στο Αρχαίο Δράμα και να προτείνει νέες πορείες. Ίσως θα έπρεπε γι’ αυτό να υποχρεωθεί από μια Πολιτεία, που θα προτάξει το πνευματικό του υλικού. Αλλά αυτό ίσως είναι αντικείμενο άλλου σημειώματος.
[Στις φωτογραφίες:
Ο Κάρολος Κουν, στην Επίδαυρο
-
Προσερχόμενος, για να αρχίσει η δοκιμή των Ορνίθων, τον Ιούλιο του 1986. Η τελευταία παρουσία του στο θέατρο της Επιδαύρου.
-
Υποκλινόμενος στο κοινό, μετά την παράσταση του Προμηθέα, τον Αύγουστο του 1985.
Από το λεύκωμα: ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΡΟΛΟΥ ΚΟΥΝ, ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ 1985-1998, ( Έκδ. Αιγόκερως/Θέατρο Τέχνης, 2019).]