Τα 200 χρόνια τα γιορτάζουμε, ευτυχώς ή δυστυχώς, με ιδιόρρυθμες και περιορισμένες εκδηλώσεις. Από τη μια μεριά αποφεύγουμε τα συνήθη κιτς, στα οποία ρέπουμε ως λαός στις εθνικές επετείους, αλλά από την άλλη χάθηκε μια ευκαιρία να αναστοχαστούμε την πορεία αυτού του ανάπηρου εκ κατασκευής κράτους και ακόμη να μελετήσουμε την Ιστορία μας και ειδικά στις δύσκολες συνθήκες που ζούμε, να βγάλουμε συμπεράσματα, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις μελλοντικές συμπεριφορές μας.
Δε λέω για τη μελέτη της ιστορίας από τους ειδικούς, γιατί αυτό έτσι και αλλιώς συνεχίζει να γίνεται σε πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα, αλλά τη μελέτη της Ιστορίας από το σύνολο της κοινωνίας, που συνήθως ευαισθητοποιείται από επετείους και μαζικές εκδηλώσεις που πυροδοτεί ο σπανίως εκδηλούμενος πατριωτισμός μας. Αυτόν που ενθυμούμεθα μόνο στις μεγάλες κρίσεις, όταν φτάσουμε στο απροχώρητο.
Το κομμάτι της Ιστορίας, που εμένα με βασανίζει, είναι οι περιπέτειες του ελληνικού θεάτρου και μάλιστα τώρα ακόμη περισσότερο που τα θέατρα συνεχίζουν να είναι κλειστά και η Τέχνη υπό περιορισμό.
Θα αναφερθώ λοιπόν με την ευκαιρία σε ένα ελάχιστο δείγμα θεατρικής δομής, που όμως νομίζω μπορεί να δώσει τροφή για σκέψη. Για το πώς μπορούμε να κατευθύνουμε τις αναζητήσεις και την έρευνα, που έτσι κι αλλιώς οι παρούσες συνθήκες θα μας υποχρεώσουν να ξεκινήσουμε. Ένα μοντέλο, που θα μπορούσε να είναι ένα δείγμα, από τα παρά πολλά που θα υποχρεωθούμε να εφεύρουμε στο άμεσο μέλλον.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν,
στη μακρυνή δεκαετία του ’70, υπήρχε ένα Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, που στεγαζόταν στη Φοιτητική Λέσχη του Πανεπιστημίου, στην οδό Ιπποκράτους.
Ξεκίνησε μέσα στη δικτατορία από μια ομάδα φοιτητών του Φαρμακευτικού, παίζοντας Αρμπούζωφ.
Στις δύσκολες εποχές, η Τέχνη βρίσκει χαραμάδες να φυτρώσει.
Μετά τον Αρμπούζωφ ετοιμάζονταν οι “Σφήκες” του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Μ. Α. (Μάρκου Αυγέρη), σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Κύρου και μουσική Χρήστου Λεοντή. Σκηνοθέτης ο Νίκος Παροίκος, φοιτητής τότε του Φαρμακευτικού. Η παράσταση που θα παιζόταν στο Ηρώδειο, ακυρώθηκε στη γενική δοκιμή, για… προφανείς (τώρα) λόγους… Χούντα και Μάρκος Αυγέρης και Χρήστος Λεοντής; Πού πάτε παιδιά;
Την επόμενη χρονιά όμως, το 1971, στην επέτειο των 150 χρόνων της επανάστασης του ’21, ανεβαίνει στο Ηρώδειο, ο “Παπαφλέσσας” του Σπύρου Μελά, πατριωτικό δράμα, με έναν 70μελή θίασο και 40 φοιτητές-κομπάρσους, που εξασφάλιζαν με τη συμμετοχή τους “παρουσίες γυμναστικής”.
Την άλλη χρονιά, το 1972, “Όνειρο Καλοκαιρινής νύχτας” του Σαίξπηρ και “Ευμενίδες” του Αισχύλου, πάλι στο Ηρώδειο.
Το 1973 η “Ορέστεια” ολόκληρη.
Οι “Αχαρνείς” που ετοιμαζόντουσαν για το 1974, δεν ανέβηκαν. Πάλι με απογόρευση άνωθεν.
Με την πτώση της Χούντας, το Θεατρικό Τμήμα, ακολουθώντας τον πολιτικό καιρό, γίνεται αυτοδιαχειριζόμενο και μάλιστα με απολύτως δημοκρατικές διαδικασίες, με συζητήσεις και διαβουλεύσεις για όλες τις αποφάσεις και πολύωρες και επεισοδιακές συνελεύσεις. Ήταν μια ένδοξη εποχή για τις φοιτητικές διαδικασίες.
Στο καλλιτεχνικό πεδίο, λειτουργούν ομάδες εργασίας και συλλογική δουλειά όλων ανεξαιρέτως. Η σκηνοθεσία ήταν ομαδική, με “σκηνοθετική ομάδα”. Ακόμη και στη διανομή των ρόλων δε καταγράφονταν τα ονόματα των “ηθοποιών”. Όλοι οι συμμετέχοντες αναφέρονταν στο πρόγραμμα αλφαβητικά.
Το 1975 ένας δημιουργικός πυρετός επικρατεί σ΄ όλο τον φοιτητικό χώρο και υπάρχουν δυο κομμάτια εντός του Θεατρικού Τμήματος. Το ένα ετοιμάζει τον “Κύκλο με την Κιμωλία” του Μπρέχτ και το άλλο επιχειρεί, με αφορμή το 1789 της Μνούσκιν, να στήσει ένα έργο για το 1821.
Ήταν τότε που διαβάζαμε την Ιστορία από τον Κορδάτο, τον Φωτιάδη και τον Σκαρίμπα.
Ρήγας, Ελληνική Νομαρχία, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και άλλα τέτοια κείμενα ήταν η βάση της θεατρικής σύνθεσης.
Μια εξιστόρηση της Επανάστασης, από τη ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας μέχρι την άφιξη του Όθωνα, γεμάτη με τα απαγορευμένα επί Χούντας.
Το θεατρικό-σκηνοθετικό ύφος, μια ελευθεριότητα, επηρεασμένη από τις παραστάσεις του Κουν, που παρακολουθούσαμε τότε μετά μανίας, από την Ιστορία του Αλή Ρέτζο του “Ελευθέρου Θεάτρου”, αλλά και από το “Ανοιχτό Θέατρο” του Μιχαηλίδη, απ’ όπου “κλέψαμε” την ιδέα, αφού στο 1ο και στο 5ο τεύχος του περιοδικού «Ανοιχτό Θέατρο» υπάρχει με εκτενή παρουσίαση το “1789” του “Θεάτρου του Ήλιου”.
Το Θεατρικο Τμήμα ήταν υπό την εποπτεία συμβουλίου καθηγητών του Πανεπιστημίου. Όταν τους ενημερώσαμε λοιπόν για τις προθέσεις μας, κάτι ψυλλιάστηκαν και ζήτησαν να παρακολουθήσουν μια πρόβα, επειδή το έργο ήταν «αγνώστου συγγραφέως». Βεβαίως, προς γενική κατάπληξή μας, δεν επέτρεψαν να παρουσιαστεί, επειδή, όπως είπαν, «Μπλα μπλα μπλα… και το έργο είναι αγνώστου συγγραφέως».
Εμ, είδαν την πρόβα και έφριξαν οι συντηρητικοί καθηγητάδες…
Πέρα από το κείμενο αυτό καθαυτό, που ήταν μπουρλότο στα θεμέλια του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», είχαμε και αυτοσχεδιασμούς, που έκαναν το κείμενο ακόμη πιο «παραστατικό», όπως πχ ένα δρώμενο, με τους κοτζαμπάσηδες και τους δεσποτάδες καβάλα στον Λαό, να τον μαστιγώνουνε. Τέτοια πράγματα δεν επετρέποντο ακόμη, παρά την πτώση της Χούντας.
Το εγχείρημα έληξε άδοξα. Η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ.
Οι δυο ομάδες ενώθηκαν, (εγώ ανήκα από την αρχή και στις δύο ομάδες), και συγκρότησαν τον 50μελή θίασο του “Κύκλου με την Κιμωλία”, που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο τον Μάιο του 1975, με μεγάλη επιτυχία και μετά σε σειρά παραστάσεων εδώ κι εκεί. Περιοδεία το καλοκαίρι, Φεστιβάλ της Ιθάκης με βραβεία (καλύτερης παράστασης, πρώτου γυναικείου ρόλου), και το φθινόπωρο καθημερινές παραστάσεις στην Ίριδα, το μικρό κομψό θέατρο της Πανεπιστημιακής Λέσχης. Γκραν σουξέ.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
200 χρόνια από την Επανάσταση και ζούμε ακόμη με περιορισμούς και απαγορεύσεις.
Υ. Γ. 1
Τον Οκτώβριο του 1975, το Θέατρο Τέχνης ανέβασε τους “Προστάτες” του Μήτσου Ευθυμιάδη, ένα έργο παρόμοιο με το “1821”, το δικό μας. (Δεν έπαιξα στο 1821 του Θεατρικού Τμήματος, αλλά έπαιξα στους “Προστάτες”, του Θεάτρου Τέχνης, οκτώ χρόνια αργότερα, όταν ανέβηκαν σε επανάληψη, στο θέατρο Βεάκη, το 1983.)
Υ. Γ. 2
Κάποτε θα πρέπει να υπάρξει μια θεατρολογική εργασία γι’ αυτό το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχε αξιοσημείωτη παρουσία επί σειρά ετών, με καλές παραστάσεις, σημαντικό ρεπερτόριο και υπήρξε το πρώτο σκαλί εισόδου στην Τέχνη για πολλούς ανθρώπους του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, συγγραφείς κλπ.
(Στις φωτογραφίες η πρώτη και η τελευταία σελίδα του πολυγραφημένου κειμένου του “1821” και μια φωτογραφία του θιάσου από τον “Παπαφλέσσα” στο Ηρώδειο.)