«Αρνούμαι να ταφώ με την τελευταία μου πνοή. Απαιτώ την αθανασία!» αναφωνούσε ο Φώκνερ.
Θα πρέπει να έχεις κάνει κάτι σημαντικό για να απαιτείς την αθανασία, αφού όλοι ξεχνιούνται, όσο σημαντικοί κι αν είναι, μερικές εκατονταετηρίδες αργότερα. Ο Μπρεχτ πάλευε για την επικράτηση του σοσιαλισμού. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός, τον οποίο πρόλαβε, κατέρρευσε υπό το βάρος των αμαρτιών του, εβδομήντα χρόνια αφότου εδραιώθηκε. Και έχουν περάσει πάνω από δυόμισι δεκαετίες από τότε. Και κάμποσες δεκαετίες απ’ τον θάνατο του Μπρεχτ, ο οποίος δεν ασχολήθηκε ούτε με την αθανασία ούτε με την εδραίωση της φήμης του, αν και αυτό το τελευταίο ήταν κάτι που το απέκτησε χωρίς να προσπαθήσει.
Ο Μπρεχτ ήταν διαλεκτικός ποιητής. Νομίζω πως δεν θα τον πρόσβαλε κανείς αν τον κατέτασσε σε μια κάποια ρομαντική σέκτα, γιατί με μια έννοια πολέμησε για να επικρατήσει ένα όραμα, μια ουτοπία. Τα εργαλεία του ήταν πολύ αρχαιότερα απ΄ το ρομαντικό κίνημα. Ανάγονται στον χρυσό αιώνα, στην μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη όπως μας την παρέδωσε ο Πλάτων. Φυσικά η δική του διαλεκτική είχε μαρξιστικό χαρακτήρα. Ο Μπρεχτ λοιπόν ήταν μαρξιστής και διαλεκτικός και, πράγμα που ακόμα ίσως σε πολλούς προκαλεί έκπληξη, είχε μια διαλλακτικότητα και μια στωικότητα απέναντι στην εξουσία. Δεν αγαπούσε τους ήρωες, έλεγε πως δεν τους χρειαζόμαστε. Θεωρούσε ανόητο το να πηγαίνεις κόντρα σε μια ισχυρή εξουσία και να καταλήγεις στην κρεμάλα ή στο απόσπασμα. Ο Γαλιλαίος Γαλιλέι αντιμετώπισε την Ιερά Εξέταση. Έπρεπε να απολογηθεί για την μεγάλη του ανακάλυψη σε μια εποχή που η επιστήμη είχε δαιμονοποιηθεί, και στεκόταν τρέμοντας απέναντι στην εξουσία της εκκλησίας, στην οποία έπρεπε να υποκύψει, εάν ήθελε να επιβιώσει και να συνεχίσει τις ανακαλύψεις. Η ανακάλυψη του Γαλιλαίου δεν έγινε εκείνη τη στιγμή δεκτή. Και ο Γαλιλαίος έπρεπε να κάνει αυτό ακριβώς που έκανε. Να παραδεχτεί ότι είχε κάνει λάθος και η γη δεν γυρίζει. Στο ομώνυμο θεατρικό του έργο ο Μπρεχτ προβάλλει ακριβώς αυτή την διέξοδο, βάζοντας τον ήρωά του να σκέφτεται τι έπρεπε να κάνει. Να φανερώσει απέναντι στους άτεγκτους καταπιεστές με παρρησία όλα τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι είχε ανακαλύψει, κάτι που θα ανέτρεπε την κοσμική τάξη, ή να βάλει την ουρά στα σκέλια και να παραδεχτεί ψευδώς ότι λάθεψε.
Ο κύριος Κόινερ στις περίφημες παιγνιώδεις ιστορίες– που έγραψε ο Μπρεχτ με βάση τη διαλεκτική– όταν βρίσκεται μπροστά στην εξουσία, που προσωποποιείται από έναν άντρα, ενώ έχει την ευκαιρία να τον δολοφονήσει, τον περιμένει ταΐζοντάς τον, έτσι ώστε φουσκώνοντας να σκάσει και μετά αυτός να ζήσει ελεύθερος.
Όταν βρέθηκε μπροστά στην επιτροπή των Αντιαμερικανικών Ενεργειών, απάντησε ψευδώς ότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ούτε ότι εργάζεται για την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος.
Ο Μπρεχτ θεωρείται μέγας εικονοκλάστης του σύγχρονου θεάτρου με πολλά και σημαντικά θεατρικά έργα στο ενεργητικό του, αλλά και με έργο θεωρητικό πάνω στο θέατρο και όχι μόνο, και σκηνοθετικό. Αρχίζοντας από τον ‘’Βάαλ’’, ένα βλάσφημο ανατρεπτικό έργο, και φτάνοντας μέχρι τον ‘’Κοριολανό’’, διασκευή του ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ. Δεν είναι η μόνη διασκευή την οποία επιχείρησε. Είχε διασκευάσει πολλά έργα, μερικά δε απ’ αυτά έβγαιναν αγνώριστα απ’ τα χέρια του. Το πολύκροτο ‘’Μυθιστόρημα της Πεντάρας’’ ,το μοναδικό του μυθιστόρημα, καθώς και η ‘’Όπερα της Πεντάρας’’ βασίστηκαν σε παλιές εγγλέζικες μπαλάντες και θρύλους.
Ο Μπρεχτ ήταν εναντίον των πνευματικών δικαιωμάτων. Καθώς παρθενογένεση στην Τέχνη, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει, και επομένως δεν έχει και τόση σημασία από πού θα δανειστείς τον μύθο, αλλά πώς θα τον διαπραγματευτείς. Έτσι διασκεύασε τον ‘’Δον Ζουάν’’, έγραψε έργο πάνω στην ‘’Δίκη της Ζαν Ντ’ Αρκ’’, διασκεύασε την ‘’Αντιγόνη’’ του Σοφοκλή, έκλεψε επεισόδια από τον ‘’Σβέικ’’ του Γιαροσλάβ Χάσεκ, επίσης διασκεύασε τον ‘’Εδουάρδο τον Β΄’’ του Μάρλοου.
Ο Μπρεχτ έγραψε κείμενα για την πολιτική, τον μαρξισμό, τις ‘’πέντε δυσκολίες να πεις την αλήθεια’’, για το αστυνομικό μυθιστόρημα, για τον ρεαλισμό, διηγήματα, κ.ά. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα ανεβάζοντας στα ύψη το θερμόμετρο του λυρισμού. Έγραψε ακόμα ποιήματα πολιτικά, καθώς και στίχους που ενέθεσε στα θεατρικά του έργα. Οι εβδομήντα επτά προτάσεις που περιλαμβάνονται στο δοκίμιό του ‘’Μικρό Όργανο για το Θέατρο’’ θεμελιώνουν τις θεωρίες του σε σχέση με αυτό που αποκλήθηκε ‘’Επικό Θέατρο’’, το οποίο δεν έχει να κάνει με τον όρο έπος, όπως τον ξέρουμε από την εποχή του Ομήρου ή του Βιργίλιου. Πρόκειται για ένα θέατρο το οποίο το παρακολουθείς αποστασιοποιημένος από τα δραματικά γεγονότα, για να φθάσεις στο τέλος, με τη βοήθεια της διαλεκτικής, σ’ ένα λογικό συμπέρασμα, να συνειδητοποιήσεις την κατάσταση, για να συμμετάσχεις στις επαναστατικές διαδικασίες, για να χειριστείς την εξουσία με σύνεση και πονηριά, χωρίς λεονταρισμούς προς όφελός σου. Βέβαια ο Μπρεχτ δεν σχεδίασε με ακρίβεια αυτό το πολύπλοκο θεωρητικό έργο, ώστε σε πολλά από τα θεατρικά του έργα αντί να αποστασιοποιηθεί ο θεατής, συγκινείται και συμπάσχει. Σε κάποια άλλα έργα του υπάρχει σύγχυση για το ποια πλευρά υποστηρίζει ο συγγραφέας, όπως στην ‘’Όπερα της Πεντάρας’’, έργο που έκανε τεράστια επιτυχία όταν ανέβηκε στο Βερολίνο το 1928, με μουσική του Κουρτ Βάιλ, που έγινε από τότε μόνιμος συνεργάτης τού Μπρεχτ.
Δεν γίνεται σαφές αν το τσιτάτο ‘’πρώτα έρχεται η μάσα και μετά η ηθική’’ που τραγουδάνε οι μαφιόζοι πρωταγωνιστές το υποστηρίζει ο συγγραφέας ή το αποδοκιμάζει. Υπάρχει και άλλο ένα περίφημο απόφθεγμα στο έργο για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση για τη θέση του συγγραφέα: ‘Τι είναι να ληστέψεις μία τράπεζα μπροστά στο να την ιδρύσεις;’ Εν ολίγοις, θα έλεγε κανείς ότι όσες προσπάθειες έκανε ο Μπρεχτ για να είναι λαϊκός, κατανοητός και εύληπτος απ’ το μεγάλο κοινό πήγαν στράφι, αφού η ιδιοφυΐα του τον οδήγησε στο να είναι περίπλοκος και δυσνόητος, με αποτέλεσμα να προκαλεί συνήθως αμηχανία αλλά και ενθουσιασμό. Πάντως όχι αποστασιοποιημένη στάση. Αυτό δηλαδή που προσπάθησε να πετύχει.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε στο Άουγκσμπουργκ (μια μικρή πόλη με μακρά ιστορία), το 1898. Ο πατέρας του ήτανε εύπορος επιχειρηματίας, η μητέρα του ήταν κόρη δημοσίου υπαλλήλου, ο πρώτος ήταν καθολικός, η δεύτερη διαμαρτυρόμενη, και η κουλτούρα που πέρασε στον νεαρό Μπρεχτ ήταν συγκρουσιακή. Δεν έχουμε πληροφορίες απ’ τον ίδιο για την οικογένειά του. Μεγαλώνοντας όμως ‘’σαν γιος παραλήδων’’, όπως λέει, του βάλανε ‘’κολάρο στο λαιμό’’ και του έμαθαν την τέχνη να δίνει διαταγές. ‘’Μα σαν μεγάλωσα και ολόγυρά μου κοίταξα σιχάθηκα τους ανθρώπους της τάξης μου.
Και άφησα την τάξη όπου ανήκα και ανακατεύτηκα με τους ανθρώπους του λαού’’.
Μεσούντος του πολέμου, στα δεκαοκτώ του χρόνια και ενώ είχε ξεκινήσει σπουδές ιατρικής, κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του σε στρατιωτικό νοσοκομείο ως νοσοκόμος: «Έδενα πληγές, έδινα ιώδιο, έκανα κλύσματα, εκτελούσα μεταγγίσεις αίματος. Όταν με διέταζε ο γιατρός ‘’κόψε ένα πόδι Μπρεχτ!’’, εγώ απαντούσα ‘’μάλιστα Εξοχότατε!’’ και έκοβα το πόδι. Αν μου λεγαν ‘’κάνε μια διάτρηση’’, άνοιγα το κρανίο του ανθρώπου και πασπάτευα το μυαλό του. Είδα πως κουτσογιάτρευαν τους ανθρώπους για να τους ξαναφορτώσουν για το μέτωπο όσο γινόταν πιο σύντομα». Αυτή η εμπειρία τον καθόρισε αποφασιστικά. Τη θητεία του νοσοκόμου στα μέτωπα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν την ξέχασε ποτέ. Πέρασε μέσα σε σημαντικά θεατρικά έργα όπως ‘’Η Πτήση του Λίντμπεργκ’’ (1928-29).
«Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, από τα μαύρα δάση
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
Μέσα στη κοιλιά της
Και των δασών η παγωνιά
Μέσα μου θα μείνει ώς την ημέρα που θα πεθάνω».
Πρόκειται για ένα περίφημο πολύστιχο ποίημα, το οποίο καθόλου δεν θυμίζει ορθολογιστικό κατασκεύασμα. Είναι γεμάτο αμφισημίες, σκοτεινά χωρία και θυμίζει περισσότερο έργο της δεκαετίας του ’50, τότε που ανθούσε το ‘’θέατρο του παραλόγου’’, και ας είναι γραμμένο στη δεκαετία του ’20. Και το πρώτο του θεατρικό ο ‘’Βάαλ’’, που είναι μια ‘’αντιγραφή’’ από τον δολοφόνο ποιητή Φρανσουά Βιγιόν και βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του Ρεμπώ, του Μπωντλαίρ και της μποεμίας, είναι και αυτό αρκετά σύνθετο.
Ένας κριτικός με επιρροή, ο Χέρμπερτ Ίχερινγκ, προσκαλείται από τον ίδιο τον Μπρεχτ στην πρεμιέρα του έργου «Ταμπούρλα στην Νύχτα» και αναφωνεί ενθουσιασμένος, «ο εικοσιτετράχονος ποιητής Μπρεχτ άλλαξε μέσα σε μια νύχτα την λογοτεχνική φυσιογνωμία της Γερμανίας. Είναι εμποτισμένος ώς το μεδούλι με τον τρόμο αυτής της εποχής. Νιώθει βιολογικά το χάος και την κατάπτωση των καιρών. Μπορείς να νιώσεις την γλώσσα αυτή, την γλώσσα των εικόνων στη γλώσσα σου, στον ουρανίσκο, στα αυτιά, στα κόκαλα… είναι βάναυσα αισθησιακή, τρυφερή, γεμάτη μοχθηρία, αλλά και απροσμέτρητη θλίψη, μακάβριο πνεύμα και έναν λυρισμό γεμάτο ανθρωπιά…» και πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα. Έτσι ακριβώς και ο Μπρεχτ ήταν μόνο στην αρχή, στα πρώτα του βήματα. Όταν σιγούρεψε το βάδισμά του και απόδιωξε έναν κάποιο αναρχισμό πριν γαλουχηθεί με τον μαρξισμό, όλα αυτά τα πλεονεκτήματα που αράδιασε ο κριτικός αυξήθηκαν και σταθεροποιήθηκαν. Έτσι έγραψε έργα σαν την «Μάνα Κουράγιο», τον «Κύκλο με την Κιμωλία», τον «Πούντιλα και Τον Δούλο του Μάτι», τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν»…
Το μεγαλύτερο μέρος των έργων ανήκει στο είδος της παραβολής, είναι δηλαδή έργα αλληγορικά, ένα εξαιρετικά δύσκολο είδος, το οποίο πολλοί που το υπηρέτησαν δεν μπορούσαν και να το συνεχίσουν. Ο Μπρεχτ όμως τα κατάφερε. Τα έργα του είναι στέρεα δομημένα, και το μεγαλύτερο μέρος τους περιέχει σχεδόν κατά το ήμισυ μουσική και τραγούδια. Είναι όπερες ή μιούζικαλ και στο πρώτο τους επίπεδο εξαιρετικά διασκεδαστικά, έτσι ώστε ο Μπρεχτ να περάσει με άνεση μέσα τους ό,τι θέλει να περάσει, χωρίς όμως να φαίνεται ότι κάνει κήρυγμα.
Γράφει η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της «Άνθρωποι σε Ζοφερούς Καιρούς» ότι ο πολιτικός προπαγανδιστής έλεγε «να τρως μέχρι να χορταίνεις, να έχεις μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι σου, να ταΐσεις τα παιδιά σου», «αλλά, επειδή κανείς δεν πεινούσε εκείνη την εποχή στη Γερμανία του Χίτλερ, ο Μπρεχτ έπαψε να πολεμάει εναντίον του». Οι μπελάδες του άρχισαν, πάντα κατά την Χάνα Άρεντ, όταν στρατεύθηκε, «όταν προσπάθησε να κάνει κάτι περισσότερο από το να είναι μια φωνή, όχι του εαυτού του, αλλά του κόσμου».
Ωστόσο ένας επιφανής μελετητής και μεταφραστής του, ο Έρικ Μπέντλεϊ, υποστηρίζει ότι «ο μαρξισμός κατά καιρούς τον έφερε πλησιέστερα σε μια ιησουίτικη υποταγή ενώπιον της εξουσίας (…) το πνεύμα του Μπρεχτ χρησιμοποιείται κατά τρόπο χαρακτηριστικό, σ’ ό,τι θα ονόμαζαν οι θεωρητικοί, και απ’ τις δύο πλευρές, υπεκφυγή και πρόφαση, παρά εξύμνηση της αληθινής πίστης.»
Ο Μπρεχτ παρέμεινε δραματουργός πιο πολύ παρά προπαγανδιστής. Κατέληξε στο Ανατολικό Βερολίνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που μπορούσε να πάει και σε άλλες χώρες, αλλά στο Ανατολικό Βερολίνο τού πρόσφεραν αυτό ακριβώς που επιθυμούσε όλη του την ζωή, ένα θέατρο, το περίφημο ‘’Μπερλίνερ Ανσάμπλ’’. Εκεί ανέβασε μαζί με την σύζυγό του Ελένε Βάιγκελ τα περισσότερα από τα έργα του και, όταν εξεγέρθηκαν οι εργάτες, παραχαράχτηκε η επιστολή που έστειλε στον Γενικό Γραμματέα ο Μπρεχτ, για να φανεί πως υποστήριζε την Κυβέρνηση και την καταστολή της εξέγερσης, πράγμα το οποίο, κάθε άλλο παρά αλήθεια ήταν.
Ο Μπρεχτ ήταν ένας σχεδόν αναγεννησιακός καλλιτέχνης, πολυσχιδέστατος και πληθωρικός, υποστήριζε πάντα το δίκιο του λαού απέναντι στην εξουσία και την πολέμησε, με τον δικό του τρόπο. Το έργο του, σήμερα, παρά το ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, δεν φέρει καθόλου τα σημάδια του χρόνου, και αυτό είναι το σημαντικό.