Ένα κοκκινωπό χάρτινο δεκάρικο
Στην Κάτω Ρούγα, μια γαγκελόπορτα καμαρωτή, καμαρωτή. Πίσω της, η στεγασμένη εμπασιά με τα μαυρισμένα μισοδόκια, κάτω από το δώμα με το λεπιδόχωμα. Ένας φεγγίτης στη νοτική πλευρά, ψηλά στον τοίχο, ανοιχτός, σαν πολεμίστρα. Στη βορεινή, ο φούρνος -με τον κούμο του από κάτω- και δίπλα, σε μια σούδα, το κοτέτσι. Έτσι ήτανε τη δεκαετία του πενήντα, το Φουρνόσπιτο του Φραγκιουδογιάννη, του προπάππου μου. Ημιυπαίθριο υπνωτήριο μιας κατσίκας και μιας προβατίνας. Ακόμη σώζονται στον νοτικό τοίχο οι πέτρινες δεματαρές. Από εδώ μπαινόβγαιναν καθημερνώς, οι ένοικοι του μέσα σπιτιού. Ο παππούς ο Κωσταδιός, η γιαγιά η Μαριγώ κι η θειά η Ανδρονίκη, αλλά και το μουλάρι με τη γαϊδούρα τη μάνα του, δυο αγελάδες, η προβατίνα και η κατσίκα. Κάποτε-κάποτε ακολουθούσαν τα κατσικάκια της κατσίκας, τα αρνιά της προβατίνας και το μοσχαράκι της μιας αγελάδας. Δεν τις θυμάμαι ποτέ να γέννησαν μαζί κι οι δυο. Όλοι, για να μπούνε στη εσωτερική αυλή προς τ’ ανατολικά, περνούσαν κάτω από το θύρωμα με την τρύπα στο ανώφυλλιο, που ήτανε κρυμμένο το χαρκιαδένιο κλειδί της πόρτας της κλήρης. Αμέσως μετά το θύρωμα, τα ζωντανά κατέβαιναν προς τα δεξιά δυο σκαλοπάτια για το αχύρι κι οι άνθρωποι ανέβαιναν στ’ αριστερά δυο σκαλοπάτια για να μπούνε, από την πόρτα με το πανωπόρτι, στην κλήρη, το μόνο δωμάτιο του σπιτιού, που ήτανε συγχρόνως και τραπεζαρία και κουζίνα και καθιστικό, με το πατητήρι στην μια βορεινή γωνιά, απέναντι απ’ την πόρτα, και στος βάθος διαγωνίως-του η παραστιά, κάτω από το καμιναδόξυλο της καμινάδας με ένα μισοπίθαρο στην κορυφή της, καθισμένο στο δώμα. Γύρω τριγύρω οι χτιστές πεζούλες που κάποτε κοιμόντουσαν εφτά παιδιά. Ο Κωσταδιός με τη Μαριγώ κοιμόντανε παραμέσα στο μαγατζέ, σ’ ένα αχυρένιο στρώμα πάνω σε στρίποδα, μαζί με τα πιθάρια, τις μίνες των κουνελιών και το πιθαράκι με το λαδοτύρι, που πλιο παλιά, πριν γίνει μαγατζές, ήτανε η κλήρη του Φραγιουδογιάννη, του πατέρα του Κωσταδιό.
Στην πρώτη κλήρη, με πάτωμα πατητό από βουτσές και λεπίδα, γυαλισμένο από τα πολλά σκουπίσματα με τη φοινοκαλένια σκούπα, ήτανε, δίπλα στο πατητήρι, μια πεζούλα, η μεγάλη, που χτίστηκε για να κρατάει τα βορεινά θεμέλια κι απέναντι της ο σταμνοστάτης πάνω από τον πέτρινο νεροχύτη και στο πάτωμα ο λάκκος για το τυρί της κουρούπας. Παραδίπλα ένα τραπέζι με τα στραβά ποδάρια του κι από πάνω του ο φεγγίτης, ίδιος με του φουρνόσπιτου, αλλά με κούφωμα για να κλείνει. Δίπλα στην παραστιά, οι δυο μικρές πεζούλες. Στη μια, την πιο μικρή καθότανε με το που νύχτωνε πάντα ο Κωσταδιός, για να συμπαίνει τη φωτιά. Στην άλλη μεριά της παραστιάς -κάτω από μια θυρίδα– η άλλη πεζούλα, που ήτανε πλιο μεγάλη, όπου πέθανε καθιστός ο Κωσταδιός, ένα μεσημέρι Ιουνίου, την ώρα που η Ανδρονίκη λουζότανε στο βρασκί στην αυλή κι εγώ με τη Μαρία της Γιωργίας κουβεντιάζαμε στο φουρνόσπιτο, με ανοιχτή τη γαγκελόπορτα, να κάνει ρεύμα.
Και τι δεν είχε ζήσει εκείνο το φουρνόσπιτο, πόσες βεγγέρες των ανθρώπων παρέα με τα μηρυκαστικά, πόσες ξεφουρνιές με το ζυμωτό ψωμί, που έμπαινα στο φούρνο εγώ για να βγάλω τα παξιμάδια. Πόσα γαμοκούλουρα κι εφτάζυμα, πόσες χαρές και πόσες λύπες. Από εκείνο το φουρνόσπιτο περάσανε ένα πρωί τη μιαν αγελάδα, κρεμασμένη σε ένα μισοδόκι ανάποδα, όταν εψόφησε τη νύχτα μέσα στο σταύλο και τους είπε η Μαριγώ τη μαντινάδα, “Ψηλά-ψηλά βαστάτε την να μην αγγίζει χάμαι κι απής γιαγύρετ´ επαδά θα ιδείτε σεις ιντά ‘μαι.”
Και μια χρονιά, Χριστούγεννα του ’60 θα ήτανε, προβέγγερο, καθόντανε εκειδά, γύρω τριγύρω στο φουρνόσπιτο, με το φως του λύχνου, που κρεμότανε στο λυχνοστάτη, ο Κωσταδιός κι η Μαριγώ, κι η Ανδρονίκη, ο Ζαχάρης, (ο πατέρας μου), κι ο Γληγόρης με την Αναστασώ, μπορεί να ήτανε και η Σαριδοχρυσή με το Γιωργάκη του Σαρδογληγόρη κι η Κατσουγκραντώναινα εξάπαντος κι η Κωστούλα με το Μιχάλη του Μιχαηλογιάννη κι η βαφτισιμιά του Κωσταδιό η Μιχαηλογιάννενα, μπορεί να ήτανε κι οι Ριζικιανοί με τη Ροδαμιά, -δεν θυμούμαι- και ήρθανε μασκαράδες, νεαροί, όλοι ντυμένοι γυνακεία, τόσο καλά μασκαρεμένοι, που ήτανε αδύνατο να τους αναγνωρίσεις, όσο κι αν η ομήγυρις ματαίως τους προκαλούσε να μιλήσουν, για να τους μαρτυρήσει η φωνή τους, εκείνοι όμως άντεχαν σθεναρώς και δεν εμίλησαν, μόνο τραγουδούσαν με κραυγές και παραφωνίες για να μην προδοθεί η ταυτότητά τους· έκαναν την επίσκεψή τους, τους τρατάρανε, δεν ενθυμούμαι τι φαγώσιμο, με μια ρακί κι ένα κρασί, κατά το έθιμο, ευχήθηκαν αυτοί και αποχώρησαν να πάνε σε άλλο σπίτι. Αλλά, πριν φύγουν, έβγαλε ο πατέρας μου και τους εφιλοδώρησε ένα κοκκινωπό χάρτινο δεκάρικο, το πήρε ένας κι έφυγαν. Και συνεχίστηκε η βεγγέρα, μέχρι που αρχίσανε να φεύγουν ένας-ένας οι βεγγεριστάδες και μείναμε οι της οικογενείας να δειπνήσωμε στην κλήρη, μέρες γιορτινές. Κι ήταν το δείπνο κουνέλι τηγανητό, χόρτα βραστά κι ελιές παστές από το πιθαράκι, βρεγμένο παξιμάδι, το τυροζούλι της Μαριγώς, που τόχε πήξει με το συκόγαλο και κρασί του Κωσταδιό από το αμπέλι στο Σπιτάκι.
Εκείνο το χάρτινο δεκάρικο, ποτέ δεν θα το ξεχάσω.