Θα έρθει μια μέρα
Σκιές πάνω σε ξένη γη /σκιές τριαντάφυλλα /μέσα σε ξένα νερά /
ο ίσκιος μου.
Αλλαγμένη η σειρά των στίχων. Ωστόσο το ξένη στο θηλυκό, πάντα, κυριαρχεί. Και οι σκιές. Ο ίσκιος στο τέλος. Όπως και στην κανονική σειρά των στίχων. Ο ίσκιος της. Λίγο η ηρωίδα του ποιήματος «Σκιές τριαντάφυλλα σκιές», λίγο η ίδια η ποιήτρια. Η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν από το Κλάγκενφουρτ, στο νότο της Αυστρίας.
Την ημέρα, τη νύχτα μάλλον που κάηκε ζωντανή στο διαμέρισμά της, από αναμμένο τσιγάρο πάνω στο στρώμα, ήταν 47 ετών.
Κάτω από έναν ξένο ουρανό / σκιές τριαντάφυλλα /σκιές
πάνω σε μια ξένη γη /ανάμεσα σε τριαντάφυλλα και σκιές
μέσα σε ξένα νερά /ο ίσκιος μου.
Οι στίχοι, αυτή τη φορά, στην κανονική τους σειρά.
Οι λέξεις και οι στίχοι. Έτσι ώστε να παράγουν νόημα. Αν το επιδιώκουν δύο πρόσωπα. Ο συγγραφέας και ο αναγνώστης τους.
Κεφάλια στη σειρά. Σειρές κεφαλιών. Το πίσω μέρος τους. Ακούν μια γυναίκα με φαρδύ μέτωπο – ένδειξη ευφυΐας λένε – να διαβάζει. Ύστερα, στο διάλειμμα, γελά. Δυνατά. Δείχνοντας τα κατάλευκα δόντια της. Αμηχανία; Πάντως σιγουριά δεν ήταν.
Κατά βάθος ο καθένας είναι μόνος του με τις αμετάφραστες σκέψεις του και τα αμετάφραστα αισθήματά του, είχε πει το 1972. Ένα χρόνο περίπου πριν πεθάνει. Για την ακρίβεια, πριν καεί ζωντανή. Οι άλλοι εύχονταν να μην είναι μέσα. Αλλά τελευταία δεν έλειπε και πολύ τα βράδια. Εγκαύματα που δεν επουλώθηκαν. Υπέφερε από τις 26 Σεπτεμβρίου ώς τις 17 Οκτωβρίου του 1973.
Όποιος πασχίζει να γδάρει τη γη
Βρίσκει αυτούς της άλλης γης από κάτω. Ακουμπά στο αφτί ένα μεγάλο σύννεφο για κοχύλι και ακούει έναν ήχο μόνο. Και αυτά τα λόγια που διάβηκαν μέσα του : «One whose name was writing water».
Ο στίχος του Κητς. Και πλάι ένας δύο δικοί της. Χωρίς πλοκή. Χωρίς περίπλοκες περιγραφές συναισθημάτων. Ποιητική γραφή που πάλλεται. Στα πεζά της ωστόσο οι φράσεις της δεν είναι ελλειπτικές.
«Υπήρξε μία συγκεκριμένη στιγμή που κομμάτιασε την παιδική μου ηλικία. Η παρέλαση των στρατευμάτων του Χίτλερ στο Κλάγκενφουρτ». Το Anschluss του 1938. Το τέλος της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, προοίμιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γνωρίζει τον Πάουλ Τσέλαν. Ερωτεύονται. Χωρίζουν. Αυτός εγκαθίσταται στο Παρίσι. Λιγότερο από είκοσι χρόνια αργότερα πνίγεται εκουσίως στο Σηκουάνα. Ο έρωτάς τους ανολοκλήρωτος δεν τελειώνει ποτέ: «…δυο χιλιάδες χρόνια θα διαβούν και δεν θα μας απομείνει τίποτα… / τι έγινε το αιώνιο φως σου;… μέσα από σκόνη και άχυρα των σύννεφων / του λούνα παρκ η τεράστια ρόδα σέρνει τον μανδύα που αποσκέπαζε τον έρωτά μας.» («die Gestundete Zeit»)
Γνωρίζεται με τη σημαντική συγγραφική ομάδα Grouppe 47, όπου συμμετέχει μαζί με το ανφάν γκατέ της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Τους λέει για έναν φτωχό ποιητή που ζει στο Παρίσι και γράφει εκπληκτικά ποιήματα. Τον Τσέλαν. Δημοσιεύουν στο περιοδικό τους τη «Fuga θανάτου» (για τον μάστορα από τη Γερμανία). Δεν κάνει και καμιά σπουδαία εντύπωση. Αντίθετα με την ποίηση εκείνης.
Μετά, η πολύχρονη ερωτική σχέση με τον Μαξ Φρις, τον σπουδαίο Ελβετό γερμανόφωνο συγγραφέα, από την οποία βγαίνει καταρρακωμένη. Κάνει διάφορα ταξίδια. Εγκαθίσταται σε ευρωπαϊκές πόλεις. Συμμετέχει σε σεμινάρια. Αναγνώσεις έργων της. Βραβεύεται. Κάνει ραδιόφωνο. Γράφει λιμπρέτα, θεατρικά, πεζά και ποιήματα. Ό, τι λίγο – πολύ κάνει κάθε συγγραφέας. Αλλά τι είναι γι’ αυτήν ένας συγγραφέας; Είναι «ένας παράξενος, ιδιόρρυθμος τρόπος να ζει κανείς. Ακοινώνητος, μοναχικός, καταραμένος, κάτι σαν κατάρα. Και μόνο ό, τι δημοσιεύει κανείς σε βιβλίο βρίσκει τον δρόμο προς ένα εσύ.»
Εγκαθίσταται κάποια στιγμή στη Ρώμη. Της αρέσει να κυκλοφορεί στην πόλη. Αλλά όταν μπαίνει στο δωμάτιο – στο δικό της δωμάτιο, είναι σαν να βρίσκεται στη Βιέννη, από την οποία πρέπει να είναι μακριά για να γράφει στη μητρική της γλώσσα. Τα γερμανικά. Νιώθει στη Ρώμη σαν να είναι η μισή στη Βιέννη.
«Τodesarten» (τρόποι θανάτου). Δεν προλαβαίνει να το ολοκληρώσει. Ο δικός της θάνατος, και ο τρόπος του, πρόλαβε όλους τους άλλους. Θάνατος από ατύχημα(;) Να καείς, και πριν παραδώσουν το πτώμα σου στην πυρά, να έχεις υποστεί εγκαύματα θανατηφόρα.
Γελούσε δυνατά. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί. Όπως εκείνη δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι εκείνο που αποκαλούμε ζωή: «Η ζωή είναι να διαβάζω μια σελίδα που διάβασες εσύ, ή πάνω από τους ώμους σου να σε κοιτάζω πώς διαβάζεις, να διαβάζω κι’ εγώ μαζί σου και τίποτε πια να μην ξεχνώ, γιατί και συ δεν ξεχνάς τίποτα. Ζωή είν’ ακόμα να τριγυρνώ σ’ αυτό τον κενό χώρο όπου όλα έχουν θέση, ένας δρόμος προς το Glan και οι δρόμοι κατά μήκος τους Gel…
Malina: Τι είναι ζωή;
Εγώ: Είναι αυτό που δεν μπορεί να ζήσει κανείς.
Malina: Τι είναι αυτό;
Τα λόγια της Malina λέει μια Γαλλίδα, η υπέροχη Ιζαμπέλ Υπέρ, στην ταινία που γύρισε πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημά της ο Βέρνερ Σρέτερ. Ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών. Ο καπνός του να θολώνει τα μάτια της, ενώ αυτή επαναλαμβάνει την ερώτηση ’τι είναι ζωή; ‘
Παρανάλωμα της φωτιάς από μια αναμμένη καύτρα που κύλησε πάνω στην εύφλεκτη ύλη του τόπου των ονείρων της. Έψαχνε το βάθος, ποθούσε την καθαρότητα και την ευωδία του αιθέρα, μήπως και της φανερωθεί η ουσία και το νόημα. Έψαχνε: «Ο έρωτας οδηγεί στην πιο βαθιά μοναξιά. Αν είναι μια κατάσταση εκστατική, τότε δεν είναι σε θέση κανείς να μπορεί να κινηθεί μέσα στον κόσμο. Δεν βλέπει πια κανείς τον κόσμο με τα μάτια των άλλων.»
Ίσως ο Πέτερ Χάντκε, Αυστριακός εγκατεστημένος στο Παρίσι, οιονεί αυτοεξόριστος, από μια πατρίδα που τους μεγάλωσε και τους έδιωξε, να ένιωθε αυτό το αεράκι ενός ευτυχούς λυρισμού να πνέει ανάμεσα στις φράσεις της. Όπως κι’ εκείνη, έζησε και ερωτεύτηκε και έγραψε και είδε πολλών ανθρώπων άστεα. Γνώρισε τη μυρωδιά των ανθρώπων, εκεί, στο μπαλκόνι της στη Ρώμη.
«Πλούσιος είναι κανείς όταν κατέχει κάτι που είναι πάνω απ’ τα υλικά αγαθά. Και δεν πιστεύω στον υλισμό, σ’ αυτή την καταναλωτική κοινωνία, στον καπιταλισμό, σ’ αυτή τη φρίκη, σ’ αυτόν τον πλουτισμό των ανθρώπων που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να πλουτίζουν εις βάρος μας. Αλήθεια, πιστεύω σε κάτι που το ονομάζω ‘θα έρθει μια μέρα’. Και μια μέρα θα έρθει αυτό. Ναι, ίσως δεν θα έρθει, γιατί πάντα μας το κατέστρεφαν, εδώ και τόσες χιλιάδες χρόνια μάς το καταστρέφουν. Δεν θα έρθει, κι όμως πιστεύω σ’ αυτό. Γιατί αν δεν μπορώ πια να πιστεύω δεν θα μπορώ μήτε να γράφω πια.», έλεγε λίγους μήνες πριν πεθάνει στο τελευταίο της ταξίδι, στην Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά, η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν δεν μιλά για ιδέες αλλά γι’ ανθρώπους. Για τις ζωές που θέλουν να ζήσουν, για τις μέρες που θέλουν να γευτούν.
Μην κοιτάξεις πίσω σου./ Δέσε το κορδόνι στα παπούτσια /Διώξε τα σκυλιά.
Ρίξε τα ψάρια στη θάλασσα. /Σβήσε τα λούπινα. / Έρχονται δύσκολες μέρες.