Η Τέχνη δεν είναι φυσική και δεν μπορεί να είναι. Ο ρεαλισμός, ως θέαμα, είναι οι χριστιανοί στο Κολοσσαίο και οι μονομάχοι του «Άρτος και Θεάματα». Η τέχνη είναι άλλο. Η Τέχνη είναι η παρά Φύσιν επιμονή του ανθρώπου να διορθώσει τη φύση –ή τη ζωή- που τον ενοχλεί. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φύση ή τη ζωή. Ή τη φυσικότητα. Φυσική φωτογραφία δεν υπήρξε ποτέ. Είναι μια εικόνα, που εξαρτάται από τη θέση και την οπτική γωνία θέασης ενός ανθρώπου, που επέλεξε τη στιγμή της λήψης. Φυσική ζωγραφική ή φωτογραφική πιστότητα; Πάλι και ξεκάθαρα, χρώματα πάνω σε καμβά. Δεν είναι φύση, ακόμα κι όταν την αποκαλούμε «νεκρή φύση». Φυσικό παίξιμο στο θέατρο! Πώς ένας θεός μιλάει φυσικά; Πώς ένας κοντός φαίνεται ψηλός; Πώς ένα βρώμικο άσπρο φαίνεται κατάλευκο επί σκηνής; Για τα παιδιά και τους άμουσους είναι αλλιώς. Τα παιδιά τα βλέπουν όλα πραγματικά. Ο δράκος του παραμυθιού μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να μπει από το παράθυρο του παιδικού δωματίου. Όμως τα παιδιά δεν έχουν ακούσει τίποτα περί τέχνης. Για τα παιδιά το ψέμα είναι αλήθεια. Έτσι και με τους ενήλικες που δεν έχουν ιδέα περί τέχνης. Ο πρωτόγονος που θα έβλεπε τηλεόραση θα πίστευε το ίδιο τα εικονικά γεγονότα, όπως η κατσίκα που αντικρίζει τον άλλο εαυτό της στον καθρέφτη για πρώτη φορά. Ο καθρέφτης θα θρυμματιστεί.
Όμως ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης, που γι’ αυτόν κυρίως υπάρχει η τέχνη, δεν συγχέει την τέχνη με την πραγματικότητα. Ακόμα κι όταν ο Στανισλάβσκυ είχε φτιάξει μια σχεδόν αληθινή βεράντα σ’ ένα έργο του Ίψεν (ακόμα και νερά, λέει, έτρεχαν από την υδρορροή) και ρώτησε τον μικρό Μίσα «Πώς σου φαίνεται; Καλό δεν είναι;», ο μικρός απάντησε: «Δεν είναι αληθινό. Δεν είναι δυνατόν να έχεις σπίτι μέσα σε σπίτι». Ο Στανισλάφσκυ κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει. Στην προσπάθειά του να είναι ρεαλιστικός, είχε γίνει νατουραλιστικός.
Έχουν περάσει εκατό και πλέον χρόνια, που ένα παιδί κατάλαβε τη διαφορά κι όμως στις μέρες μας ακόμη υπάρχουν ηθοποιοί που προσπαθούν να παίξουν θεατρικούς ρόλους «φυσικά», κι αυτό που καταφέρνουν είναι να κάνουν τον εαυτό τους υποκριτικό. Τη φυσικότητα του τηλεοπτικού παιξίματος, που δεν ξεχωρίζει από την «υποκριτική» των παρουσιαστριών των πρωινάδικων, νομίζουν ότι μπορούν να τη μεταφέρουν σε ένα θεατρικό κείμενο του Σαίξπηρ ή του Αισχύλου. Και αυτό το λένε «σύγχρονη υποκριτική στο θέατρο». Σύγχρονη υποκριτική είναι αυτή που μπορεί να μεταφέρει το μήνυμα κάθε έργου και τις σημερινές αντιστοιχίες ή προεκτάσεις στον σύγχρονο θεατή κι όχι η υποκριτική που απλώς μιμείται τη συμπεριφορά και τα σουσούμια σύγχρονων ανθρώπων. Τα θεατρικά πρόσωπα δεν είναι σύγχρονα μας. Τα θεατρικά πρόσωπα, ακόμη κι αυτά σε ένα σύγχρονο έργο, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Είναι ψέματα που παριστάνουν την αλήθεια.
Τι συμβαίνει στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο; Η εισβολή της τηλεόρασης και μάλιστα η συνεχής διολίσθηση των τηλεοπτικών σειρών προς καθημερινή θεματολογία και η αντίληψη καφενειακής ή κρεβατοκαμαρικής κλειδαρότρυπας προβάλλει «φυσικά» υποκριτικά πρόσωπα, και με τον άκριτο παραλληλισμό με τις κινηματογραφικές κωμωδίες, που παίζονται και ξαναπαίζονται από την τηλεόραση, έχει καταφέρει να ταυτίσει σπουδαίους ηθοποιούς μιας άλλης εποχής, με τους μιας χρήσεως σύγχρονους ηθοποιούς. Η υποκριτική των μεν από την υποκριτική των δε απέχουν έτη φωτός. Δεν μιλάμε βέβαια για τις εξαιρέσεις τού τότε και του τώρα. Οι εξαιρέσεις πάντα σώζουν τα προσχήματα.
Οι θεατρικοί παραγωγοί, από την άλλη, ποντάρουν στην αναγνωρισιμότητα των πρωταγωνιστών για να προσελκύσουν το κοινό και καταφεύγουν στην πρόσληψη τηλεπροσώπων για να εξασφαλίσουν και την προβολή των παραγωγών τους από τα κανάλια στα οποία σηριαλοπαίζουν αυτοί οι πρωταγωνιστές. Από την άλλη, αυτοί οι πρωταγωνιστές δεν έχουν εγκαταλείψει το κάποτε όνειρο από την εποχή της δραματικής σχολής, που ήθελαν να γίνουν μεγάλοι θεατρικοί ηθοποιοί, και επιχειρούν να μεταφέρουν την αναγνωρίσιμη τηλεοπτική περσόνα σε σπουδαία θεατρικά έργα του Μπρεχτ ή του Μπέκετ. Και επέρχεται η εισβολή του «ρεαλισμού» και της «φυσικότητας» στον χαρακτήρα του Αρτούρο Ούι. Και κορδώνονται δημοσίως ότι παίζουν «φυσικά» την Ουίνυ. Κι αμέσως βέβαια πρέπει να ονοματίσουν «νέα» τη δήθεν υποκριτική, που θα ταιριάξει με τις διασκευές των κλασικών κειμένων που υποχρεώνονται να παίξουν. Γιατί τα κείμενα, αν μείνουν απείραχτα, δεν τους επιτρέπουν τέτοιου είδους «νέες» υποκριτικές.
Ο ρεαλισμός στα δελτία ειδήσεων είναι εκφραστικότερος και πολύ πιο σοκαριστικός από αυτό που επιδιώκουμε στο θέατρο. Επιπροσθέτως, ο ρεαλισμός στο θέατρο, που επιχειρείται με σκηνικά και φωτιστικά τρικ, στοιχίζει πάρα πολύ και, παρ’ όλ’ αυτά, δεν ξεγελά κανέναν. Απλώς καλύπτει την αδυναμία ηθοποιών να υποκριθούν. Βάζει τη βασική τέχνη του θεάτρου, την υποκριτική, σε δεύτερη μοίρα.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια είναι ολοφάνερο, αλλά ακόμη δεν είναι ευρέως αποδεκτό, ότι η Τέχνη πρέπει να είναι ποιητική, άλλως δεν είναι Τέχνη. Γιατί η Τέχνη έχει την υποχρέωση να επιτρέπει και μάλιστα να προτρέπει τον αποδέκτη της να τη συμπληρώσει με τον δικό του τρόπο. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο εκπέμπει άλλο μήνυμα στον καθένα και προκαλεί διαφορετικές εντυπώσεις στον κάθε θεατή. Όμως εδώ βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος για τη βολεμένη κοινότητα. Η επικινδυνότητα της Τέχνης. Η σκέψη, που ακολουθεί μια τέτοια πρόσληψη της Τέχνης, είναι πολύ επικίνδυνο αποτέλεσμα στην εποχή που ζούμε, όπως ήταν βέβαια σε κάθε εποχή. Η σκέψη μπορεί να ανατρέψει τις, με τεράστιες προσπάθειες των εξουσιών, κατασκευασμένες κοινωνικές νόρμες. Και τότε ο κόσμος μπορεί να αλλάξει. Αυτό δεν το θέλουν οι εγκατεστημένες εξουσίες κάθε λογής, που νομίζουν ότι είναι αιώνιες.
Μόνο η Ποίηση έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο. Οι επαναστάσεις συνήθως μένουν στη μέση ή παίρνουν άλλο δρόμο απ’ αυτόν που ξεκίνησαν. Η Ποίηση δεν εξαντλείται, δεν χάνεται, δεν θα χαθεί και δεν θα υποχωρήσει ποτέ! Ευτυχώς επιβιώνει των κάθε είδους εξουσιών. Οι ποιητές όχι πάντα.
Ξεχάστε λοιπόν τον ρεαλισμό. Η Ποίηση είναι το μοντέρνο και μάλιστα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο που δεν μας αρέσει. Μπορεί να μην τα έχει καταφέρει ακόμη, αλλά δείχνει τον τρόπο. Μπορεί να κάνει αυτόν τον κόσμο λιγότερο άγριο.
Γεια σου Κώστα, από ένα παλιό φίλο των φοιτητικών χρόνων του Παπαφλέσσα. Συγχρητήρια για τα μετέπειτα!