You are currently viewing ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ Ίλζε Άιχινγκερ

ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ: ΠΟΡΤΡΕΤΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ Ίλζε Άιχινγκερ

 Ίλζε Άιχινγκερ, ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ, μετάφραση – επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Ροές / Λογοτεχνία.

Ξεφύλλισα το βιβλίο. Ένα βιογραφικό. Τα διηγήματα από τρεις συλλογές. Τα ποιήματα από τη συλλογή «Συμβουλή για Χάρισμα». Να κάνω πως δεν με ενδιαφέρει το βιογραφικό; Να συμφωνήσω με τον Ρολάν Μπαρτ:
«Ο συγγραφέας δεν με ενδιαφέρει ως ιστορική οντότητα – είναι μια αράχνη που μου προσφέρει τον ιστό της»;
Σύμφωνοι, αλλά η Ίλζε Άιχινγκερ γεννήθηκε το 1921. Επομένως μεγάλωσε μέσα στην επικράτεια του Χίτλερ. Αρνήθηκε τη γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας. Πίστευε μαζί με τον Μάουτνερ πως:
«Κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει τον άλλο. Αδέρφια, γονείς και παιδιά δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Βασικό μέσο της μη κατανόησης είναι η γλώσσα. Και για τους πιο απλούς όρους δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η ίδια λέξη αντιστοιχεί στις ίδιες παραστάσεις για όλους. {…} Εξαιτίας της γλώσσας τους οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν ποτέ να γνωριστούν μεταξύ τους.»
Συμμετείχε στην Gruppe 47. Στην ομάδα ανήκαν, μεταξύ άλλων, οι: Άρνο Σμιτ, Πάουλ Τσέλαν, Γκύντερ Γκρας, Μάρτιν Βάλζερ, Χανς Μάγκνους Έτσενσμπέργκερ, Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ, Χάινριχ Μπελ. Η φιλοσοφία της ομάδας διαπνέεται από ένα υπαρξιακό άγχος σ’ ένα κόσμο που δεν έχει νόημα. «Μία τάση αναχωρητισμού» ή «θεληματικής αδράνειας εκφράζεται απέναντι σε μια κοινωνία και μια κουλτούρα στην οποία κανείς δεν έχει πια εμπιστοσύνη.» Είναι που οι λογοτέχνες της μεταπολεμικής εποχής δεν αποφασίζουν να γίνουν επαναστάτες. Κάθονται περιβεβλημένοι με τη στολή του μεταρρυθμιστή (πώς μπορείς όμως να μεταρρυθμίσεις κάτι που σάπισε), ή του αναχωρητή που εκφράζεται με τις λέξεις ohne mich (χωρίς εμένα).

«Η γλώσσα δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί, τα ναζιστικά χρόνια και ο πόλεμος την είχαν κάνει βρόμικη. {…} Η καινούργια γλώσσα έμοιαζε με αγκομαχητό.», λέει ο Βίλφριντ Σνούρε.

Η Άιχινγκερ δεν πίστεψε ποτέ πως η γλώσσα του Χαίλντερλιν και του Γκαίτε, του Χάινε και του Κλάιστ, του Σίλλερ και του Λέσσινγκ, μπορεί να ξαναγραφτεί μετά το κόψιμό της από τους Ναζί. Μετά τον εκφυλισμό της από την προπαγάνδα τους. Έτσι, λίγο ώς πολύ, δεν της επιτρέπονταν να ακολουθήσει τις απόψεις της ομάδας, αν και την βράβευσαν νωρίς. Μετά από αυτό σάρωσε όλα τα βραβεία. Georg Trakl , Franz Kafka, κ.α.
Τα γερμανικά μετά τον Χίτλερ, γλώσσα σε νεκροφάνεια. Κομμένη γλώσσα. Γλώσσα με λεκέδες ανεξίτηλους. Λεκιασμένη γλώσσα.

 Πρώτον,

πρέπει να πιστέψεις

ότι έρχεται η μέρα

όταν βγαίνει ο ήλιος.

Και αν δε το πιστεύεις

πες ναι.

Δεύτερον

πρέπει να πιστέψεις

και μάλιστα με όλες σου τις δυνάμεις

ότι έρχεται η νύχτα

όταν βγαίνει το φεγγάρι

κι αν δε το πιστεύεις

πες ναι 

ή γνέψε υπάκουα με το κεφάλι

το δέχονται και αυτό. 

  Βιεννέζα. Δεκαεφτάχρονη τον καιρό του Anschluss. Αρχίζει το 1947, εγκαταλείποντας σπουδές ιατρικής, να γράφει. Είναι 26 ετών. Η χώρα της ακολουθεί τη μοίρα της Γερμανίας, της ηττημένης Γερμανίας. Εκλέγει καγκελάριο, αργότερα, τον σφαγέα των Εβραίων Κουρτ Βάλντχαϊμ, προηγουμένως Γ.Γ. του Ο.Η.Ε.. Σήμερα ακολουθεί ένα ακροδεξιό κατήφορο, με ένα ισχυρό ακροδεξιό κόμμα πάλι μετά την εποχή του Χάιντερ, ο οποίος είχε υποκινήσει διαδηλώσεις εναντίον της υποψήφιας, ακόμη τότε,  για βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας,  Ελφρίντε Γιέλινεκ.

’Ξύπνησε με τον ήλιο. Το φως έπεφτε στο πρόσωπό του, και τον ανάγκασε να ξανακλείσει τα μάτια του, ξεχυνόταν ανεμπόδιστο πάνω από τους θάμνους και σχημάτιζε ρυάκια, παρασύροντας στο πέρασμά του σύννεφα από κουνούπια που πετούσαν χαμηλά πάνω από το μέτωπό του, έκαναν κύκλους και προσπαθούσαν να προσγειωθούν προτού τα προλάβουν τα επόμενα κουνούπια. Όταν θέλησε να τα διώξει κατάλαβε ότι ήταν δεμένος. Ένα λεπτό, στριφτό σκοινί έκοβε τα μπράτσα του. Αφέθηκε να πέσει προς τα πίσω. Άνοιξε και πάλι τα μάτια του και κοίταξε το σώμα του. Τα πόδια του ήταν δεμένα ως πάνω στους μηρούς, το ίδιο σκοινί τυλιγόταν γύρω από τους αστραγάλους του, ανέβαινε χιαστή προς τα επάνω, τύλιγε τους γοφούς του, το στήθος και τα μπράτσα. Δεν μπορούσε να δει τον κόμπο που έδενε τις άκρες του σκοινιού και για πολύ ώρα νόμιζε, χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου ή ανυπομονησίας, ότι τα δεσμά του ήταν αψεγάδιαστα, ώσπου ανακάλυψε ότι το σκοινί άφηνε κενό ανάμεσα από τα πόδια του και ότι κρεμόταν μάλλον χαλαρά γύρω από το σώμα του. Και τα χέρια του, δεν τα είχαν δέσει πάνω στο κορμί αλλά μονάχα μεταξύ τους, είχαν περιθώριο κίνησης. Η ανακάλυψη αυτή τον έκανε να χαμογελάσει και για μια στιγμή του ήρθε η ιδέα ότι ίσως είναι παιδιά που ήθελαν να του κάνουν ένα αστείο.’’

«Όλα τα ναζιστικά και φασιστικά βιβλία χρησιμοποίησαν ένα απογυμνωμένο λεξιλόγιο και ένα στοιχειώδες συντακτικό για να περιορίσουν τα όργανα της σύνθετης και κριτικής συλλογιστικής», λέει ο Ουμπέρτο Έκο στη 14η θέση του, σ’ ένα άρθρο του για τον αιώνιο φασισμό, τον φασισμό που επιστρέφει, κι εγώ που νόμιζα πως δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή η αιώνια επιστροφή. Αν είναι αλήθεια πως η ελευθερία του λόγου είναι απαλλαγμένη από τη ρητορεία, τότε η Ίλζε Άιχινγκερ δεν υπήρξε θύμα της. Δεν αναπαρήγαγε κανενός είδους λαϊκιστικά πρότυπα ή στερεότυπα, δεν έκανε κανενός είδους παραχωρήσεις, δεν πίστεψε πως υπάρχει γιατρειά για την κομμένη γλώσσα. Μια γλώσσα κομμένη από τη ρίζα της δεν μπορεί να ξανακοπεί. Γι’ αυτό η Άιχινγκερ περίμενε στη γωνία Κάφκα και Μπάχμαν, εκεί ακριβώς που είχε ένα ραντεβού με τον Γκύντερ Άιχ.

[Αυτό είναι το σκουφί μου

αυτό είναι το παλτό μου

εδώ τα ξυραφάκια μου

στο πάνινο σακκούλι.

Κουτί κονσέρβας:

το πιάτο μου

το κύπελλο

έχω χαράξει

τ’ όνομα  στον  τενεκέ.

Έχω χαράξει εδώ με τούτο

το πολύτιμο καρφί

που από μάτια

αρπακτικά το προφυλάσσω.

Μεσ’ στο ταγάρι είναι

δυο κάλτσες μάλλινες

και κάτι, που εγώ

δεν το αποκαλύπτω σε κανέναν

έτσι αυτό μου χρησιμεύει

μαξιλάρι για τη νύχτα

το χαρτόνι εδώ χωρίζει

εμένα απ’ τη γη.

Τη μύτη από μολύβι

αγαπάω πιο πολύ:

τη μέρα γράφει στίχους

που ’χω τη νύχτα επινοήσει.

 Αυτό είναι το μπλοκάκι μου

ετούτη η σκηνή μου

αυτή ‘ναι η πετσέτα μου

ετούτη η κλωστή μου.

[Το ποίημα είναι του Γκύντερ Άιχ (1907-1972) και είναι γραμμένο το 1945.] Η μετάφραση είναι του Αντώνη Τριφύλλη.

H Άιχινγκερ έγραψε όσο πιο καθαρά μπορούσε Schlechte Woerter (Κακές λέξεις). Ερμητικά διηγήματα και ποιήματα, που «σπάνε τη μέσα μας παγωμένη θάλασσα», όπως ήθελε ο Κάφκα, να είναι «τα βιβλία που πραγματικά χρειαζόμαστε». Οι λέξεις της δεν πνίγονται στο νερό, μας αφήνουν με μια στυφή γεύση, όπως όταν σκας με τα δόντια σου σπόρους ροδιού που αρνήθηκαν να γλυκάνουν. Σπόροι ροδιού κλεισμένοι σε δερμάτινο περίβλημα όλοι μαζί, κι όταν χύσουν τον χυμό τους, βάφουν τις επιφάνειες ανεξίτηλα. Δύσκολη η επικοινωνία με την Άιχινγκερ. Μερικά διηγήματά της είναι σχεδόν αυτιστικά κλεισμένα στον εαυτό τους. Αν το τύμπανο του αυτιού τού αναγνώστη δεν είναι ασκημένο, δεν θα ακούσει το η «γλώσσα μου και εγώ», αφού μάλιστα   δεν κάνει καμία προσπάθεια να ακουστεί.

Η γλώσσα μου έχει μια κλίση προς τις ξένες λέξεις. Την επιλέγω, την φέρνω από μακριά. Είναι όμως μια μικρή γλώσσα. Δεν φτάνει μακριά. Τριγύρω, γύρω μου, πάντα τριγύρω και ούτω καθεξής. Παρά τη θέλησή μας, προχωρούμε. Στο διάβολο να πάμε, της λέω κάποιες φορές, γυρίζει, δεν απαντά, μας αφήνει να συμβαίνουμε. Μερικές φορές εμφανίζονται συνοριοφύλακες. Τα διαβατήριά σας; Περνάμε, μας αφήνουν να περάσουμε.

Τα κατάφερε. Μιλώντας για τη γλώσσα της και πριν μιλήσει για την Κοκκινοσκουφίτσα δίνοντας μια χειμερινή απάντηση στην Άνοιξη του παραμυθένιου τοπίου της παιδικής ηλικίας.        

Ο κόσμος είναι από το υλικό

Που απαιτεί παρατήρηση:

Δεν υπάρχουν πια μάτια

να βλέπουν τα λευκά λιβάδια

αυτιά, να ακούν το βουητό των πουλιών

στα κλαδιά.

Γιαγιά, πού πήγαν τα χείλη σου

να γευτούν το χορτάρι

και ποιος θα μας μυρίσει τον ουρανό ως το τέλος

ποιανού μάγουλα θα πληγιάσουν σήμερα, ακόμα

καθώς τα τρίβει πάνω στους τοίχους του χωριού;

δεν είναι σκοτεινό το δάσος

που βρεθήκαμε;

Όχι, γιαγιά, δεν είναι σκοτεινό

το ξέρω, έζησα πολύ καιρό

με τα παιδιά στην άκρη του

και ούτε ένα δάσος.

Η Άιχινγκερ πιστεύει στη δύναμη της γραφής. Πιστεύει στον ρόλο του συγγραφέα:

«Εκείνος που γράφει είναι εκείνος που δίνει συμβουλές, που δεν οδηγούν στην καταστροφή αλλά στην αφύπνιση.»

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.