Από τότε που τον πρωτογνώρισα μέχρι και σήμερα, πατημένα πια τα εξήντα, παραμένει ένας όμορφος και καλοστεκούμενος άντρας. Ψηλός, στεγνός, με καστανόξανθα μαλλιά, λίγο ασπρισμένα και πάντα με μακρύ μουστάκι. Επάγγελμα χτίστης πέτρας, πετράς και μαρμαράς μαζί.
Πελεκάει και χτίζει τις μαρμαρόπετρες, που βγάζει από τα γύρω βουνά, πάνω από σαράντα χρόνια, με το ίδιο μεράκι και την ίδια όρεξη. Πιάνει την πέτρα και την κάνει στολίδι. Ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς, έχει φτάσει τώρα να είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης, ένας γητευτής της πέτρας.
Την τέχνη την έμαθε, παλικαράκι ακόμη, κοντά στους Λαγκαδιανούς μαστόρους, τους πετροχτιστάδες, που τότε μπουλούκια κατέβαιναν στα μέρη μας, για να χτίσουν σπίτια και εκκλησιές στα χωριά μας. Δεν υπήρχαν, τότε, ντόπιοι χτιστάδες τόσο καλοί.
Γυρνώντας από φαντάρος δεν άργησε και μικροπαντρεύτηκε, από έρωτα, μια κοντοχωριανή του λυγερή. Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια και στο σπιτικό του φύτρωσαν τρία φυντάνια, για να γίνει από τότε και πολύτεκνος. Σωστός σε όλα του, στη φαμίλια, στα νιτερέσια της δουλειάς, στην αγορά. Πρώτος ακόμη στο τραγούδι και στον χορό. Ο Θύμιος με τ’ όνομα.
Πιάνοντας τον ματρακά και το βελόνι, έπιανε μαζί και το τραγούδι. Το μαστορόπουλο, καλό και σεβαστικό παιδί, που κοντά του μάθαινε την τέχνη, τον σιγοντάριζε σφυρίζοντας στον ίδιο σκοπό. Δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι. Φόρτωνε τα παιδιά στην καρότσα του μικρού φορτηγού, την κυρά δίπλα του και έτρεχε στα γύρω ξωκκλήσια, όταν γιόρταζαν και είχαν πανηγύρια.
Καμαρώνει τώρα και κορδώνεται, με το δίκιο του, σαν μετράει και δείχνει μερικά, μόνο, απ’ αυτά που έχει χτίσει. Εκκλησιές, αρχοντόσπιτα, αλλά και χαμηλά σπιτάκια, βρύσες, μάντρες, πορτασιές. Ακόμη και τους τάφους, τους πιο ωραίους, που έχει κάνει στο μικρό νεκροταφείο του χωριού.
Είχε στήσει το εργαστήρι του μακριά από τα τελευταία σπίτια, μέσα στα βουνά, κοντά στον δρόμο που ’βγαζε στο ξωκκλήσι του Αι-Νικόλα. Εκεί πελέκαγε τα πιο δύσκολα κομμάτια, όπως παραστάδες, πρέκια, φουρούσια, καμάρες και σταυρούς. Σαν τα ετοίμαζε, τα κουβάλαγε με το φορτηγάκι του και τα ταίριαζε εκεί που έπρεπε, στα γιαπιά που ’χτιζε.
Όλα του τα ανάχρεια ήτανε μέσα κει. Κρεμασμένα, πάνω από τον βαρύ πάγκο, κάθε είδους καλέμια, βελόνια, ματρακάδες, σμίλες, τρυπάνια, ράσπες. Τριγύρω σκόρπια κομμάτια μάρμαρα και πέτρες. Στο βάθος το διαμαντοπρίονο, το πιο βαρύ εργαλείο, για να σχίζει τις μαρμαρόπετρες.
Ώρες αμέτρητες πέρναγε μέσα κει δουλεύοντας. Οι σφυριές, ανάκατες με το τραγούδι του, φτάνανε μέχρι τον δρόμο. Αργά το μεσημέρι σαν τέλειωνε, δεν ξέχναγε πριν φύγει να δέσει με τη μακριά αλυσίδα, μπροστά στην πόρτα, το άγριο λυκόσκυλο, που πάντα είχε για φύλακα.
Ο Θύμιος, στα κέφια του, αν βρει καλή παρέα και καλή ρακή, αρχινάει, κουτσοπίνοντας, να λέει ιστορίες, παλιές και νέες.
Τις ξετυλίγει όμορφα, με μετρημένες λέξεις και φράσεις. Είναι θυμόσοφος…Κάποτε ξεμονάχιασε και μένα και έπιασε να μου λέει μια ιστορία, που για να πω την αλήθεια, μου φάνηκε παράξενη, λίγο σαν παραμύθι. Ύστερα από τόσα χρόνια την θυμάμαι καλά, ακόμη.
Ήταν, τότε, στις μεγάλες του δόξες. Δεν προλάβαινε να κλείνει δουλειές. Θα ’ταν κοντά στα σαράντα, με τα παιδιά του αρκετά μεγαλωμένα. Μια μέρα ένας φίλος του εργολάβος, που άνοιγε έναν δρόμο μακριά από το χωριό, του ξεφορτώνει ένα μεγάλο βράχο στην πίσω αυλή της καλύβας του. «Δεν είναι σαν τους δικούς μας», του λέει. «Τούτος είναι αλλιώτικος, έχει πόρους και δουλεύεται πιο εύκολα, σε σένα όλο και κάτι θα χρησιμέψει».
Ήταν ένας μακρόστενος βράχος κοντά δύο μέτρα, κιτρινωπός σαν την άμμο, με μικρές τρύπες σαν σφηκοφωλιά. Από κείνη τη στιγμή στο μυαλό του Θύμιου σφηνώθηκε η ιδέα. Κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε πρώτα όσα έπρεπε να ετοιμάσει, αντί να φύγει, πήγαινε πίσω στην αυλή και πελέκαγε τον βράχο.
Το μαστορόπουλο όλο και κρυφοκοίταζε περίεργα, μέχρι που μια μέρα τόλμησε να τον ρωτήσει, λίγο ντροπιασμένο. «Γυναίκα φτιάχνεις μάστορα;» «Ναι ρε μπουμπούνα», του απαντάει, «τι νόμιζες ότι θα ’φτιαχνα κανέναν μαγκλαρά, δεν φτάνουμε εμείς οι δύο; Παλεύω να φτιάξω ένα θηλυκό, να το ’χουμε για παρέα σε τούτη δω την ερημιά».
Από τότε και όσο ο καιρός πέρναγε, το μαστορόπουλο έβλεπε θαμπωμένο τον βράχο, μέρα με τη μέρα, να μοιάζει όλο και πιο πολύ στη γυναίκα, που ο μάστοράς του είχε φανταστεί.
Μπροστά στα μάτια τους ήταν τώρα, ξαπλωμένη στο χώμα, μια κοπέλα με μακριά πόδια, μακριά μαλλιά και στητά στήθια, σαν ζωντανή. Δεν χόρταιναν να τη χαζεύουν.
Η Θύμιαινα, λίγες φορές πέρναγε από το εργαστήρι του άντρα της. Μια απ’ αυτές ήταν σίγουρα εκείνη, σαν γύρναγαν από το πανηγύρι του Αι-Νικόλα και έβρισκε τότε την ευκαιρία να συμμαζέψει λίγο τον χαμό που βασίλευε μέσα κει.
Όλες τις άλλες μέρες, πάλευε με τις δουλειές του σπιτιού, με τα παιδιά και με τον μικρό της μπαξέ, δίπλα στην αυλή τους. Τα ’φερε όμως έτσι ο διάολος να περάσει από κει μια μέρα, που ’ψαχνε τον άντρα της.
Βρήκε το μαστορόπουλο να τεμπελιάζει και να λαγοκοιμάται ακουμπισμένο στον πάγκο. Χωρίς να το ξυπνήσει, το προσπέρασε ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω κι άνοιξε μετά την πορτούλα, που ’βγαζε στην πίσω αυλή. Στην αρχή παραξενεύτηκε μ’ αυτό που είδε ξαπλωμένο εκεί, ψάχνοντας όμως με τη ματιά της από πάνω μέχρι κάτω, δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία. Της ήρθε το αίμα στο κεφάλι, ζεματίστηκε …Ξύπνησε το μαστορόπουλο και χωρίς να του πει κουβέντα για ό,τι είδε, του ζήτησε να την πάει με το μηχανάκι του στο χωριό.
Το ίδιο βράδυ, ο καλός της μαζεύτηκε σχετικά νωρίς από τον καφενέ. Είχε πιει τις ρακές με την παρέα του, είχαν πει τα καλαμπούρια τους και ήταν μες στην καλή χαρά. Όλα του είχαν πάει καλά κείνη τη μέρα, δεν είχε παράπονο. Τα παιδιά είχαν πέσει από νωρίς για ύπνο και θέλησε να μοιραστεί τη καλή του διάθεση με την κυρά του.
Χαμογελώντας πονηρά κάτω από το μουστάκι του, άφησε κάποιο υπονοούμενο για τα περαιτέρω, όμως εκείνη φανερά θυμωμένη, του ’κοψε με τη μια την όρεξη. Παραξενεύτηκε, όχι τόσο για την άρνησή της, όσο για το ύφος της το ξινισμένο και θέλησε κάποια εξήγηση.
Τ’ άκουσε τότε όλα μαζεμένα, χωρίς ανάσα, από το στόμα της: «Παράτα με ήσυχη, εσύ έχεις την άλλη τώρα, εγώ δεν σου ’φτανα. Βλέπεις εκείνη, που ’φτιαξες, θα μείνει πάντα νέα κι όμορφη, όχι σαν του λόγου μου, που μ’ έφαγαν οι δουλειές και οι έγνοιες». Έτσι τα ’πε και γυρνώντας του την πλάτη έπεσε στο κρεβάτι.
Ο έρμος Θύμιος νόμιζε ότι, τόσα χρόνια που ήταν μαζί, την ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά και τούτο το φέρσιμο του ’ρθε κατακέφαλα, δεν το περίμενε. Πώς να το χωνέψει ότι η γυναίκα του είχε ζηλέψει ένα άγαλμα, μια άλλη από πέτρα…Όλο το βράδυ βρυκολάκιασε, μάτι δεν έκλεισε.
Αχάραγα σηκώνεται και χωρίς να της πει κουβέντα, βάζει μπροστά το φορτηγάκι για το εργαστήρι του. Σ’ όλο τον δρόμο, μια φράση μόνο βγαίνει μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του:
«Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι».
Με το που τον βλέπει το λυκόσκυλο να ’ρχεται, του κάνει χίλιες χαρές γρυλίζοντας, αλλά κείνος που όρεξη για τέτοια.
Βουτάει τη βαριά από τον πάγκο και κλωτσώντας το πορτάκι βγαίνει στην πίσω αυλή. Θολωμένος καθώς είναι, στέκεται για μια στιγμή να πάρει ανάσα και της ρίχνει μια ματιά, την τελευταία…Η βαριά σηκώνεται και πέφτει με φόρα σμπαραλιάζοντας πρώτα τα μακριά της πόδια. Μουρμουρίζοντας πάντα τις ίδιες λέξεις: «Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι», συνεχίζει με την ίδια βία να σπάζει, προχωρώντας όλο και πιο πάνω, μέχρι να κάνει και το κεφάλι της θρύψαλα.
Τελειώνοντας, λούτσα στον ιδρώτα, παρατάει χάμω τη βαριά και ξαλαφρωμένος πάει προς το σκυλί. Εκείνο συνεχίζει τις χαρές, σαν να κατάλαβε, το καημένο, τα ζόρια που τράβηξε ο κύρης του. Το χαϊδεύει στο κεφάλι στοργικά και κάθεται κοντά του, σε μια πέτρα, για να ξελαχανιάσει.
Την ίδια στιγμή, ο ήλιος μόλις που άρχιζε να ξεμυτίζει, από την απέναντι βουνοκορφή…