Το κράτος νομοθετεί. Καλώς. Ή κακώς.
Όταν ένας νόμος αρχίζει να συγκρούεται με την κοινωνία πυροδοτείται η προετοιμασία αλλαγής του.
Μετά, οι κοινωνικοί ή πολιτικοί συσχετισμοί καθορίζουν το εύρος και το είδος των αλλαγών.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Θεατρική εκπαίδευση. Ιδιωτική, επειδή το κράτος δεν αποφάσισε ακόμη ότι ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής είναι πρόγονοί του.
Η εκπαίδευση των κάθε είδους τεχνιτών -και των ηθοποιών βεβαίως-, από καταβολής καλλιτεχνικού κόσμου, γινόταν στα εργαστήρια των μαστόρων. Το κάθε εργαστήριο είχε τη δική του μέθοδο, αυτήν του Δασκάλου.
Όταν ο μαθητευόμενος διαφωνούσε ή δεν πληρωνόταν αρκετά, ή ένιωθε ότι στενεύεται η έκφραση της Τέχνης που φούσκωνε μέσα του, ή νόμιζε ότι η κοινωνία είχε ανάγκη και άλλης Τέχνης, ή και άλλα και άλλα, αποχωρούσεαπό το εργαστήριο του Δασκάλου• και έφτιαχνε το δικό του εργαστήριο. Όποτε και αν ήθελε έπαιρνε βοηθούς, που μαθαίνανε την Τέχνη. Και ούτω καθεξής.
Τα πρώτα σχολεία θεάτρου, σχολεία ηθοποιών, είναι κομμάτια των θιάσων.
Δηλαδή σχολεία με εφαρμογή της διδασκαλίας επί σκηνής.
Στον 20ο αιώνα, αν δεν κάνω λάθος, η εκπαίδευση αυτονομείται.
Ο ηθοποιός εκπαιδεύεται στο σχολείο του θεάτρου, αλλά την εφαρμογή την κάνει αλλού.
Μετά, εκεί όπου μπορεί να εφαρμόσει όσα έμαθε, τα πράγματα βαίνουν καλώς.
Έτσι κι αλλιώς, συνεχίζει την βελτίωση των τεχνικών του, γιατί η Τέχνη δεν μαθαίνεται ποτέ.
Αν στον θίασο που θα βρεθεί, κάθε φορά, δεν ισχύουν όσα έχει μάθει μέχρι τούδε, θα υποχρεωθεί να μάθει τον νέο τρόπο, ή τρόπους, που απαιτεί ο θιασάρχης ή ο εκάστοτε σκηνοθέτης.
Για να μην τα πολυλογούμε, το ελληνικό κράτος, πριν σαράντα χρόνια, συντάσσει έναν νόμο, που θεωρεί ότι βάζει τάξη σε ένα θολό τοπίο και παράλληλα καταργεί την περίφημη Άδεια Ασκήσεως Επαγγέλματος του ηθοποιού.
Έτσι αποσυνδέεται η εκπαίδευση από την επαγγελματική αποκατάσταση.
Όμως το κράτος διενεργεί τις εξετάσεις για την εισαγωγή των σπουδαστών στις σχολές, εξετάζει τους αποφοίτους των και απονέμει πτυχία με τίτλο «Πτυχίο Ανωτέρας Δραματικής Σχολής».
Τον καιρόν εκείνο, την ίδια επικράτεια, την Ελληνική, υπάρχουν άλλες Ανώτερες Σχολές του κράτους κι έτσι θεωρείται αυτονόητο ότι τα πτυχία όλων αυτών των Ανώτερων Σχολών είναι ισότιμα.
Περνούν είκοσι χρόνια, και το κράτος αποφασίζει, να καταργήσει εκείνες τις άλλες ανώτερες σχολές και να τις κάνει ανώτατες, για λόγους εξυπηρετήσεως μέρους της ψηφίζουσας κοινωνίας.
Όμως ξεχνάει τις Ανώτερες Δραματικές Σχολές, επειδή αφορά πολύ λίγους ή απλώς γιατί δεν νοιάζεται.
Τα επόμενα χρόνια το κράτος συνεχίζει να εποπτεύει τις Ανώτερες Δραματικές Σχολές και συνεχίζει να απονέμει ανώτερα πτυχία, που όμως ουδείς αναγνωρίζει ως καν πτυχία.
Κάποτε, πριν τρία χρόνια, μέρος της θεατρικής κοινότητας προσπαθεί -και καταφέρνει- να πείσει το κράτος να τακτοποιήσει το ζήτημα. Το κράτος ενδίδει και εκδίδει Κοινή Υπουργική Απόφαση, δηλαδή νόμο, που ρυθμίζει το πρόβλημα της αναγνώρισης των πτυχίων, αλλά για μέχρι πριν δεκαεπτά χρόνια. Για τα δεκαεπτά τελευταία χρόνια, το πρόβλημα παραμένει αρρύθμιστο. Προφανώς μέχρι να ασκηθούν οι κατάλληλες πιέσεις και να επιβάλουν την τακτοποίησή του.
Τότε, εμφανίζεται ένας συνδικαλιστικός φορέας, με άλλα ανώτατα πτυχία, που περιέχουν στον τίτλο τους τη λέξη «θεατρικός», -αλλά ουδεμία σχέση έχουν με τα πτυχία των Δραματικών Σχολών- και προσβάλλει την Κοινή Υπουργική Απόφαση, στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Γιατί;
Μα για να ψοφήσει το «πτυχίο» του γείτονα.
Ο λόγος της προσφυγής είναι, ότι υπάρχει ο κίνδυνος, να σταθεί εμπόδιο σε κάποια επαγγελματική αποκατάσταση, εκείνο το αμφισβητούμενο κρατικό πτυχίο και συγκεκριμένα για την πρόσληψη σε μια δημόσια αμοιβόμενη θέση.
Ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω, η αγορά εργασίας έχει ξεχαρβαλωθεί εντελώς, αλλά -ως γνωστόν- ισχύει πάντα το δόγμα: μια δημόσια θέση είναι το όνειρο του νεοέλληνος.
Βεβαίως υπάρχει μεγάλη δυσκολία και κορεσμός στην καλλιτεχνική αγορά εργασίας.
Υπήρχε κάποτε κάποια προοπτική: η διδασκαλία θεάτρου στα σχολεία, η οποία όμως με τα νέα κρατικά μέτρα τείνει να καταργηθεί εντελώς.
Υπήρχε, μια φορά κι έναν καιρό, ένα μάθημα Ιστορίας του Θεάτρου, σε μια τάξη της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το οποίο, προφανώς, θα έπρεπε να διδάσκεται από τους θεωρητικούς του θεάτρου.
Το κράτος προσέλαβε διδάσκοντες, αλλά -μετά- θεώρησε, ότι κακώς έκανε. Μετέφερε λοιπόν τους διδάσκοντες σε άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης. Στην Πρωτοβάθμια.
Δηλαδή ένας θεωρητικός του θεάτρου να διδάξει 7χρονα και 8χρονα θέατρο. Και ο διδάσκων, ο οποίος είχε όνειρο να γίνει ηθοποιός, βρήκε την ευκαιρία να διδάξει υποκριτική και να χριστεί σκηνοθέτης ανηλίκων. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, να κάνει στους μαθητές του Θεατρικό Παιχνίδι.
Το κράτος που δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, δεν έκανε τίποτε.
Άφησε το σχολείο και τα επτάχρονα στο έλεός τους.
Αυτές ακριβώς είναι οι «ζηλευτές» θέσεις που εποφθαλμιούν οι παραπάνω εμπλεκόμενοι επαγγελματίες.
Το θέατρο του παραλογισμού, εφαρμοζόμενο στο δημοτικό σχολείο.
Έχουν ακουστεί ήδη πολλές απόψεις από τη μια και από την άλλη πλευρά. Δυστυχώς οι περισσότερες επιμένουν να συνδέουν την αναγνώριση των πτυχίων με την επαγγελματική πορεία.
Κανένα πτυχίο δεν κάνει τον καλό επαγγελματία, ειδικά σε τομείς πρακτικών εφαρμογών. Κανένα πτυχίο. Πότε των ποτών.
Για να μην μαλώνουμε τα προσεχή χρόνια, γιατί έτσι πάει να γίνει, σας λέω μετά λόγου γνώσεως, ότι η επαρκής διδασκαλία, η όποια διδασκαλία, ιδίως πρακτικών μαθημάτων, απαιτεί ειδική εκπαίδευση και απαραιτήτως εμπειρία επί του πεδίου. Η διδασκαλία του θεάτρου απαιτεί ακόμη περισσότερα.
Το ότι σε κάποιες δραματικές σχολές διδάσκουν απολύτως ακατάλληλοι δάσκαλοι, δεν νομιμοποιεί τις εκπτώσεις εκ μέρους του κράτους.
Η επιλογή των άξιων να διδάξουν προϋποθέτει δυνατότητα αξιολόγησης της εκπαίδευσης, αλλά και της εμπειρίας, πράγμα που στην ελληνική πραγματικότητα είναι αδύνατον.
Προτείνω λοιπόν:
1. Να υπάρξει αμέσως συνολική τακτοποίηση της αθλιότητας της μη αναγνώρισης ενός πτυχίου που δίνει το ελληνικό κράτος. Το ελληνικό κράτος που κατασκεύασε το πρόβλημα, να βρει τον τρόπο να το λύσει. Το τι είδους χαρτί είναι αυτό το «πτυχίο», είχε την υποχρέωση το κράτος να αποφασίσει πριν σαράντα χρόνια.
2. Η διδασκαλία του θεάτρου στο σχολείο είναι απολύτως απαραίτητη και χρησιμότατη, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Μέχρι να βρεθεί αντικειμενικότερος τρόπος επιλογής των διδασκόντων, προτείνω να διδάσκουν θέατρο στο σχολείο μόνο κάτοχοι και των δυο πτυχίων. Του Ανώτερου της Δραματικής Σχολής και του Ανώτατου των Θεατρικών Σπουδών.
Έχουν μαζευτεί, καλώς ή κακώς, πολλοί και σε αυτή την κατηγορία.
Επομένως η επιλογή θα πρέπει να γίνεται με μια πρόσθετη, αυστηρή αξιολόγηση.
Η διδασκαλία του Θεάτρου είναι πολύ σοβαρό ζήτημα. Η διδασκαλία του Θεάτρου στο σχολείο είναι ακόμη πιο σοβαρό, παρόλο που θεωρείται «ευκολάκι».
Υ. Γ. Έχω διδάξει ηθοποιούς, αλλά και θεατρολόγους, και μάλιστα σε πολύ καλές σχολές. Τις καλύτερες. Δεν υπάρχει μαθητής μου, που στερείται ιδιαίτερου ταλέντου επικοινωνίας με τον μαθητή και χωρίς ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο, που μπορεί να μπει σε μια τάξη και να διδάξει. Όχι μόνο θέατρο, αλλά ο,τιδήποτε.
Χαίρομαι, όταν βλέπω, ότι κάποιοι το καταφέρνουν.
“Η διδασκαλία του θεάτρου στο σχολείο είναι απολύτως απαραίτητη και χρησιμότατη, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης”.
το ίδιο ακριβώς ισχυρίζονται πάμπολλες ομάδες για το αντικείμενό τους. αν στη θέση ‘θεάτρου’ βάλουμε οποιοδήποτε γνωστικό αντικείμενο, πάντα υπάρχουν λόγοι να διδάσκεται αυτό. το ερώτημα είναι, πόσα μπορούν να διδάσκονται στον συγκεκριμένο χρόνο και συνθήκες, σήμερα μάλιστα με την αύξηση της πληροφορίας σε κάθε τομέα και όταν οι τομείς αυτοί, λόγω κατακερματισμού της γνώσης, είναι πρακτικά άπειροι. προφανώς αυτά δεν γίνονται, έτσι αναζητείται τρόπος κάτι να μπορέσει να γίνει και αυτός ο τρόπος που έχει προταθεί παγκοσμίως είναι η λεγόμενη Διαθεματικότητα, η οποία έχει εισαχθεί στην εκπαίδευση εδώ και 20 χρόνια, αλλά ουδείς την εφαρμόζει.