Στο μεταίχμιο
Κάθε βιβλίο αξίζει όσο τα πράγματα που μας αποκαλύπτει. Τα πράγματα τα εκτός βιβλίου, εννοείται. Διότι η αυταναφορά, η περιαυτολογία στο γράψιμο, είναι φαύλος κύκλος – έτσι κι εγκλωβιστείς στο κύλισμά του, καταλήγεις πάντα στο ίδιο σημείο, τις περισσότερες φορές μάλιστα αγνοώντας καν ότι έχεις ξαναπεράσει από κει. Και τα Δανεικά αγύριστα της Τριανταφυλλίδου έχουν κάμποσα να μας πουν και να μας δείξουν πέρα απ’ τους αγαπημένους στο σινάφι μας ατέρμονους κύκλους.
Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι δεν ξέρουμε τον δημιουργό αυτού του βιβλίου όπως τον ξέρουμε. Ότι δεν γνωρίζουμε καν το φύλο του ή την εποχή όπου έγραψε, τίποτε για τον κόσμο, μικρό και μεγάλο, στον οποίο κινήθηκε, για τους ανθρώπους λίγους ή πολλούς στους οποίους απευθύνεται, για τις ιδέες που τον διαπνέουν, τις προσδοκίες που τον έθρεψαν και τα πάθη που τον πονούν. Σε τι συμπεράσματα θα καταλήγαμε άραγε;
Το πρώτο και ευχερέστερο θα ’τανε βέβαια ότι ο ποιητής μας είναι ποιήτρια. Και δεν μιλάω για τους δείκτες τους άμεσους τους γλωσσικούς που μας το δηλώνουν αυτό. Υπάρχει εδώ ένας ερωτισμός της θηλύτητας, ένα βλέμμα εταστικό στα καθημερινά πράγματα εντελώς γυναικείο, ένας απαραγνώριστος έμφυλος κόσμος που διαρκώς αναδεύεται. Πίσω από τους στίχους της Τριανταφυλλίδου, πίσω από τη συνομιλία μητέρας και κόρης σ’ ένα ποίημα όπως το “Κλήση”, λ.χ., ή τους «άσεμνους υφάλους» του “Dress Code”, υπάρχει υπερχειλίζον το γυναικείο στοιχείο. Και η διαπίστωση αυτή είναι προς εγκωμιασμόν της. Σε πείσμα όλων εκείνων που, οραματιζόμενοι έναν φιλολογικό unisex κόσμο, έχουν βαλθεί να αφανίσουν από τη γλώσσα της κριτικής τον όρο “γυναικεία ποίηση”, επειδή, λέει, χρησιμοποιήθηκε κάποτε υποτιμητικά, το φύλο είναι δείκτης ταυτότητος καθοριστικός. Κι αν ένας συγγραφέας δεν κατορθώνει να μας οδηγήσει σ’ αυτά, τα στοιχειώδη και τα θεμελιακά που τον συνέχουν, τότε λόγος μεγάλος να τον εμπιστευθούμε στα υπόλοιπα δεν υπάρχει. Ας προσθέσουμε λοιπόν επειγόντως στη “γυναικεία ποίηση” το φυσικό της ανάλογο, την “ανδρική ποίηση” (τέτοια δεν είναι μήπως η ποίηση ενός Σικελιανού ή ενός Εμπειρίκου;) για να μας επιτραπεί να κάνουμε τη δουλειά μας.
Ένα δεύτερο που φανερώνει στον αναγνώστη του το βιβλίο μας, ακόμη κι αν αυτός αγνοεί πλήρως οτιδήποτε άλλο για την προέλευσή του, είναι ότι ο καιρός στον οποίο γράφτηκε είναι για τη γραφή και την ανάγνωση καιρός εξάπαντος ζόρικος. Καιρός όψιμος, ύστερος, αντικλασικός σε κάθε περίπτωση. Βρισκόμαστε εδώ στους αντίποδες κάθε κλασικότητας, σίγουρα: καμιά γαλήνη, καμιά βεβαιότητα, καμιά αρμονία, καμιά πίστη ανεξέταστη δεν ξεμυτίζει αυθόρμητα σε τούτους τους στίχους. Γιατί όλα αυτά τα πράγματα, το ξέρουμε από τις εποχές της ακμής, εκείνες που έχουν αυτοπεποίθηση και σφρίγος ανάλογο, οι αυτουργοί τους το ’χουν καμάρι τους να τα εκφέρουνε άμεσα, ευθέως, απερίστροφα. Εδώ όμως έχουμε το βασίλειο του εμμέσου. Τα πάντα στην Τριανταφυλλίδου δηλώνονται λοξά, μισοκρυμμένα, υπαινικτικά, υπονοητικά, υποδόρια. Σάμπως τα ψηφία της γλώσσας νά ’χουν φαγωθεί στις γωνιές τους κι έχουν μείνει οι γραμμές των σχημάτων θαμπές, και η θέση τους στο ψηφιδωτό που ήταν να φτιάξουν, εκκρεμής και αβέβαιη.
Η Τριανταφυλλίδου φορτώνει πολλή δουλειά στον αναγνώστη της, του βάζει γρίφους, του ζητάει το παζλ να το συναρμόσει αυτός. Πάλι και πάλι να εγκύψει αυτοπροσώπως και να συζεύξει ιδιοχείρως τα διεστώτα. Θα τα καταφέρει; Άδηλο. Δεν ξέρω αν είναι και πολλοί όσοι θέλγονται από τις λογοτεχνικές σπαζοκεφαλιές στις μέρες μας, εποχή της δρομαίας βιασύνης. Εκείνον όμως που πράγματι τον γοητεύουν τα παρόμοια κατορθώματα, αν είναι κατάλληλα παρασκευασμένος, η ποιήτρια τον ανταμείβει καταπώς του πρέπει. Πάντα του δείχνει κάτι που δεν ήξερε, μια εικόνα τραβηχτική, μια συνάφεια αποκαλυπτική, έναν συνειρμό απροσδόκητο, έτσι ώστε να γυρίσει με τα χέρια γεμάτα στο σπίτι.
Όμως ούτε και ρομαντικό θα μπορούσε να αποκληθεί το βιβλίο αυτό. Κι από τα συναισθήματα τα αναβλύζοντα η ποιήτρια μένει μακριά. Τα φοβάται; Όχι μόνο η ίδια νομίζω, είναι γνώρισμα αυτό γενικό του καιρού μας. Τα αμιγή τα χρώματα, οι ακραιφνείς συγκινήσεις τούς ποιητές τής σήμερον σαν να μην τους αρέσουν. Τα προτιμούν κεκραμένα, προς αποφυγήν των κινδύνων της μέθης. Έτσι και ειδολογικά, για να το πω έτσι, η Τριανταφυλλίδου ασκείται σ’ έναν modo misto. Σαν τον πρωταγωνιστή ενός ποιήματος της συλλογής, τον ηθοποιό Άλαν Ρίκμαν, που διέπρεψε στο πιο αμαλγαμώδες είδος του σινεμά που γνωρίζουμε, την κομεντί, η ποιήτριά μας αγαπά τον μετεωρισμό: μεταξύ ιλαρότητας και δράματος, μεταξύ τρυφερότητας και ευφυΐας, μεταξύ μικροχαράς και μικροστενοχώριας – στο μεταίχμιο, αυτός είναι ο τρόπος της. Κι όταν η δοσολογία των υλικών είναι σωστή (και οι κουταλιές εδώ και τα μετρίδια και τα ζύγια δεν βοηθούν, ο ποιητής αυτά τα βάζει με το μάτι), το έδεσμα βγαίνει καλότυχο. Αν όχι, και κάποιο απ’ τα συστατικά παραπέσει (συνήθως το διανοητικό‒ τις διαχύσεις είπαμε η Τριανταφυλλίδου τις τρομάζει), ε τότε η εμμεσότητα παραγίνεται έμμεση και το γλυκό κάπως στυφίζει στα χείλη και στον ουρανίσκο. Πάντως ετούτες οι φορές είναι σαφώς οι λιγότερες.
Θα κλείσω με έναν διπλό έπαινο, έναν ενεστώτα κι έναν –εν μέρει τουλάχιστον– εν αναμονή, προεξοφλητικό. Ο πρώτος: η Γεωργία Τριανταφυλλίδου είναι μαστόρισσα της γλώσσας. Ξέρει και παραξέρει τα τερτίπια των λέξεων και πώς να τις στοιχίζει σε μια σειρά – πώς να τις βάζει στη θέση τους. Το λέω κι επιμένω, διότι δεν είναι διόλου αυτονόητο: γλωσσικά η λογοτεχνία μας, κι η ποίηση ακόμη, όσο πάει και φυραίνει. Όσο πάει και την τρώει η κακογραφία, η κακοδημοσιογραφία και η κακομετάφραση. Από αυτές τις πιατέλες την ταΐζουμε επί δεκαετίες πολλές τώρα, τόσο που όταν συναντάς ωραία ελληνικά, να σου μοιάζουν παράδοξα, σαν ν’ ακούς καθαρεύουσα, όπως το προέβλεψε άσφαλτα ο Σεφέρης. Και τα ελληνικά στα Δανεικά αγύριστα είναι τέτοια: ωραία και παράδοξα.
Ο δεύτερος: η Τριανταφυλλίδου είναι γεννημένη αφηγήτρια, παραμυθού κανονική. Το μαντεύεις πιο πολύ παρά το βλέπεις στα ποιήματά της αυτά, είναι σαν όλα να ’χουν να μας πουν μια ιστορία. Και σαν να μας τη λένε, αλλά χασματική, λες επί τούτου για να μας αφήσουν μισοχορτασμένους. Αυτή είναι και η πρόθεσή της, σύμφωνοι. Ούτε η πρόθεση όμως, ούτε η ευτυχής πραγμάτωσή της δεν διασκεδάζει τη δική μου εντύπωση ότι η ποιήτρια κρατάει ιστορίες καθαρόαιμες πολλές στοιβαγμένες μέσα της. Εύχομαι, όχι σ’εκείνην αλλά σε μας, μια μέρα να μας τις πει.