Μια μέρα, πριν μερικά χρόνια, τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν στον δρόμο -εκείνα νιώθουν το χρυσό φως και τη δύναμη της ζωής. Χαίρονταν στα σοκάκια με τις βοές που έστελναν.
Κι όπως κλωτσούσαν τη μπάλα στα τυφλά, εκείνη επήγε κι έπεσε μέσα στο κάδο των απορριμμάτων. Έτρεξαν με το χρυσό αέρα της ζωής αλλά σαν πλησίασαν τον κάδο έμειναν απορημένα. Η βοή σταμάτησε. Κάτι ακουγόταν αχνά – αχνά! Φωνούλες ζωντανού που θρηνεί και οδύρεται. Σαν από βούκινο ακούγονταν οι φωνές της απελπισίας από τα βάθη του κάδου. Τα παιδικά μάτια αστράψαν. Μια-δυο και γύρισαν το κάδο με το πλάι. Στο πάτο του κάδου ήταν πεταγμένο ένα γατάκι. Ένα τόσο δα μικρούλικο γατάκι που νιαούριζε απελπισμένα. Τα παιδιά εννόησαν την αγωνία του θανάτου. Του φριχτού θανάτου. Σε λίγο θα ερχόταν οι νοικοκυραίοι και θα πετούσαν τα σκουπίδια. Την ταφόπλακα στο μικρούλικο ζωάκι. Ο νεκρικός κάδος συντυχούσε από τα αδύναμα νιαουρίσματα. Τα παιδιά ανέσυραν το γατάκι από το τάφο της βλασφημίας. Η ανάσταση και η επιστροφή στο κόσμο της ζωής.
Ο κτηνίατρος της γειτονιάς έδωσε τις συμβουλές του. Ένα μπιμπερό και λίγο γάλα. Μια κούτα παπουτσιών με ένα παλιό τσόλι. Η φροντίδα των παιδιών, το παιχνίδι και τα χάδια ξύπνησαν την επιθυμία της ζωής. Κι έτσι το γατάκι πρωτοχάρηκε το φως και τον δροσερό αέρα. Στις παιδικές αγκαλιές έβρισκε τον κόσμο της χαράς και της καλοσύνης.
Μόλις το γατάκι άρχισε να τρώει φαγητό, τα παιδιά έκαναν μια βόλτα στο χωριό και πρόσφεραν δώρο το παιγνιδιάρικο γατάκι στο παππού και την γιαγιά -με την υπόσχεση ότι θα έρχονται κάθε σαββατοκύριακο να το βλέπουν. Κοπελιού κι αγίου μην τάξεις!
Έτσι άρχισε το γατάκι τη ζωή του στο χωριό. Κι έγινε μια λεύτερη κι ανέμελη γάτα στα σοκάκια. Έβγαινε βόλτα στους καφενέδες της πλατείας. Σαν έβλεπε ξένους είχε τρελή διάθεση. Άρχιζε τα παιγνίδια και τα χάδια. Ανέβαινε στα πόδια και στους ώμους των παιδιών. Τα καημένα τρόμαζαν από τα κόλπα του ζώου. Σε λίγο ξεθάρρευαν κι άρχιζαν να κυλιούνται με την γάτα στο πάτωμα του καφενείου. Έτρεχαν, έπεφταν, γελούσαν και η γατούλα έδινε το σύνθημα της φυγής στα σοκάκια. Σαν ερχόταν τα μεζεδάκια το παιγνιδιάρικο ζώο επέστρεφε με την παρέα του. Κι όλοι έτρωγαν λαίμαργα, παίζοντας και γελοχαχαρίζοντας. Και το πιο δύστροπο παιδί έκανε το κλάμα γέλιο και ριχνόταν σαν θηρίο στο παιγνίδι. Πολλές φορές φοβήθηκαν οι χωριανοί ότι η γατούλα θα έφευγε με τους μουσαφιραίους, αλλά εκείνη αποχαιρετούσε και ξαναγυρνούσε. Μετά μάζευε ήλιο και ραχάτευε.
Ήταν μεγάλη η χαρά της σαν άκουγε τη φωνή του ψαρά! Όπου κι αν βρισκόταν αναπηδούσε και αμολιόταν στη πλατεία. Εκείνος τη χαιρετούσε και της χάριζε ψαράκια. Έτρωγε λαίμαργα και μόλις εμφανιζόταν κι άλλοι γάτοι έπαιρνε το πιο μεγάλο και την κοπάναγε για το σπίτι, με το ψαράκι στα δόντια της.
Μα κι όταν ο παππούς σφάζει, τρέχει να του κρατάει συντροφιά. Όλο και κάποιο κομμάτι σκώτι η γλυκάδι θα γευτεί από τα χέρια του. Γελούν και τα μουστάκια της, στο κόσμο της χαράς και της καλοσύνης.
Η γατούλα μεγάλωσε και γέννησε πολλές φορές. Πέρασαν τα χρόνια, και η ζωή της πια είναι δεμένη με το χωριό. Γνωρίζει όλους τους χωριανούς. Κάνει αρμένικες επισκέψεις σε όλα τα κονάκια. Κρατάει συντροφιά στους μοναχικούς γέροντες και απολαμβάνει τα κεράσματα τους. Οι χωριανοί ενημερώνουν σε ποιο σπίτι την είχε αράξει. Ακόμη και τι φαγητό, της είχαν προσφέρει. «Ό, τι της δώσω τρώει, δεν βγαίνει σε τραπέζι! Από όταν άρχισε να έρχεται σπίτι δεν εξανάδα σκάρμη ποντικού!» Μπορεί να λείπει δυο και τρεις μέρες, αλλά επιστρέφει χαρούμενη και γελαστή στον παππού και τη γιαγιά. Φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της με ένα απαλό νιαούρισμα. Μετά κάνει μια βόλτα και την αράζει στη σόμπα. Αποζητά ένα χάδι και γουργουρίζει με έξοχο τρόπο.
Το χειμώνα οι χωριανοί μετακομίζουν από το ορεινό χωριό στα πεδινά, στο μετόχι. Οι δουλειές στις ελιές κι ο ζεστός καιρός. Τότε η γάτα έχει έγνοιες. Δεν φεύγει από το σπίτι. Όπου πατεί η γιαγιά, πατεί και η γάτα. Ξοπίσω της και με τα μάτια στο αυτοκίνητο. Μόλις φορτώνουν τα κλουβιά με τα κουνέλια ανεβαίνει πάνω. Πάει κι εκείνη στο μετόχι για να ξεχειμωνιάσει. Πάλι σαν έρθει η άνοιξη, θα έχει το νου της, να ανέβει στο φορτηγό, για να επιστρέψει στο χωριό. Η πρώτη δουλειά σαν φτάσει στο μετόχι είναι να ξαπλώσει, να ξεζαλιστεί. Φέρνει μια βόλτα στο κονάκι και μετά αμολιέται στα παλιά σπίτια του μετοχιού. Ξαναβρίσκει τους γειτόνους που είχαν κατέβει νωρίτερα. Θα την αράξει στα αρχαία τζάκια και σαν ολοκληρώσει τη βόλτα πάει στου παππού και στη γιαγιά. Η αγαπημένη της θέση είναι κάτω από τη σόμπα. Τι κάνει όταν γυρνάει, δεν βλέπεις. Σε λίγες μέρες όμως, δεν υπάρχουν ίχνη ποντικών. Γίνονται κουβέντες για τις ιστορίες της γάτας, μπροστά στη σόμπα. Κι εκείνη τρίβεται στα πόδια τους γουργουρίζοντας. Είναι μια ύπαρξη που δίνει χρώμα στη ζωή. Που έχει φτιάξει το δικό της κώδικα αξιών.
Η ανατροφή των γατιών είναι σπουδαίο μάθημα. Σαν είναι να γεννήσει εξαφανίζεται. Γεννά κρυφά. Έρχεται αδυνατισμένη. Τρώει, πίνει νερό και φεύγει. Κρυφά μεγαλώνει τα μικρά της. Τα εμφανίζει σαν ανεκατσουλώσουν. Μικρά και παιγνιδιάρικα. Γάτος δεν τολμάει να πλησιάσει τα γατάκια, γιατί ορμάει σαν δαίμονας της Αποκάλυψης. Τα μεγαλώνει και τα εκπαιδεύει. Κι όποιο γατάκι κάνει κόλπα, τρώει ένα χαστούκι από το μπροστινό πόδι της κι έρχεται αμέσως στα σύγκαλα του. Σαν μάθουν τον αγώνα της επιβίωσης, γίνεται σκληρή μάνα. Εκείνη που τα έκρυβε, τα φρόντιζε, τα προστάτευε, δεν θέλει πια πολλά-πολλά. Επιζητεί πάλι την αγαπημένη της ζωή και τις βόλτες. Όποιος νεαρός γάτος, της γίνει στενός κορσές, έχει να αντιμετωπίσει τα μπροστινά της πόδια. Τα σηκώνει και τον χαστουκίζει ανηλεώς. Υπακούει ο κακόμοιρος και φεύγει γκρινιάζοντας. Μα και ο μεγάλος της γιος, άμα επιζητήσει συνουσία μαζί της, αρπάζει το χάστουκο και φεύγει τρίβοντας τα μάγουλα του. Κι όμως, στη πρώτη γέννα της γάτας-κόρης, συμπαραστέκεται. Σιμώνει και βοηθά τη νέα μάνα. Της δείχνει πώς να μεγαλώνει τα γατάκια και, πολλές φορές, την έχουν δει να βυζαίνει και τα εγγόνια της. Μαζί βγαίνουν βόλτα , η γιαγιά γάτα, η μάνα γάτα και τα τέκνα γατάκια γύρω-τριγύρω. Κι αν πλησιάσει αρσενικός γάτος με απειλητικές διαθέσεις, τιμωρείται με ξεγυρισμένα χαστούκια από την γιαγιά. Η όμορφη και ήρεμη γάτα γίνεται άγρια και σκληρή στην ανάγκη. Σεβαστή και αγία γάτα!
Με το φαινομενικά ράθυμο βήμα περπατά γύρω-γύρω στην κάμερα και ξαπλώνει κάτω από τη σόμπα. Ήρεμη και γαλήνια σαν να έχει βρέξει μάνα ο ουρανός. Μεγάλη η υπομονή που της έχει χαρίσει η Φύση. Παντού έχει υπομονή. Στο κυνήγι έχει υπομονή, στο παιγνίδι με το θήραμα ιώβεια υπομονή, και σαν σκληρός εκπαιδευτής αρμηνεύει στα νέα γατάκια απαιτώντας αυστηρή πειθαρχία και υπομονή. Μα στη σόμπα ασάλευτη, απολαμβάνει τη ζεστασιά γουργουρίζοντας.
Με την καλοσύνη των παιδιών αναστήθηκε στον όμορφο κόσμο της χαράς, βρήκε την ευκαιρία να γνωρίσει τον εαυτό της, να ζήσει τον ανθό της νιότης και να απολαμβάνει τώρα τη παρέα ενός ολόκληρου χωριού. Κι όπως η ανάγκη της ζωής έκανε τον άντρα και τη γυναίκα να συμβιώνουν μεταξύ τους, έτσι και οι ανάγκες της αλυσίδας της ζωής, θα μας κάνουν να αγαπήσομε τα ζώα κι όλα τα έμψυχα και άψυχα όντα. Όλα μαζί πλέκουν τις αλήθειες της ζωής στη Φύση κι όλα έχουν το ρόλο τους!