Το Θέατρο Πουλιέται κι Aγοράζεται.
Καταναλώνεται.
Κοστίζει Χρόνο και Χρήμα.
Η ανταπόδοση για το Χρόνο δεν έχει αντίκρισμα, παρά μόνο στα βιβλία της θεατρικής ιστορίας και καμία φορά σε κάποιο σεβασμό από το συνάφι.
Η ανταπόδοση για το Χρήμα γίνεται με το αντίτιμο του εισιτηρίου, με Χορηγίες και Επιχορηγήσεις.
Το χρηματικό αντίτιμο καταναλώνεται για την επιβίωση του καλλιτέχνη, επενδύεται στην επόμενη θεατρική παραγωγή, μετατρέπεται σε υλικά αγαθά ή αποταμιεύεται με μορφή ακινήτων ή τραπεζικών καταθέσεων, για να το καταναλώσουν οι κληρονόμοι του θεατρικού καλλιτέχνη.
Η τεχνική τελειοποίηση του καλλιτέχνη είναι αναγκαία για να μπορέσει να εκφράσει, με πνευματική αναζήτηση και αισθητικά ενδιαφέροντα τρόπο, την καλλιτεχνική του σύλληψη.
Ή για να κάνει το δημιούργημά του ευπώλητο.
Δηλαδή να εξασφαλίσει την εμπορική αξία του προς κατανάλωσιν αγαθού.
Έτσι όμως έχει δημιουργηθεί η σύγχυση μεταξύ καλλιτέχνη και τεχνίτη.
Η διαφορά των δυο είναι ότι τα δημιουργήματά τους, για τον μεν πρώτο θεωρούνται έργα τέχνης, ενώ για τον δεύτερο είναι απλώς χρηστικά αντικείμενα.
Δεύτερη σύγχυση είναι, όταν ο τεχνίτης θεωρεί το δημιούργημα του όχι χρηστικό αντικείμενο αλλά έργο τέχνης, όμως οι αποδέκτες του έργου δεν συμφωνούν. Αυτού του είδους ο «καλλιτέχνης» κυκλοφορεί με ύφος καλλιτέχνη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας κατασκευαστής καταναλωτικού αγαθού.
Τέχνη δεν είναι αυτό που Μοιάζει, αλλά αυτό που Είναι· και πολλές φορές τη διαφορά μεταξύ των δύο καταστάσεων την αποφασίζει η Ιστορία της Τέχνης.
Οι διαφημιστές του καταναλωτικού αγαθού προσπαθούν να καλλιεργήσουν τη σύγχυση, για να καταφέρουν να πουλήσουν το καταναλωτικό αγαθό σαν έργο τέχνης. Πολλές φορές το καταφέρνουν κι έτσι καλλιεργούν την αέναη κίνηση του φαύλου κύκλου: ο τεχνίτης να θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη, τα καταναλωτικά αγαθά να εκλαμβάνονται ως έργα τέχνης και ο κατασκευαστής τους να θεωρείται καλλιτέχνης από τον εαυτό του, αλλά δυστυχώς και από τους άλλους.
Η σύγχυση επιτείνεται από την προώθηση των δημιουργημάτων από τα μέσα κοινωνικής επικοινωνίας και τους μηχανισμούς πληροφόρησης.
Ονομάζονται έργα τέχνης, κάποια αμιγώς καταναλωτικά αγαθά και αποκαλούνται καλλιτέχνες, άνθρωποι που κανένα εσωτερικό πάθος δεν εκφράζουν, που καμιά πρόθεση δεν έχουν να βοηθήσουν τη σκέψη και την ψυχή των συνανθρώπων, που κανένα σεβασμό δεν έχουν απέναντι στα θεατρικά κείμενα των ποιητών, που θεωρούν τα θεατρικά έργα ότι γράφτηκαν για να αναδείξουν τη δίκη τους ζηλευτή προσωπικότητα, που κάνουν θέατρο για να βλέπουν το πορτραίτο τους στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων και στα εξώφυλλα των περιοδικών, που αποβλέπουν στο χειροκρότημα, αλλά σε αυτό το χειροκρότημα που συνεπάγεται οικονομικά οφέλη και περίοπτη θέση στη μαρκίζα.
Η σύγχυση επιτείνεται από τους δημόσιους φορείς, που έχουν μεν υποχρέωση να επιχορηγούν και να ενισχύουν το έργο των καλλιτεχνών, αλλά, επηρεασμένοι από τη διαφήμιση, από πολιτικές σκοπιμότητες, από προσωπικές διαπλοκές, από ατομικές ή συλλογικές παρανοήσεις, ενισχύουν και επιχορηγούν μη καλλιτέχνες· και με αυτό τον τρόπο καλλιεργούν έναν άλλο φαύλο κύκλο: Να θεωρούνται καλλιτέχνες αυτοί που επιχορηγούνται ή ενισχύονται από το κράτος ή τα φεστιβάλ.
Για να ξεφύγουμε από όλες αυτές τις συγχύσεις, σκόπιμες ή αθέλητες, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι Έργο Τέχνης είναι μόνο ότι είναι ποιητικό, δηλαδή προκαλεί στον αποδέκτη ιδέες και σκέψεις που δεν περιέχει,
Μόνο ό,τι κοστίζει περισσότερο από ότι πληρώνεται,
Μόνο ό,τι προάγει την αναζήτηση άλλων καλλιτεχνών,
Μόνο εκείνο που θα αξίζει και για την επόμενη γενιά ή θα αντέχει πολλά χρόνια μετά.
Εξαιρετικό το κείμενο του κ. Καπελώνη. Αλήθειες και ξεκάθαρες θέσεις είναι ένας σπάνιος συνδυασμός, που σπανίζει. Συγχαρητήρια στον σπουδαίο άνθρωπο του θεάτρου.
Εύη Ζερβού, φιλόλογος