Αυτός είναι ο 34ος Φεβρουάριος, που θα θυμηθούμε ξανά τον Κάρολο Κουν.
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου.
Ξανά, με αναφορές, αφιερώματα και τιμές στην μεγαλύτερη θεατρική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα μας. Τον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης. Ενός θεάτρου, που συγκαταλέγεται στα ελάχιστα παγκοσμίως θεατρικά σχήματα που επέζησαν του δημιουργού τους. Πάντως το μοναδικό στην Ελλάδα.
Αφιερώματα και αναφορές στο Πρόσωπο, στην Εικόνα.
Όμως τι γίνεται με την Ιδέα;
Ο Κουν υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει εξ αιτίας του έργου του, που ήταν η Έρευνα και η Ανανέωση της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος, η παρουσίαση στην Ελλάδα των νέων συγγραφέων της θεατρικής πρωτοπορίας του καιρού του και η δημιουργία πολλών θεατρικών συγγραφέων που καθόρισαν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στην χώρα μας.
Μια τέταρτη προσφορά του, που αγνοείται ή σπάνια αναφέρεται, είναι η έγνοια του για τη θεατρική εκπαίδευση. Ο Κουν πρώτα έφτιαχνε Σχολή και μετά Θέατρο.
Το 1933 η Λαϊκή Σκηνή -και μετά, το 1942, το Θέατρο Τέχνης και το 1954 η ίδρυση της μόνιμης στέγης του, του Υπογείου- εμφανίστηκαν ως αποτέλεσμα ενός θιάσου που δημιουργήθηκε με τους μαθητές του.
Η συνεχής για 80 χρόνια λειτουργία της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης τροφοδότησε το ελληνικό θέατρο και συνεχίζει να παράγει, και μετά τον Κουν, σπουδαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες.
Δηλαδή, ουσιαστικά, ο Κουν δημιούργησε ένα μοντέλο θεατρικής πολιτικής, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με τα σύγχρονα παγκόσμια ρεύματα και με την κοινωνία της εποχής του. Συνδεδεμένο επίσης με τον αγώνα αυτού του λαού για προκοπή και κατάφερε -με μεγάλο αγώνα- να προσφέρει καλλιτεχνικό έργο συνεχώς μέχρι σήμερα.
Μια μικρή λεπτομέρεια, που όμως σημαίνει τα μέγιστα στην παρούσα συγκυρία, είναι η χρονιά της ίδρυσης του Θεάτρου Τέχνης. Το 1942. Πόλεμος, κατοχή και πείνα, αλλά ο Κουν και οι συν αυτώ, πέρα από την ένταξη τους στο ΕΑΜ, δημιούργησαν ένα κύτταρο πολιτιστικής αναφοράς για τον λαό που πέθαινε στους δρόμους.
Έτσι το Θέατρο Τέχνης πορεύτηκε όλα του τα χρόνια.
Δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό για το αύριό του. Και ένα μεγάλο μέρος του κοινού τού το αναγνώρισε.
Το ελληνικό κράτος προσέφερε πολύ αργά τη βοήθεια του, ουσιαστικά μετά τη μεταπολίτευση, με οικονομικές ενισχύσεις. Ουδέποτε όμως αντελήφθη την πολιτιστική προσφορά και τη θεατρική πολιτική που υπέδειξε ο Κουν.
Πολύχρονες προσπάθειες του Θεάτρου Τέχνης, για τη δημιουργία ενός μουσείου για τον Κουν, που θα μπορούσε να διασώσει τα υλικά τεκμήρια της πορείας του, αλλά και να διατηρήσει και να καλλιεργήσει το Πνεύμα της δημιουργίας του, δεν έχουν ευοδωθεί. Μέχρι σήμερα, 30τόσα χρόνια συνεχούς προσπάθειας, τα αιτήματα προς ιδιώτες χορηγούς και προς το κράτος, δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Με συνέπεια, όσο περνά ο καιρός, να καταστρέφεται και να χάνεται η υλική Ιστορία του τιμώμενου κάθε 14 του Φλεβάρη θεατρικού προσώπου.
Μετά από 50 χρόνια που παρακολουθώ και συμμετέχω στα θεατρικά του τόπου και τα τριάντα που συν-αγωνίζομαι για τη διατήρηση και ανάδειξη του αρχείου του Θεάτρου Τέχνης, έχω το δικαίωμα και την υποχρέωση να συμβάλω στη βελτίωση των πολιτιστικών συνθηκών, τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο, που η δεκαετής οικονομική κρίση και η τρέχουσα πανδημία, απαιτεί και θα επιβάλει την επανεκκίνηση της Τέχνης και του Θεάτρου.
Η επόμενη μέρα θα φέρει οπωσδήποτε πρωτόγνωρες συνθήκες εργασίας, αλλά και παραγωγής πολιτιστικών αγαθών.
Το Υπουργείο του Πολιτισμού πολύ σπανίως ξεφεύγει από την τρέχουσα διαχείριση των θεατρικών πραγμάτων και συνήθως μεριμνά για τις οικονομικές παραμέτρους, διαμοιράζοντας χρήματα του προϋπολογισμού του, σε ήδη υπάρχοντες θεσμούς ή οργανισμούς.
Μια εξαίρεση θεσμικού χαρακτήρα, που πρόσφερε σπουδαία αποτελέσματα, ήταν η δημιουργία του θεσμού των ΔΗΠΕΘΕ, που μετρά ήδη σχεδόν σαράντα χρόνια ζωής και προσφοράς.
Ένα ευνομούμενο κράτος έχει υποχρέωση να φροντίζει, εκτός από την υγεία και την εκπαίδευση των πολιτών του, την συντήρηση και ανάδειξη της καλλιτεχνικής παράδοσής του και την ενθάρρυνση νέων προοπτικών της πολιτιστικής ζωής του τόπου.
Είναι γνωστό τοις πάσι νομίζω, ότι χωρίς το παρελθόν δεν θα υπήρχαμε και χωρίς πολιτιστικό παρόν είναι βέβαιο ότι δεν θα αντέξουμε.
Τολμώ λοιπόν να προτείνω στο υπουργείο του Πολιτισμού να διερευνήσει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας θεσμός που θα περιλάβει και θα υπηρετήσει το πνεύμα του Καρόλου Κουν, όσο υπάρχουν ακόμη τα υλικά, που έχουν διασωθεί από τις παραστάσεις του. Δηλαδή, να διασώσει μουσειακά τα υλικά τεκμήρια, να προτείνει ένα σύγχρονο μοντέλο θεατρικής εκπαίδευσης, να δώσει έμφαση στην έρευνα και την ανανέωση της ερμηνείας του Αρχαίου Δράματος, να ενθαρρύνει την συγγραφή νέων ελληνικών θεατρικών έργων και να τα παρουσιάσει στο κοινό με τους καλλιτέχνες του.
Έναν ερευνητικό θεατρικό θεσμό, συμπληρωματικό του Εθνικού Θεάτρου, (όπως πχ το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συμπληρώνει την Εθνική Πινακοθήκη), που θα επικεντρωθεί στην συνεχή ανανέωση του ελληνικού θεάτρου, με βάση την στέρεη παράδοσή του, όπως ακριβώς έκανε ο ίδιος ο Κουν, που ανανέωνε συνεχώς τον εαυτό του, με το να ακολουθεί την σύγχρονή του πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως με πίστη στις αξίες που είχαν κατακτηθεί με μεγάλες θυσίες, αγώνα και αγωνίες.
Ας έρθει επιτέλους ένας υπουργός, σαν τη Μελίνα, που θα αποδείξει δι έργων, και όχι μόνο δια των λόγων, ότι αναγνωρίζει την προσφορά του Καρόλου Κουν στην πολιτιστική Ιστορία αυτού του τόπου και στην παγκόσμια Τέχνη.
Ο καιρός περνά.
Και περνά εις βάρος μας.
Η λαϊκή παράδοση, ευτυχώς δεν χρειάζεται τους κρατικούς μηχανισμούς για να αναπτύσσεται, η αστική όμως δεν συντηρείται χωρίς την φροντίδα της Πολιτείας.
Και μη μου πείτε «γιατί τώρα», που έχουμε αυτόν τον πόλεμο με την αρρώστια. Ο Κουν και οι συνεργάτες του, όταν έφτιαξαν, μέσα στην κατοχή, το Θέατρο Τέχνης δεν εμποδίστηκαν από το «Τώρα» τους. Αντίθετα, σκέφτηκαν «Ακριβώς τώρα. Πρέπει Τώρα».
ΥΓ. Το κείμενο αυτό γράφεται σε πείσμα της πρωτοφανούς κρίσης και της συνεχιζόμενης αναστολής λειτουργίας των θεάτρων.
Ας αντισταθούμε με ιδέες, που θα συμπληρώσουν τα φάρμακα.
Υγεία χωρίς πνευματικό μέλλον είναι μάλλον άχρηστη.
Ουτοπικά όνειρα, ίσως γίνουνε πυξίδα για να νέα ταξίδια, που έχει ανάγκη ο νους και η ψυχή του ανθρώπου.
(Οι φωτογραφίες από το αρχείο μου: Έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη για τα 100 χρόνια του Καρόλου Κουν, το 2008 και από την έκθεση «Θέατρο Τέχνης 75 χρόνια, 75 αντικείμενα» στη Στοart Κοραή, το 2017.)