“Ο Γέρος και η θάλασσα” είναι το έργο για το οποίο του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ το 1954. Ωστόσο ο Χέμινγουέι δεν κατάφερε να γεράσει, είναι και αυτό μια τέχνη, που όμως δεν χαρακτηρίζει τους βιαστικούς και αυτός βιαζόταν πολύ, έχοντας κατανοήσει πως πάντα στη ζωή χάνεις. Σημασία έχει πώς συμπεριφέρεται κανείς όταν καταστρέφεται.
Ο Έρνεστ Χέμινγουέι θα ήθελε να είναι, ίσως, ο Χέρμαν Μέλβιλ. Αλλά δεν ήταν. ”Ο Γέρος και η θάλασσα” (1952) δεν είναι ο «Μόμπυ Ντικ» του τελευταίου, εκείνο είναι ένα αριστούργημα που δεν βραβεύτηκε, αλλά κέρδισε την αθανασία.
Ο Χέμινγουέι υπήρξε ανοιχτοχέρης, γλωσσομαθής, καλός ψυχολόγος, εθισμένος στην περιπέτεια αλλά και τη βία, σπόρτσμαν, μανιώδης με ό,τι καταπιανόταν, εμμονικός της διακινδύνευσης, αχόρταγος για φήμη. Είχε, θαρρείς, ένα μεγάλο στόμα που άλεθε τη σάρκα των ψαριών που ψάρευε, το κρέας των θηραμάτων που κυνηγούσε, ενώ αποτελούσε το δοχείο του αλκοόλ που αφειδώς κατάπινε. Ώσπου η προσεκτικά φιλοτεχνημένη μυθολογία που έπλασε παραμόρφωσε τις γνάθους του, πίκρανε κι άλλο τη γεύση του και τον γέμισε απογοήτευση.
Ήταν ο συγγραφέας που έζησε όλα τα μεγάλα γεγονότα του 20ού αιώνα, αφού γεννήθηκε το 1899, τελευταία χρονιά του 19ου αιώνα, και έζησε τα 61 πρώτα χρόνια του 20ού. Νεαρός ρεπόρτερ καλύπτει τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922. Το 1936 μάχεται με την πλευρά των Δημοκρατικών στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και καλύπτει δημοσιογραφικά τις μάχες του μαζί με την ερωμένη του Μάρθα Γκέλχορν, την οποία αργότερα νυμφεύτηκε όταν διέλυσε τον προηγούμενο γάμο του. Καρπός αυτής της εμπειρίας ήταν το πιο εμπορικό μυθιστόρημά του που τον έκανε παγκόσμια γνωστό, “Για ποιον χτυπάει η καμπάνα” (1940). Αναμείχθηκε και στο Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι Αμερικανοί εισέβαλαν στην Ιταλία. Κάλυψε επίσης την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα, διέπλευσε τη Μάγχη με τα αμερικανικά στρατεύματα κατά την απόβαση της Νορμανδίας το 1944, ενώ έλαβε μέρος και στην απελευθέρωση του Παρισιού. Μοιραία και ο κόσμος των βιβλίων του είναι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπόλεμος. Οι ήρωές του σφίγγουν τα δόντια, βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση, σε συναγερμό. Σ’ αυτόν τον κόσμο που κάθε φορά καταστρέφεται και ανασυντίθεται, τα πάντα εκρήγνυνται, διαλύονται, κατασπαράσσονται. Τίποτε απολύτως δεν καρποφορεί. Πάντα στη γωνία καιροφυλακτεί η αγωνία, ο φόβος και η απόγνωση. Ο αναγνώστης του μπορεί να φαντάζεται πως αυτός ο τραγικά αποτρόπαιος κόσμος δεν είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει, αλλά απατάται.
Αναμφίβολα, ο Χέμινγουέι ήταν κάποιος που δεν βολευόταν πουθενά. Ήταν ένας νάρκισσος, ένας εγωτιστής που θα ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να εκτοπίσει κάθε άλλον που απειλούσε να σκιάσει τη δόξα του. Η δύναμη και η δόξα – όχι κατά τον τρόπο του Γκράχαμ Γκρην – ήταν δύο αξίες στις οποίες πόνταρε πάντα και μπορεί να κέρδισε ένα παράθυρο με θέα στη δόξα, αλλά την ίδια εποχή η δύναμη τον πρόδωσε.
Ήταν λάτρης εκτός από τη συγγραφή, του ψαρέματος και του κυνηγιού. Δεν σηκωνόταν απ’ το γραφείο του όπου βρισκόταν η διάσημη γραφομηχανή του, αν δεν είχε συμπληρώσει μια ποσότητα λέξεων. Δεν έφευγε από το κυνήγι, αν δεν είχε σκοτώσει μια ποσότητα θηραμάτων. Δεν σηκωνόταν από εκεί που ψάρευε, αν δεν είχε μια καλή ψαριά. Αντιμετώπιζε και τα τρία με έναν ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικό τρόπο. Έλεγε πως πιο δύσκολο είναι να τελειώσεις ένα μυθιστόρημα, γι’ αυτό έγραψε 29 φορές (!) την τελευταία σελίδα τού «Αποχαιρετισμός στα όπλα».
Ο γιατρός Νικ Άνταμς βρίσκεται μαζί με το μικρό του γιο σε μία κατασκήνωση Ινδιάνων, όπου μια γυναίκα χρειάζεται επειγόντως καισαρική τομή. Ο γιατρός όμως έχει στη διάθεσή του όλο και όλο ένα σουγιά. Μ’ αυτόν και χωρίς αναισθητικό πραγματοποιεί την επέμβαση. Δίπλα του ο μικρός γιος του κρατάει μια λεκάνη. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται ο πατέρας, ο οποίος μην αντέχοντας να ακούει τις φωνές πόνου της γυναίκας του, έχει κόψει το λαιμό του μ’ ένα ξυράφι. Αυτή είναι η υπόθεση ενός πρώιμου διηγήματος του Χέμινγουέι. Εκείνο στο οποίο εστιάζει ο συγγραφέας είναι οι εντυπώσεις του αγοριού κι όχι το συγκλονιστικό συμβάν.
Ο μελετητής του Φίλιπ Γιανγκ, ισχυρίζεται πως στα έργα του υπάρχει ένας μόνο ήρωας, ο Νικ Άνταμς, που με αυτό το όνομα ή με ένα σωρό άλλα πρωταγωνιστεί σε όλα. Είναι αυτός που αρνείται να φύγει μακριά από τους γκάνγκστερ που τον ψάχνουν για να τον σκοτώσουν στο αριστουργηματικό διήγημα με τίτλο ”Οι Δολοφόνοι”. Είναι αυτός που μυείται στον κόσμο της πορνείας και της ομοφυλοφιλίας, σε ένα άλλο διήγημα. Είναι ο Ρόμπερτ Τζόρνταν στο ”Για ποιον χτυπάει η Καμπάνα”, που δανείζεται τον τίτλο του από ένα στίχο του ΄Αγγλου ποιητή Τζον Ντον. Είναι ο Τζέικ Μπάρνες στο ”Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά” (1926), ο οποίος φέρει ένα τραύμα στα γεννητικά του όργανα από τον πόλεμο, έχει χάσει δηλαδή τον ανδρισμό του και περνά τις νύχτες του κλαίγοντας. Ο ήρωας αυτός είναι μέλος ενός ομίλου αυτοεξορίστων στο Παρίσι. Εκεί ζουν μια άσωτη ανεύθυνη μάταιη ζωή, όπως άλλωστε προειδοποιεί το μότο του βιβλίου από τον ”Εκκλησιαστή”, αλλά και τον περίφημο αφορισμό της Γερτρούδη Στάιν, ”Είσθε μια χαμένη γενιά”. Ο αφορισμός αυτός υπήρξε ακριβής και περιλάμβανε έναν εσμό συγγραφέων, όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ, ο Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ κ.ά. Παρόλα αυτά ο Χέμινγουέι θεωρούσε ότι ο αφορισμός αυτός ήταν μια μπούρδα. Ωστόσο υπήρξε μέλος αυτής της συντροφιάς και ευνοούμενος της Γερτρούδης Στάιν. Κάθε φορά που επέστρεφε στο Παρίσι όπου βρισκόταν το σαλόνι της, εκείνη τον υποδεχόταν θριαμβευτικά σαν τον άσωτο υιό. Το αναφέρει μάλιστα στο βιβλίο της ”Η αυτοβιογραφία της Άλις Τόκλας”. Είναι γνωστό ότι ο Χέμινγουέι, αντίθετα με τη Στάιν, θαύμαζε τον ”Οδυσσέα” του Τζέημς Τζόυς, με τον οποίο τα έπινε συχνά και, επειδή ήταν γεροδεμένος, τον έβαζε μπροστά στους καυγάδες που άνοιγε και του έλεγε: «Χέμινγουέι καθάρισε».
Ένα όχι και τόσο πετυχημένο μυθιστόρημα με τίτλο ”Να έχεις και να μην έχεις”, (1937), οφείλει πολλά σ’ έναν απίθανο συνδυασμό έργων όπως ο ”Οδυσσέας” του Τζόυς, ο ”Θαλασσόλυκος” του Τζακ Λόντον, ένα μυθιστόρημα του Φρανκ Νόρις.
Η Γερτρούδη Στάιν αποφαίνεται πως το έργο του φαντάζει μοντέρνο αλλά ”μυρίζει μουσείο”. Θέλει να πει, δηλαδή, ότι είναι δευτερογενές. Ο μεγάλος κριτικός Έντμουντ Γουίλσον λέει, αντίθετα, πως ο Χέμινγουέι είναι ίσως ο μόνος ο οποίος διαφεύγει από τη συνηθισμένη φιλολογική μοίρα να πηγάζεις από κάποιον άλλον, ενώ ο Άλφρεντ Κάζιν θεωρεί πως δεν έχει καμιά βασική σχέση με κανέναν προπολεμικό πολιτισμό. Το 1932 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα ”Θάνατος το απόγευμα”, όπου αποδεικνύεται βαθύτατος γνώστης της τεχνικής της ταυρομαχίας, περιγράφοντας το θέαμα ως τραγική μάλλον τελετουργία παρά ως άθλημα. Δεν είναι τυχαίο ότι, προκειμένου να αναφερθεί στον Χέμινγουέι, ο Έντουαρντ Σαΐντ διαλέγει αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα, για να παρατηρήσει ότι οι ειδικές γνώσεις του πάνω στην ταυρομαχία θυμίζουν τις γνώσεις του Μέλβιλ πάνω στο ψάρεμα της φάλαινας στο Μόμπυ Ντικ.
Όπως έλεγαν στην προεπαναστατική Ρωσία, πως όλοι είχαν βγει από το ”Παλτό” του Γκόγκολ, έτσι και στην Αμερική έλεγαν πως όλη η σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία πήγαζε από το βιβλίο του Μαρκ Τουέιν ”Χάλκμπερυ Φιν”, ένα έργο που άρχισε να γράφεται το 1884. Το ίδιο ισχύει και για τον Χέμινγουέι. Ο Χακ, όπως και ο ”Τομ Σώγιερ” ,όπως λέει πάλι ο Φίλιπ Γιανγκ, ”είναι ένα παιδί ψυχικά τραυματισμένο, βασανισμένο από τον τρόμο που του προξένησαν όσα είδε και έζησε, τυραννισμένο από εφιάλτες και αϋπνίες και θεληματικά αποξενωμένο από την κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία μεγάλωσε”. Αυτό το πορτραίτο ταιριάζει γάντι στον Χέμινγουέι. Η συνεχής ενασχόλησή του με το φάσμα του θανάτου, οι μανίες του, οι τραυματισμοί οι σωματικοί και ψυχικοί που υπέστη, οι εφιάλτες και οι αϋπνίες των ηρώων του, ο νευρικός κλονισμός και οι νευρώσεις του επιδέχονται σίγουρα ψυχαναλυτική ερμηνεία.
‘Οποτε ήθελε να ξεκουραστεί – αν υπήρξε ποτέ ξεκούραση στη ζωή του- πήγαινε στον κόλπο Κη Γουέστ στη Φλόριντα, όπου είχε αγοράσει μία κατοικία και ένα σκάφος που το είχε βαφτίσει Πιλάρ, από την ηρωίδα τού “Για ποιον χτυπάει η Καμπάνα” και μ’ αυτό ψάρευε στο ρεύμα του κόλπου.
Το ερημητήριό του στο οποίο επέστρεφε συνέχεια ήταν ένα αγρόκτημα που είχε αγοράσει στη Φίνγκα Βιγκία κοντά στην Αβάνα, το οποίο εγκατέλειψε μετά την επανάσταση του Κάστρο. Οπότε μετακόμισε σε μια κατοικία στο Αϊντάχο. Εκεί προσπάθησε να συνεχίσει τις ασχολίες του, αλλά το άγχος και η κατάθλιψη καθώς και ο νευρικός κλονισμός που υπέστη τον οδήγησαν σε ψυχιατρική κλινική, όπου υποβλήθηκε σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ. Το αποτέλεσμα υπήρξε τρομακτικό, έχασε τη μνήμη του σε σημείο που δεν θυμόταν καν ποιος είναι. Βγαίνοντας από την κλινική αυτοκτόνησε με την κυνηγετική του καραμπίνα.
Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του οι εφημερίδες δεν έπαψαν ποτέ να ασχολούνται με την περίπτωσή του. Τα σκάνδαλα, τους γάμους του, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του. Έτσι ασχολήθηκαν εκτενώς και με την αυτοκτονία του.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο στίχος του Τζον Ντον από τον οποίο προήλθε ο τίτλος του βιβλίου του για τον Ισπανικό εμφύλιο θα αποτελούσε πολύ ταιριαστό επιτύμβιο: ”Μη ρωτάς για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπάει για σένα”.