Έχει μπει πια το 1960. Ο Καμύ διανύει τις πρώτες ημέρες του, σ’ ένα χωριό μακριά απ’ το Παρίσι – συνήθιζε πάντα να ταξιδεύει, να «φεύγει»- πόσο μάλλον όταν ήθελε να γράψει. Επιστρέφει στο Παρίσι με τον Μισέλ Γκαλιμάρ, αλλά κοντά στο Μοντερό το αυτοκίνητο φεύγει από το δρόμο και προσκρούει σ’ ένα πλάτανο. Ο Καμύ σκοτώνεται επί τόπου και μετά από λίγες μέρες πεθαίνει και ο Γκαλιμάρ. Είναι δύο παρά πέντε το μεσημέρι της 4ης Ιανουαρίου.
Ο γεννημένος στην Αλγερία το 1913 Καμύ, είναι μόλις 47 ετών. Είχε πει κάποτε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από το θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο σε θάνατο σε τροχαίο ατύχημα. Στην τσάντα του βρίσκεται το ημιτελές χειρόγραφο του βιβλίου του «Ο Πρώτος Άνθρωπος». Η μητέρα του, μια αναλφάβητη γυναίκα που ξενοδούλευε για να μεγαλώσει τα παιδιά της, θα πει συντετριμμένη, «τι κρίμα τόσο νέος». Οι γιατροί είχαν προβλέψει τον θάνατό του εξαιτίας της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε από τα νιάτα του.
Εκτός από την μανία του να «φεύγει» με την κυριολεκτική και την μεταφορική σημασία της λέξης, πίστευε μαζί με τον Μπωντλαίρ πως έπρεπε να είχε περιληφθεί στα «Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη» το δικαίωμα να φάσκεις και να αντιφάσκεις, και το χρησιμοποίησε κατά κόρον: υπήρξε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, για μικρό διάστημα στην νεότητά του, σφοδρός αντικομμουνιστής και αντισιοβετικός μεταπολεμικά, φίλος του Σαρτρ και αντίπαλός του στην συνέχεια, εθνικιστής και υπερασπιστής της πατρίδας του, της Αλγερίας, πρώτα και μετά τη ρήξη υπερασπιστής του Γαλλικού Κράτους αργότερα, όταν άρχισε ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας.
Ήταν άνθρωπος με πολλές συναφείς και παράλληλες ιδιότητες και δραστηριότητες: δημοσιογράφος, διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, διανοούμενος, βαθιά πολιτικοποιημένος, θεατράνθρωπος, (δραματουργός, σκηνοθέτης, ηθοποιός), επιμελητής κειμένων και διορθωτής (Γκαλιμάρ)
Τα θέματα που τον απασχόλησαν αποτυπώθηκαν με κατηγορηματικό τρόπο στους τίτλους των έργων του: «Ξένος», «Πτώση». Η «Εξορία και το Βασίλειο» – ένα είδος «Θείας Κωμωδίας» χωρίς Καθαρτήριο – «Σίσυφος» και (ο μύθος του), «Ευτυχισμένος θάνατος», «Επαναστατημένος Άνθρωπος». Μόλις μία ή δύο λέξεις σαν τίτλοι φιλοσοφικών έργων. Σ’ αυτά παρουσιάζει πάντα μία κοσμοθεωρία, αυτήν του παραλόγου.
«Ζω σημαίνει αφήνω το παράλογο να ζήσει», εννοώντας ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε το παράλογο, αλλά να επιδιώξουμε να ζήσουμε μ’ αυτό. Οι ήρωές του – αντιήρωες καλύτερα – βιώνουν το παράλογο ευρισκόμενοι σε κατάσταση έντασης και οδύνης αλλά και διαύγειας. Η μεγαλύτερή τους δύναμη είναι ότι προτιμούν την έρημο του παραλόγου παρά το χάος και την σύγχυση του ορθολογισμού.
Ο Μερσώ, κοινός ήρωας του «Ξένου» και του «Ευτυχισμένου θανάτου», ζει στο σύνορο πραγματικότητας και μύθου. «Καταδικάζεται γιατί δεν τηρεί τους κανόνες», λέει ο ίδιος ο Καμύ. «Είναι ξένος στην κοινωνία που ζει», στα περίχωρα της ιδιωτικής μοναχικής αισθησιακής ζωής. Ο Μερσώ καταδικάζεται σε θάνατο, γιατί αρνείται να πει ψέματα, αρνείται να κρύψει τα συναισθήματά του, έτσι που η κοινωνία νιώθει πως απειλείται. Είναι ένας φτωχός γυμνός άνθρωπος που αγαπά «έναν ήλιο που δεν αφήνει σκιές».
Ο Μερσώ μοιάζει με τον Γιόζεφ Κ.της «Δίκης» του Κάφκα, ο οποίος οδηγείται σε μια δίκη χωρίς να του απαγγέλλεται το κατηγορητήριο και χωρίς στη διάρκεια της διαδικασίας να ξεκαθαρίζει ποτέ ποια είναι η ενοχή του. Δολοφονείται σαν το σκυλί. Παρομοίως ο Μερσώ ανεβαίνει στο ικρίωμα. Δεν γνωρίζουμε τι κατηγορία τον βαραίνει. Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας του «Ξένου» αφιερώνει ένα δοκίμιο στον συγγραφέα της «Δίκης» που επιγράφει «για την ελπίδα και το παράλογο στο έργο του Φραντς Κάφκα».
Στα «Σημειωματάριά» του, ένα είδος ημερολογίου όπου υπάρχουν και αρκετά χωρία από έργα του, γράφει στα 1939, «Η ιστορία του ετοιμοθάνατου Ζαρύ που τον ρώτησαν τι ήθελε. ‘’Μια οδοντογλυφίδα’’. Του την έδωσαν, την έβαλε στο στόμα του και πέθανε ικανοποιημένος. Αλίμονο, γελάμε μ’ αυτό και κανείς δεν βλέπει το φοβερό μάθημα. Τίποτα περισσότερο από μία οδοντογλυφίδα, τίποτα άλλο από μία οδοντογλυφίδα, μόνο μία οδοντογλυφίδα: ιδού όλη αυτή η αξία αυτής της συναρπαστικής ζωής.»
Ποιος άλλος, παρά αυτός που είχε βαλθεί να αναλύσει το πρόβλημα του παραλόγου μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τον παραλογισμό της τελευταίας επιθυμίας αυτού του αδιόρθωτου Αλφρέ Ζαρύ;
O «Ξένος», το θεατρικό έργο ο «Καλιγούλας» και ο «μύθος του Σίσυφου» (δοκιμιακό έργο πάνω στο παράλογο), είναι μια επιτυχημένη άτυπη τριλογία που συντέθηκε ανάμεσα στα 1942 – 1946.
Πρωιμότερος ο «Ευτυχισμένος Θάνατος»( 1938), αν και έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρωτόλειου, ωστόσο προαναγγέλλει τον «Ξένο»:
«Ξύπνησε ιδρωμένος, στραπατσαρισμένος, στριφογύρισε για λίγο στο δωμάτιο. Άναψε ύστερα τσιγάρο και κάθισε δίχως να σκέφτεται τίποτα, κοίταξε τις ζάρες του τσαλακωμένου παντελονιού του. Στο στόμα του ανακατευόταν όλη η πικρίλα του ύπνου και του τσιγάρου. Ολόγυρά του, η μέρα του νωθρή και άτονη πάφλαζε, θαρρείς και ήταν βούρκος».
Και στον «Καλιγούλα», άλλον έναν παράλογο ήρωα, λέει, «αντίο, επιστρέφω στην Ιστορία όπου με κρατούν φυλακισμένο εδώ και τόσο καιρό αυτοί που φοβούνται ότι αγαπούν υπερβολικά».
Η «Πανούκλα» (1947) είναι ένα προγραμματικό έργο, που και σ’ αυτό ο συγγραφέας του προσπαθεί να περάσει τις ιδέες του και γι’ αυτό μάλλον αποτυγχάνει τον στόχο του. Σ’ αυτό αναφέρεται στις εμπειρίες του από την κατοχή και την Αντίσταση και διαδραματίζεται στο Οράν της Αλγερίας. Ήρωές του είναι ένας γιατρός και ένας δημοσιογράφος. Η «Πανούκλα» τελειώνει σαν τον «Καλιγούλα», προειδοποιώντας ότι ο βάκιλος που περιέχει μπορεί να μείνει κοιμισμένος για χρόνια «στα έπιπλα και στα ρούχα» και μπορεί πάλι μια μέρα ‘’να ξυπνήσει τα ποντίκια της και να τα στείλει να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πόλη’’. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα αλληγορικό κήρυγμα με όλες τις αδυναμίες που προϋποθέτει το είδος και θυμίζει αρκετά τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο.
Η «Πτώση» (1956) είναι ένας σχοινοτενής μονόλογος ενός πρώην δικηγόρου που ονομάζει τον εαυτό του μετανοούντα κριτή. Η νουβέλα αυτή είναι ένα παιχνίδι με καθρέφτες, όπως υποστήριξε ο ίδιος ο συγγραφέας του. Η ειρωνεία του είναι στυφή και οδυνηρή, ενώ προεξέχει ο έλεγχος της συνείδησης.
Επαναστατημένος είναι ο Άνθρωπος που λέει όχι. Είναι δηλαδή ένας άνθρωπος που σε «όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές» και ξαφνικά κρίνει απαράδεκτη μια νέα προσταγή. Πρόκειται για την εισαγωγή του πολύκροτου δοκιμίου του «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» (1951) . Αυτός που λέει όχι, ο εξεγερμένος άνθρωπος δηλαδή, θυμίζει το αντίστοιχο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το ογκώδες αυτό δοκίμιο, μας λέει ένας μελετητής του, ο Ζαν Πλιμιέν, δεν είναι πολύ πρωτότυπο βιβλίο . « Ο Ζοζέφ ντε Μεστρ στο «Θεωρήσεις για τη Γαλλία», ο Ιππόλυτος Ταιν στο «Καταγωγή της σύγχρονης Γαλλίας», και Μαξ Σέλλερ στον «Μνησίκακο Άνθρωπο» είχαν προηγηθεί. Και ας μη μιλήσουμε για τον Φρόυντ, που στο «Τοτέμ και Ταμπού» είχε δείξει πως η άρνηση του νόμου του Πατέρα οδηγεί στην βασιλεία του Υπερεγώ που καταστρέφει». Το έργο έπεσε σαν βόμβα στο πολιτικοφιλολογικό κλίμα του Παρισιού της εποχής προκαλώντας τεράστιο σκάνδαλο. Για καιρό δεν υπήρχε άλλο θέμα συζήτησης στα μπιστρό του Σαιν Ζερμέν ντε Πρε από τον τσακωμό του Καμύ και του Σαρτρ, αφού το βιβλίο χτυπούσε τον μαρξισμό, τον κομμουνισμό, και το σοβιετικό κράτος. Πρόκειται για ένα χρονικό εξεγέρσεων και εξεγερμένων: από τον Σαρτρ στον Νετσάγιεφ και διαμέσου των δανδήδων και των σουρεαλιστών του Στίρνερ, του Νίτσε, του Λωτρεαμόν και άλλων, μας λέει πως οι θεοκτόνοι, οι βασιλοκτόνοι και οι μηδενιστές χρησιμοποιούν την τρομοκρατία αντικαθιστώντας το παλιό καθεστώς με ένα ενισχυμένο κράτος.
Ο Σαρτρ τον Αύγουστο του 1952 έγραφε στο περιοδικό του «Μοντέρνοι Καιροί»: «Η φιλία μας δεν ήταν εύκολη, αλλά θα την νοσταλγήσω… η φιλία πάει να γίνει ολοκληρωτική, χρειάζεται η συμφωνία σε όλα ή ο τσακωμός… Έχετε ξεπεράσει με σκληρότητα κάθε μέτρο, κρύβοντας τις εσωτερικές σας δυσκολίες και αυτό ονομάζεται, θαρρώ, μεσογειακό μέτρο». Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν θιασώτης του αρχαιοελληνικού μέτρου και ταυτόχρονα – ω, της αντιφάσεως ! – ανορθολογικός. Ο ίδιος άνθρωπος, ο Σαρτρ, ελάχιστα χρόνια αργότερα, έγραψε την πιο ηχηρή νεκρολογία για τον φίλο που έφυγε νωρίς: «Ήταν ο σύντροφος των χρόνων της ελπίδας που το γυμνό του πρόσωπο γελούσε και χαμογελούσε τόσο καλά, ο νεαρός φιλόδοξος συγγραφέας, τρελός για τη ζωή, για τις ηδονές της, για τους θριάμβους της, για την συντροφικότητα, για την φιλία, για τον έρωτα, την ευτυχία. Ο θάνατος τον ανάσταινε (…) Ο Καμύ, όπως τον αγάπησα, αναδυόταν μέσα από την νύχτα, την ίδια στιγμή τον ξανάβρισκα και τον έχανα οδυνηρά. Πάντα, όταν πεθαίνει ένας άντρας, πεθαίνει ένα παιδί, ένας έφηβος, ένας νέος, ο καθένας κλαίει αυτόν που του ήταν αγαπημένος».
«Ό,τι φράζει το δρόμο, μας κάνει να προχωρούμε», ισχυριζόταν στα «Σημειωματάρια» του. Έτσι, παρά τις φυγές και τις αντιφάσεις, κινήθηκε μια ζωή στο προσκήνιο γράφοντας σιωπηρά το έργο του χωμένος στο σκοτάδι του μεσημεριού. Ενεργώντας πότε ανατρεπτικά, πότε συντηρητικά, σαν ένας ηθικολόγος.
Στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», δηλώνει πως το «μυθιστόρημα γεννιέται την ίδια εποχή με το πνεύμα της εξέγερσης και εκφράζει, στο θέμα της αισθητικής την ίδια φιλοδοξία». Θεωρεί πως το μυθιστόρημα είναι μία άσκηση φυγής, και ο δημιουργός φιλοτεχνεί κλειστούς κόσμους και πρότυπα ολοκληρωμένα καθώς και ήρωες διαχρονικούς, ούτως ώστε ο αναγνώστης του μυθιστορήματος γίνεται και ο ίδιος φυγάς, προσωρινός φυσικά, γιατί επιστρέφει εκεί που διάλεξε να ζει και να υπάρχει. Διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα, καταφεύγει σ’ ένα κόσμο φυγής περίκλειστο που πολλές φορές είναι πιο σοβαρός και πιο σημαντικός, πιο ακαταμάχητος απ’ τον καθημερινό κόσμο. Ο Καμύ και ο Σαρτρ αποτέλεσαν ένα αξέχαστο δίδυμο, που κυριάρχησε στην φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική και λογοτεχνική ζωή της Γαλλίας για δύο δεκαετίες. Απονεμήθηκε και στους δύο το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο ο μεν Σαρτρ αποποιήθηκε, ενώ ο Καμύ θεώρησε ότι τον δικαίωνε. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο σαγηνευτικό, εύθικτο, ειλικρινή, ταπεινό αλλά και αλαζόνα. Εκείνο που πάντοτε επιθυμούσε ήτανε να τον αγαπούν. Κέρδισε εν ζωή την αναγνώριση και σήμερα μπορεί να πει κανείς ότι έχει εκατομμύρια πιστούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Κατά τον βιογράφο του Ολιβιέ Τοντ, «έδινε περισσότερα από όσα έπαιρνε. Ξοδευόταν αλόγιστα ως φίλος και ως εραστής». Ας μην ξεχνάμε πως ήταν τέκνο μιας αναλφάβητης γυναίκας και ενός αποθηκάριου και κατάφερε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.