Στο νέο του βιβλίο ο πολυγραφότατος Κωνσταντίνος Μπούρας, λογοτέχνης, θεατρολόγος και κριτικός, καταβυθίζεται στους ωκεανούς του αρχαίου και του σύγχρονου δράματος, παρουσιάζοντας «Τα θεατρικά της καραντίνας». Με διαρκείς επαναοικειοποιήσεις ο συγγραφέας ελίσσεται και συνομιλεί με πάμπολλους ήρωες και ηρωίδες της μυθολογίας, της τραγωδίας και της κωμωδίας , ενώ παράλληλα αποτυπώνει τον ζόφο της παγιωμένης πια πανδημικής κρίσης. Η Ορέστεια του Αισχύλου, οι μυθολογικές εξιστορήσεις της Ελένης, ένα συνθετικό κολλάζ διαλογισμός για την αρχαία τραγωδία και κωμωδία μέσα μια ώρα, συνδιαλέγονται με θεατρικά μονόπρακτα και άλλα κείμενα, τα οποία πολλές στιγμές καταγγέλλουν τις απανωτές αλλαγές ενός κόσμου που νοσεί συμβολικά και κυριολεκτικά. Οι σχέσεις καταλήγουν θραυσματικές και ατελείς, ο θάνατος καραδοκεί, το τραγικό μπορεί να γίνει κωμικό και το αντίστροφο, οι εκδοχές των μυθολογικών ή των σύγχρονων προσώπων κρίνονται, αναιρούνται και επανεξετάζονται. Αυτούς τους τρόπους επιλέγει ο Μπούρας για να συνδέσει την αρχαία τραγωδία με το θέατρο σε όλες τις μορφές του, προτείνοντας υβριδικούς αυτοσχεδιασμούς και προσκαλώντας τούς επίδοξους σκηνοθέτες και σκηνοθέτριες να προβούν στις δικές τους δημιουργικές συνθέσεις.
Αν και η γράφουσα δεν έχει εξειδικευμένη θεατρική παιδεία, η αναγνωστική εστίαση στάθηκε ιδιαίτερα σε αυτές τις στιγμές που το τραγικό φτάνει στο σήμερα μέσα από το «εδώ και τώρα» που θίγουν την απομόνωση, τη μοναξιά, τις δυσκολίες στις σχέσεις με ιούς και χωρίς, αλλά και την επίμονη ανάγκη να ονειρευτούμε και να επιβιώσουμε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν κάποιοι από τους μονολόγους του. Στο “Με ξενερώνεις και ξερνάω πεταλούδες” καταγράφεται έντονα το πικρόχολο της οδύνης που εύκολα μπορεί να γυρίσει σε κυνισμό μέσα από μια γλώσσα άμεση. Με αφορμή ένα σύνθημα στον τοίχο προσφέρεται η ευκαιρία στον συγγραφέα να σταθεί με πολιτικούς και κοινωνικούς τρόπους δίπλα στης γης τους κολασμένους. Απολαυστικά μέρη εντοπίζονται και στο “Εσύ, εγώ, εμείς”, όπου φαίνεται πώς συμπλέουν η διακωμώδηση με το τραγικό, καθώς ο σουρεαλισμός όσων δεν γίνεται πια να διαχειριστούμε μας κάνει όντως όλους χρυσόψαρα στη γυάλα. Παραμένει βέβαια το ερώτημα ποιος παρακολουθεί εμάς και ποιους εμείς. Τα ψάρια πάντα φτιάχνουν ενδιαφέρουσες ανθρωπομορφικές και άλλες αλληγορίες. Σε ένα από τα θεατρικά η Κασσάνδρα μιλά για τον εαυτό της, ορίζοντάς την ως αυτή η οποία δεν έβαζε χαλινό στη γλώσσα της. Καθώς μιλά για το πώς παρακολουθεί τις θλίψεις των ανθρώπων και μεγαλώνει με όνειρα θανάτου (σ. 393), με γαλήνιο ωστόσο τρόπο, κατασκευάζει ένα αμφιθυμικό ονειρικό τοπίο: «μια ακρογιαλιά με κρίνους και πτηνά αποδημητικά, όλα σε λιλά αποχρώσεις. Κι άλλοτε πάλι σιωπές και συγχορδίες της σελήνης, στο τρομερό πηγάδι, όπου κολυμπούσαν τα φωσφορίζοντα ψάρια της νιότης μας. Από αυτά τα ψάρια ένας προφήτης, αιώνες μετά, θα ταΐσει χιλιάδες πεινασμένους» (σ.394).
Ιδιαίτεροι είναι και οι αρχαίοι μονόλογοι μανίας ιεράς, στους οποίους η ιερή μανία είναι τελικά βαθιά ανθρώπινη και οι ακολουθίες των ηρώων/ηρωίδων λειτουργούν επιτυχώς. Από αυτούς η φιγούρα της Μήδειας επανέρχεται για να αναστοχαστεί τη δική της ιστορία και τις προσλήψεις που έγιναν από τους ανθρώπους στις πολλαπλές διαδρομές της. Σε αυτόν τον μονόλογο η Μήδεια στηλιτεύει τον Ιάσονα ως έναν «ήρωα με ξένα κόλλυβα» και παντοδύναμα εκφωνεί ένα σύγχρονο κάλεσμα υποστήριξής της: «Μάγισσες, μάντισσες, πλανεύτρες, μαζευτείτε γύρω μου, σας καλώ, την Μήδεια, την πρωθιέρειά σας να υπερασπιστείτε» (σ. 612). Οι κοινοί θνητοί την ιερή μανία της που παραμένει δεν μπορούν να την αντιληφθούν πλήρως μια και οι άνθρωποι είναι «άδεια κανάτια που ερωτεύονται άλλα άδεια κανάτια και κούφια ηχούν, από το νερό της Ζωής πολύ μακριά νυχτωμένοι». Η ίδια μπορεί να παραμείνει ακμαία και επικίνδυνη για όσους και όσες βιάζονται να την κρίνουν ή να την κατατάξουν. Προειδοποιεί: «Δεν είμαστε ίσια κι όμοια εμείς» (σ. 613).
Επειδή το ογκώδες βιβλίο του συγγραφέα που λειτουργεί επίσης ως τεκμήριο της άριστης γνώσης του στα αρχαία κείμενα, περιέχει πολύ διαφορετικά θέματα, ύφη, κατευθύνσεις και τοποθετήσεις, ίσως, θα βοηθούσε μια άλλη επιμέλεια/οργάνωση του υλικού ώστε να μπορούν να το παρακολουθήσουν πιο εύκολα οι αναγνώστες/στριες μια και σε κάποια σημεία είναι δύσκολο να περάσεις από το ένα κείμενο στο άλλο.
Σύμφωνα με τα γούστα και το προφίλ του κάθε αναγνώστη διαφορετικές οικειοποιήσεις μπορούν να επιτευχθούν. Ανάλογα με το τι ψάχνει ο καθένας μπορεί να κρατήσει επιλεκτικά αυτό που θέλει και να φτιάξει τις δικές του εκδοχές. Μπορεί επίσης να τοποθετηθεί κριτικά σε ολόκληρο το φάσμα της αρχαίας τραγωδίας για να μιλήσει για το παρόν και να οικοδομήσει αντιστικτικούς διαλόγους ανάμεσα στους μυθολογικούς ήρωες και ηρωίδες. Την ίδια στιγμή τίθενται διαρκώς διλήμματα αυτονομίας και συνεξάρτησης από τους άλλους. Κι αν στην Απώλεια, ένα δυνατό θεατρικό δρώμενο όπου το παιδί αποχωρεί οικειοθελώς από τους απεχθείς γονείς του, διαπιστώνοντας πως: «Δεν τους μπορώ πια. Τι ψάχνουν τι γυρεύουν; Ο κόσμος άλλαξε πια, ανεπιστρεπτί, είτε το θέλουν, είτε όχι» (σ. 677), ο ποιητής Μπούρας κρυπτικά και φανερά επισημαίνει σε ένα τρίστιχο (σ. 707):
Τώρα που εξημερώσαμε τα πνεύματα
καιρός να γυρίσουμε στην ποίηση.
Γαιώδης Αρμονία.