Ανηφορίζοντας προς το άλσος συνάντησα αυτόν που μένει στο αποκάτω διαμέρισμα. Δεν ξέρω τ’ όνομά του. Δεν ξέρει το δικό μου. Κατηφόριζε με ένα κύπελλο καφέ. Κοιτούσε το καλαμάκι. Δεν με είδε.
«Θα σου πω. Αν συνεχίσεις να φωνάζεις, θα κλείσω» είπε η Ινδιάνικη φούστα, που καθόταν πίσω από κάτι στόρια. Είπα πως δεν το εννοούσε και προσπέρασα.
Περπατώντας πια στο ίσωμα είδα έναν νεαρό μπαμπά με τζόκεϊ και έναν μάρσιππο απ’ όπου κρέμονταν τα πόδια ενός μωρού. Το κεφαλάκι του το κάλυπτε η χούφτα του μπαμπά του.
Σε ένα καφέ με ανοικτά παράθυρα, δύο κοπέλες αντικριστά σαν να τις βλέπεις στο σινεμά. Νέες, όμορφες και χαμογελαστές. Κοντοστάθηκα να τις θαυμάσω. Ύστερα, συνέχισα κατά μήκος του πεζοδρομίου του άλσους. Δεν ήταν ακόμη πολύς δρόμος ώς την Τράπεζα. Ώς το αυτόματο μηχάνημα. Χρειαζόμουν χρήματα. Έπρεπε να κάνω μία καθυστερημένη πληρωμή.
Τελευταία ήμουν αφηρημένος. Σαν να έφευγα για ένα μικρό, περιορισμένο μέρος μακριά από τον κόσμο. Από την πραγματικότητα. Την καθημερινή μέριμνα. Την ανοσία των άλλων στα όνειρα. Σαν να ήμουν στο νησί μου. Σε δικό μου τόπο. Πριν περάσω το φανάρι, πριν διαπεραιωθώ στην άλλη όχθη, νομίζω πως εισέπνευσα καπνό. Ανέπνεα κάτι καμένο. Που δεν ήταν μακριά μου. Τότε ήταν που πέρασε δίπλα μου. Με άγγιξε σχεδόν με το μανίκι του. Φευγαλέα. Είχε τον αέρα του. Αυτός ήταν! Ο Σαλβαδόρ Νταλί αυτοπροσώπως. Ευθυτενής. Πομπώδης, τυλιγμένος στην ίδια του την αύρα. Μία τίγρη, πρόβαινε λίγα εκατοστά από το αριστερό του γόνατο, δεμένη με μία χρυσή αλυσίδα. Αυτός, φορούσε μαύρα και η τίγρη το τιγρένιο της κοστούμι. Ήταν πελώρια.
Την στιγμή εκείνη, η όχθη στην οποία είχα διαπεραιωθεί ήταν άδεια. Ένας πυκνός καπνός ερχόταν από τα πεύκα του άλσους. Ο θόρυβος από τα κουκουνάρια που έσκαγαν, θύμιζε βεγγαλικά. Έφιπποι πυροσβέστες εισχωρούσαν στο βάθος του καιόμενου άλσους. Πίδακες νερού εκτοξεύονταν στις κορυφές των δένδρων. Φλόγες δεν έβλεπα. Αλλά ο καπνός ολοένα πύκνωνε. Διμοιρίες από έφιππους πυροσβέστες με απαστράπτοντα κράνη εισέρχονταν αγέρωχα μέσα του.
Πλησίασα το μηχάνημα, αλλά δεν θυμόμουν το pin. Με έπιασε ταχυπαλμία. Ήμουν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Πάτησα έναρξη. Ύστερα στη θέση του pin έγραψα: Τ Ι Γ Ρ Η. Το πρόσωπό της εμφανίστηκε στην οθόνη. Πάτησα enter. Ύστερα ένα εξαψήφιο νούμερο. Το ποσόν που χρειαζόμουν. ΠΑΡΤΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΑΣ, διάβασα στην οθόνη. Δεσμίδες χαρτονομισμάτων πετάγονταν μπροστά μου πριν προλάβω να τις αρπάξω. Μία φωνή πίσω μου είπε: «Ληστεύει το μηχάνημα! » «Δηλαδή ληστεύει εμάς!» είπαν πολλές φωνές και όρμησαν επάνω μου όλες μαζί, αλλά πριν με πλησιάσουν η τίγρη βρυχήθηκε απειλητικά. Ο Νταλί μού έγνεψε, κάνε γρήγορα. Γέμισα μία τσάντα με τις δεσμίδες των χαρτονομισμάτων. Ο Νταλί την κρέμασε στο λαιμό της τίγρης και σήμανε την αποχώρηση. Η φωτιά του άλσους είχε κατασβεστεί. Ο ήλιος του απογεύματος κάπνιζε.
Σειρήνες περιπολικών ηχούσαν σαν να επρόκειτο για βομβαρδισμό. Η διαταγή στις μοτορόλες έλεγε: «Σταματήστε δύο άντρες και μία τίγρη. Λήστεψαν μία τράπεζα».
Το γέλιο του Νταλί αναχαίτισε τα περιπολικά και τους έκπληκτους οδηγούς τους.