Το αμπέλι μας το είχε φυτέψει και αναστήσει ο παππούς, ο πατέρας της μητέρας μας. Δεν ήταν μεγάλο, ήτανε όμως πολύ καρπερό. Είχε διαφόρων ειδών κλήματα, ροδίτες, μοσχάτα, κέρινα κ.ά. Το κρασί που ’βγαζε ήταν αρωματικό και γλυκόπιοτο. Ήταν περίπου τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη και στη μια του πλευρά είχε για σύνορο τη Ξεροχωρίτικη γράνα. Στην όχθη της ήταν φυτρωμένος ο μεγάλος καλαμιώνας, που από τα ψηλά του καλάμια ο πατέρας έφτιαχνε φουρκάδες, χρήσιμες για να κλαρώνουν πάνω τους οι ντοματιές.
Στην είσοδο του αμπελιού, αριστερά, ήταν ο μεγάλος πλάτανος. Στον ίσκιο του από κάτω ξαπόσταιναν οι εργάτες, στο σκάψιμο του αμπελιού ή στον τρύγο και έτρωγαν το μεσημέρι ό,τι τους είχε ετοιμάσει η μητέρα, συνήθως μπακαλιάρο ή φασολάδα. Μια νταμιζάνα κρασί ήταν εκ των ων ουκ άνευ, για να συνοδεύει το φαΐ τους. Με το ξεθέωμά τους από το πρωί μέχρι το σούρουπο, έκαιγαν πολλές θερμίδες και έπρεπε κάπως να τις αναπληρώσουν. Απέναντι από τον πλάτανο, δεξιά, ήσαν οι δύο μεγάλες συκιές με τα λαχταριστά τους σύκα.
Ο παππούς, όταν πάντρεψε τη μοναχοκόρη του, της έδωσε το αμπέλι για προίκα και από τότε ανέλαβε ο πατέρας μας τη φροντίδα του. Αυτό κράτησε για πολλά χρόνια, μέχρι που μεγάλωσε και μη μπορώντας άλλο, αποφάσισε να το ξεκωλώσει και να το δώσει για φύτεμα ντομάτας. Έτσι άλλωστε έκαναν οι περισσότεροι κτηματίες, που δοκίμαζαν την τύχη τους με το νέο προϊόν.
Κάναμε, τότε, σεμπριά με τον Χρήστο και τη Μαρία τη γυναίκα του. Ήσαν άνθρωποι ήσυχοι, της δουλειάς και με τα δυο παιδιά τους είχαν φτιάξει ένα καλό σπιτικό. Η Μαρία, απ’ όσα έλεγε η μητέρα, ήταν πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο και το όνειρό της ήταν να γίνει δασκάλα. Η φτώχεια όμως δεν της το επέτρεψε και έτσι έγινε αγρότισσα.
Ήταν κόρη της περίφημης Μουρτζοβασίλως, μιας αντρογυναίκας, που πούλαγε ψάρια και χέλια από τη λίμνη, μέσα σε ψαροκασέλες, στην πάνω αγορά. Αλλά και ο Χρήστος δεν ήταν αγράμματος. Είχε βγάλει τις περισσότερες τάξεις στο γυμνάσιο και τα λόγια του ήσαν πάντα σωστά και μετρημένα. Δεν έβρισκες συμπολίτη μας να πει κάτι κακό για το άτομό του.
Το μόνο του κουσούρι ήταν η αδυναμία που είχε στο κρασάκι. Τι να κάνει και η φουκαριάρα η Μαρία, το ’χε αποδεχθεί σαν αναγκαίο κακό και όσο μπορούσε έδειχνε κατανόηση. Σχεδόν κάθε βράδυ περίμενε υπομονετικά, έξω από το κρασοπουλειό, πότε ο καλό της θα τελειώσει την οινοποσία του για να τον παραλάβει και αλά μπρατσέτα να γυρίσουν στο σπίτι τους. Στον γυρισμό ο Χρήστος ήταν σαν βρεγμένη γάτα, δεν έβγαζε κιχ σε ό,τι του έσουρνε ψιθυριστά η Μαρία.
Κατά τ’ άλλα όμως ήταν άψογος. Όλη τη μέρα την έβγαζε στο χωράφι δουλεύοντας αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα για τα προς το ζην της οικογένειας.
Το στέκι του Χρήστου και της παρέας του ήταν ο Μαύρος Γάτος του Κομπόρη. Ένα άθλιο υπόγειο, τρία μέτρα βάθος, που κατέβαινες με μια απότομη πέτρινη σκάλα.
Ένα χοντροφτιαγμένο, μακρόστενο, ξύλινο τραπέζι, στη μέση του χώρου και ανά γύρω καμιά οχταριά καρέκλες ήσαν όλα κι όλα τα έπιπλά του. Πάνω από το τραπέζι μια ηλεκτρική λάμπα φώτιζε τον χώρο με το λιγοστό της, ψόφιο φως. Στο βάθος πάνω σε χοντρά τρίποδα έστεκαν τα βαγένια.
Έτυχε και σε μένα μια φορά να γνωρίσω από κοντά τον Μαύρο Γάτο, όταν ο πατέρας μου μ’ έστειλε να πω στον Χρήστο μια παραγγελιά του. Κατεβαίνοντας τη σκάλα, μου πήρε λίγα λεπτά να συνηθίσω το μισοσκόταδο και να αρχίσω να ξεχωρίζω τα πρόσωπα μέσα από το ντουμάνι των τσιγάρων. Ο Χρήστος και η παρέα του καθισμένοι γύρω από το τραπέζι είχαν από ένα κρασοπότηρο μπροστά τους και το καρτούτσο γεμάτο με κρασί στη μέση. Μερικές σαρδέλες σκόρπιες σε μια λαδόκολλα σου ’σπαγαν τη μύτη.
Η σεμπριά μας με τον Χρήστο και τη Μαρία κράτησε αρκετά. Υπήρχαν χρονιές που η τιμή της ντομάτας ήταν καλή, άφηνε ένα αρκετά σημαντικό κέρδος και ο κόπος τους έπιανε τόπο. Άλλες όμως ήσαν ίσα βάρκα ίσα νερά. Το νιτερέσιο μαζί τους δεν υπήρξε ποτέ προβληματικό και όλοι μας, εμείς και εκείνοι, είμαστε ευχαριστημένοι. Οι δρόμοι μας χωρίστηκαν τη μέρα που το χωράφι πουλήθηκε και με τα λεφτά του καλύψαμε άλλες ανάγκες μας.
Είναι καλοκαίρι, αργά το απόγευμα.
Η μητέρα αδύνατη και πολύ ταλαιπωρημένη κάθεται στη βεραντούλα που βλέπει στον δρόμο. Δίπλα της κάθομαι κι εγώ για να της κάνω παρέα. Ο περασμένος χειμώνας ήταν για όλους μας δύσκολος. Πολύ περισσότερο βέβαια για τη μητέρα, που χτυπημένη από τον καρκίνο, χρειάσθηκε να κάνει εγχείρηση και στη συνέχεια χημειοθεραπεία και ακτινοβολίες. Δυνατή και έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, ποτέ της δεν μας έκανε κουβέντα για την αρρώστια της, δεν ήθελε να μας πικράνει.
Τα κακά νέα, ως γνωστόν, δεν αργούν να διαδοθούν. Στη μικρή κοινωνία μας το μαντάτο της αρρώστιας της μητέρας είχε ήδη φτάσει, όπως άλλωστε έφτασε, λίγο μετά και κείνο για την άτυχη Μαρία, που ήταν αρκετά νεότερη της.
Χαζεύαμε λοιπόν εκείνο το απόγευμα τους περαστικούς, όταν στη στροφή του δρόμου φάνηκε η Μαρία να κατηφορίζει με αργό βήμα και πρόσωπο συννεφιασμένο. Η ματιά της αμέσως έπεσε στη μητέρα. Δεν είπε τίποτα, μόνο με το χέρι της έκανε ένα νεύμα όλο νόημα, σαν να της έλεγε. «Κυρά Γιωργία εγώ πάω, φεύγω, σ’ αφήνω γεια». Η μητέρα έκανε πως δεν κατάλαβε. «Τι κάνεις Μαρία μου;» ρώτησε. Εκείνη δεν απάντησε, κουνώντας το κεφάλι συνέχισε το δρόμο της.
Η μητέρα πάλεψε κοντά δέκα χρόνια την αρρώστια της. Η θέλησή της να ζήσει ήταν πολύ μεγάλη. Η Μαρία στάθηκε πιο άτυχη, έφυγε νωρίς.
Ο Χρήστος μετά τον χαμό της γυναίκας του απόμεινε αμανάτι. Τα παιδιά του, παντρεμένα, μένανε αλλού, με τις δικές τους πια φαμίλιες. Αριά και που τα ’βλεπε. Βάλσαμο στον πόνο του είχε το κρασάκι. Ποιος άλλωστε, ύστερα από το κακό που τον βρήκε, θα μπορούσε να πει κάτι για το κουσούρι του. Όλα τα δίκια τα ’χε με το μέρος του.
Εκεί, στον Μαύρο Γάτο, το στέκι του, μόλις σκοτείνιαζε έσερνε τα βήματά του και κατέβαινε την πέτρινη σκάλα του. Οι συμπότες του ήσαν εκεί και τον περίμεναν για να πιουν μαζί του και για να του πουν, τραυλίζοντας, λίγες λέξεις παρηγοριάς. Αργά, μόλις τα μαγαζιά της αγοράς κλείνανε, τον βλέπαμε να ανηφορίζει παραπατώντας για το κονάκι του. Μέχρι τη μέρα που πέθανε, κάθε βράδυ ο Χρήστος το ίδιο εκείνο δρομολόγιο ακολούθαγε πιστά…