Δεν έχω συναντήσει κανένα πολιτικό πρόσωπο, που να ομολογεί δημοσίως, ότι δεν ενδιαφέρεται για τον Πολιτισμό.
Έχω συναντήσει πολύ λίγα πολιτικά πρόσωπα, που -με έργα και όχι στα λόγια- ενδιαφέρονται για τον Πολιτισμό.
Σε κάθε ομιλία εγκαινίων, εορτών και πανηγύρεων, τα πολιτικά πρόσωπα, από πρωθυπουργούς μέχρι δημάρχους και από υπουργούς μέχρι διευθυντές φεστιβάλ, επαρχιακών και μη, εκφωνούν λόγους παραλόγους. Ακούγονται πολύ ωραίες αποστροφές, για την αναγκαιότητα στήριξης της Τέχνης, για την παιδευτική λειτουργία των Μουσείων, για την ανακούφιση και την ανάταση που προσφέρει η Τέχνη.
Σε κάθε συνέντευξη καλλιτέχνη, ή δημόσια συζήτηση πολιτικών για την Τέχνη, ακούγονται ηθικοπλαστικές κορώνες και θαυμαστικά για την Τέχνη επιφωνήματα.
Τι συμβαίνει όμως μετά την απομάκρυνση από τη δημόσια εμφάνιση;
Η υποστήριξη και ο θαυμασμός, -με μεγάλη βαρυγκόμια, γιατί υποχρεώνονται να χρηματοδοτήσουν κάτι που νομίζουν ότι δεν έχει ανάγκη κανείς-, περιορίζεται στην ημετέρα τέχνη, στην τέχνη της παρέας μας, στην τέχνη που μας συμφέρει.
Όταν αυτό το συμφέρον εξαρτάται από πεποιθήσεις ή ιδεολογία, βεβαίως είναι αναμενόμενο και θεμιτό.
Όταν όμως το συμφέρον έχει αντικείμενο το προσωπικό οικονομικό όφελος ή επενδύσεις σε μελλοντικές ανταποδόσεις, τότε δεν είναι συμφέρον διά την Τέχνη, αλλά διά την Πάρτη.
Ολίγα παραδείγματα. Ενδεικτικά.
Πλήθος διευθυντών που διορίστηκαν ή προήχθησαν, άνευ έργου, επειδή έχουν την συμπάθεια κομματικών σχηματισμών. Ανέκαθεν. Και μάλιστα, τις παραμονές λήξης της θητείας ή ενόψει νέων διαγωνισμών, εμφανίζονται -αυτοί οι διευθυντές- σε εκδηλώσεις ή προεκλογικές συγκεντρώσεις αντιθέτου πολιτικού κόμματος, που φαίνεται να προηγείται στις δημοσκοπήσεις.
Πλήθος καλλιτεχνών, μετριότατης καλλιτεχνικής επίδοσης, που εξαργύρωσαν τη στήριξη σε “φίλους” πολιτικούς (εμφανιζόμενοι στη βιτρίνα πολιτικών κομμάτων), με δημόσια μισθοδοτούμενες θεσούλες ή θώκους.
Διευθυντές φεστιβάλ, επαρχιακών ή ευρωπαϊκών, που όταν τελειώσει η θητεία τους, προσλαμβάνονται στους οργανισμούς, που ευνόησαν (όταν το κοινό απορούσε, πόθεν και διατί).
Θα μου πείτε, γιατί φαίνομαι οργισμένος;
Γιατί από την εποχή του Κουν, του Μινωτή και ολίγον του Ευαγγελάτου, δεν υπήρξε εντόπια σημαντική πρόταση για την ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Με ευθύνη, για την Επίδαυρο, αποκλειστικώς των κρατικών θεάτρων και του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Τα εμπορικά σχήματα που αλωνίζουν την επαρχία, εκμεταλλευόμενα την ανάπτυξη των αρχαίων ή απλώς υπαίθριων θεάτρων, έχουν εισαγάγει στην ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος την αισθητική, και δυστυχώς και την ηθική, των τηλεοπτικών σειρών. Ποια είναι η ευθύνη των υπουργών Πολιτισμού και Παιδείας, της Πολιτείας τελοσπάντων, σε αυτό το χάλι;
Ποια είναι η ευθύνη των καλλιτεχνών στην υποστήριξη αυτής της παρακμής;
Το πολυσυζητημένο Θεατρικό Μουσείο, έχει μουσειακά αντικείμενα, που -τηρουμένων των αναλογιών-, είναι σαν τα αγάλματα της αρχαιότητας ή σαν τις βυζαντινές εικόνες και εντούτοις παραμένει σε άθλια κατάσταση, παραμελημένο, άστεγο, ρημαγμένο, κλειστό, κλειστό, κλειστό!
Τι έχει διασωθεί από τα σκηνικά και τα κοστούμια των κρατικών μας θεάτρων, που είναι και οι μόνοι θεατρικοί οργανισμοί με κρατική επιχορήγηση;
Ποια είναι η μέριμνα του Υπουργείου Πολιτισμού για το σωζόμενο υλικό των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης και του Αμφιθεάτρου στην Επίδαυρο; Σ’ αυτό το υλικό υπάρχει π.χ. πλήρες το σκηνικό του Τσαρούχη από τους Όρνιθες του Κουν, του 1960. Αλήθεια πόσα ιστορικά σκηνικά του Ελληνικού θεάτρου έχουν διασωθεί; Στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο γραφείο Υπουργού, υπάρχει υπηρεσιακή έκθεση για τον άμεσο κίνδυνο καταστροφής των ιστορικών αντικειμένων του Θεάτρου Τέχνης. Ακούσατε τίποτα; Ούτε εγώ…
Γι’ αυτό δεν έχουμε -και αν συνεχίσουμε έτσι, δεν θα έχουμε ποτέ- προτάσεις για την ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος. Του Θεάτρου που διατυμπανίζουμε ότι είμαστε οι κληρονόμοι. Απλούστατα, γιατί έχουμε εμποδίσει τη συνέχεια της παράδοσης, που κατακτήθηκε με μεγάλες θυσίες και κόπους από μεγάλους του ελληνικού θεάτρου.
Μήπως όμως η πολιτική κατεύθυνση είναι ακριβώς αυτή; Δηλαδή, να αποκοπεί η Ελλάδα από τον Πολιτισμό της και απλώς να μαϊμουδίζει ευρωπαϊκά παγκοσμιοποιημένα μοντέλα Τέχνης και Πολιτισμού;
Η περίφημη γενιά του ’30 έδειξε έναν τρόπο. Χωρίς να αρνηθεί -και μάλιστα πολλές φορές αντιγράφοντας- την ευρωπαϊκή Τέχνη, άντλησε από την πλουσιότατη ελληνική παράδοση και δημιούργησε, στην Ελληνική Τέχνη, τον σημαντικότερο ημι-αιώνα μετά την αρχαιότητα.
Οι Τέχνες, κυρίες και κύριοι των πάσης φύσεως εξουσιών, κατακτώνται και εξελίσσονται διά της εμπειρικής μαθητείας. Δεν υπήρξε ποτέ και δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αλλά με τη πολιτιστική πολιτική της τελευταίας εικοσαετίας, από πού θα μάθουν, σε ποιο αντικείμενο θα εκπαιδευτούν, σε ποιο θέατρο θα δοκιμαστούν οι νέοι εργάτες του Θεάτρου, δηλαδή οι μελλοντικοί δημιουργοί;
Ο ακολουθούμενος δρόμος οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επικράτηση της “τέχνης” που καλλιεργούν τα πρωινάδικα της Τηλεόρασης, τα σέλφια του Instagram και οι ολονυκτίες του Facebook.
Καληνύχτα σας.
Υ.Γ. Για τον καλοπροαίρετο αναγνώστη που θα σκεφτεί κάποια ονόματα, όπως Παπαϊωάννου κλπ, που έτυχαν κρατικής υποστήριξης: αυτά γίνονται μόνο για ξεκάρφωμα. Οι Καλλιτέχνες είναι “εχθροί”. Γιατί ύπάρχει κίνδυνος, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου.