«Είδα τους φονιάδες, είδα τα θύματα
Μου έλειπε το θάρρος, όχι η συμπόνια»
Μπέρτολτ Μπρεχτ
«Από τότε που τα σπίτια έπαψαν να είναι ιδιωτικοί χώροι, ζω στο βυθό της θάλασσας για να παραμείνω αθέατος»
Ονειρευόμενος του Γ’ Ράιχ
«Μα δεν είναι στ αλήθεια αδιάφορο αν ήταν ή δεν ήταν όνειρο, αφού το ίδιο το όνειρο μου φανέρωσε την αλήθεια»
Ντοστογιέφσκι
Η ανάγνωση του αφηγητή
Ο αφηγητής οχυρώθηκε πίσω από ένα σωρό βιβλία σκορπισμένα παντού, ακόμα και στο πάτωμα στα πόδια της καρέκλας του, που αποτελούν μέρος μόνο της βιβλιογραφίας που χρειαζόταν για να προσεγγίσει το θέμα του που ήταν τα όνειρα τα οποία αφορούσαν ονειρευόμενους που τα είχαν δει και τα είχαν αφηγηθεί και είχαν να κάνουν με όνειρα εν πολέμω.
Βούτηξε σ’ όλο το βάθος της όποιας φαντασίας διέθετε, όπως καταδύεται ένας δύτης φορώντας σκάφανδρο για να συλλέξει κοράλλια. Αλλά σκάφανδρο στην περίπτωση του αφηγητή φυσικά δεν υπήρχε. Ο αφηγητής έπρεπε νάχει ανοιχτά αυτιά για ν ακούει τους ονειρευόμενους να αφηγούνται τα όνειρά τους και μάτια ορθάνοιχτα ή μισόκλειστα για να τα δουν. Και το λαρύγγι του άρχισε να ξεραίνεται γιατί είδε κι άκουσε τον αινιγματικά αλλόκοτο κόσμο του ασυνείδητου.
Τ’ όνειρο ενός φιλόσοφου
«…ντρεπόμουν που δεν ήμουν πλέον στρατεύσιμος «, λέει ένας εβδομηντάρης φιλόσοφος, μεταφραστής από τα ρωσικά και τα ισπανικά, οπαδός του Κάντ, δημοκράτης μια ζωή, «Ξαφνικά μεταμορφώθηκα σε παλιά ετοιμόρροπη, μουχλιασμένη και σκοροφαγωμένη πολυθρόνα μέσα σ’ ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο. Ο χώρος δεν αεριζόταν και ένιωθα να ασφυκτιώ. Με πολύ κόπο σύρθηκα μέχρι το παράθυρο. Μου πήρε ώρα μέχρι να καλύψω την απόσταση και στη συνέχεια βούτηξα στο κενό από τον τέταρτο όροφο. Ήταν ξημερώματα γύρω στις πέντε η ώρα. Οι ρακοσυλλέκτες σκάλιζαν τους σκουπιδοτενεκέδες. Με κοίταξαν με περιφρόνηση και με έκαναν πέρα με μια κλοτσιά». Ολοφάνερο πως η προχωρημένη ηλικία κι ο παροπλισμός κι ίσως κι ο παραμερισμός από την ενεργό πνευματική δράση εν μέσω ενός σκηνικού πολέμου τον έκαναν να αισθάνεται άχρηστος, ένα σκουπίδι που περιφρόνησαν κι οι ρακοσυλλέκτες ακόμα.
Χανς Μπέλμερ
Ο Χανς Μπέλμερ πολύ τολμηρός εικονογράφος των ανθρώπινων φαντασιώσεων και της ανθρώπινης ψυχής- που έχει χαρακτηριστεί άδικα πορνογράφος – φτιάχνοντας κούκλες με ακρωτηριασμένα μέλη ή χυμένα σπλάχνα, παραμορφωμένα οικτρά ανθρώπινα υβρίδια, τρομακτικά, φιλοτέχνησε το πορτραίτο του Μαξ Έρνστ το 1938, στην δυσκολότερη περίοδο της ζωής του, επειδή πέθανε η γυναίκα του κι ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία για το φόβο των ναζιστών. Βρίσκω πως αυτό το προφίλ μοιάζει στον εβδομηντάρη φιλόσοφο πριν γίνει πολυθρόνα.
Μια αντιμιλιταρίστρια
Το 1942 σ’ ένα δικαστήριο της Τουλούζης εκδικάζεται μια υπόθεση έκτρωσης. Η κατηγορούμενη υπερασπιζόμενη την πράξη της ν’ απαλλαγεί από το αγέννητο παιδί της ισχυρίζεται πως όλα τα παιδιά που γεννιούνται προορίζονται να πεθάνουν. Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν το θέλει ούτε ο θεός της έστειλε το όνειρο που αφηγήθηκε:
«Στρατιώτες παρήλαυναν επί ώρες ατέλειωτες. Στα μάτια όλων αυτών των στρατιωτών υπήρχε οίκτος για το παιδί που θα έφερνα στον κόσμο. Ήταν όλοι τους τραυματίες και ήξεραν ότι επρόκειτο να πεθάνουν. Ένας απ’ αυτούς περπατούσε με πατερίτσες. Προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτές, αλλά μάταια, γιατί αποτελούσαν μέρος του σώματός του. Τον κοίταξα ντροπιασμένη και κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω».
Κουρτ Σβίτερς
Μια σύνθεση του Σβίτερς του 1930, αν και δεν είχε σχέση με τον πόλεμο κι ίσως ούτε με τα όνειρα, νομίζω πως ταιριάζει στην γυναίκα που έχει μια εμμονική σχέση με τη μητρότητα, αλλά και την προστασία των αγέννητων παιδιών που, όπως πιστεύει, προορίζονται να πεθάνουν βίαια όπως κι οι τραυματίες του ονείρου της. Ίσως η γυναίκα αυτή κατέχεται από το σύνδρομο της σωτηρίας της ανθρωπότητας.
Ένας επιζών του Άουσβιτς.
λέει: «Ονειρευόμουν πολύ σπάνια, επειδή δεν είχα παρά μία και μοναδική επιθυμία να κοιμηθώ. Δυστυχώς ένα βράδυ δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ στο όνειρό μου:
»Είχα απελευθερωθεί κι ένας νυχτοφύλακας μου έδωσε για να μ’ εκδικηθεί που ζούσα ακόμη, έναν καθρέφτη. Είχα πια ξεχάσει σε τι χρησίμευε και νόμιζα ότι τρωγόταν. Τον πήρα και προσπάθησα να τον καταπιώ, και είδα ένα φάντασμα να καθρεφτίζεται πάνω του. Τρομοκρατήθηκα τόσο πολύ που πέταξα τον καθρέφτη. Ο ναζί φρουρός μου έλεγε:
-Το γουρούνι που σε κρατούσε αιχμάλωτο ήσουν εσύ ο ίδιος.
»Μας έσπρωξαν προς ένα αυτοκίνητο κι εγώ φοβόμουν να μπω. Μας έδωσαν να φάμε γλυκά, αλλά εγώ φοβόμουν να τα’ αγγίξω, επειδή φοβόμουν μήπως είχαν κρυφτεί μέσα τους φρουροί. Διασχίσαμε ένα κατάφυτο τοπίο. Είχα την εντύπωση πως δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου. Άκουγα καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί χτυπούσαν έτσι χαρμόσυνα».
Φέλιξ Νουσμπάουμ
Αυτή η λεπτομέρεια από πίνακα του 1942 του Φέλιξ Νουσμπάουμ αποτυπώνει μια σκηνή περιποίησης που δεν ήταν κάτι που δε συνέβαινε στο Άουσβιτς σε σπάνιες στιγμές σχόλης που απέπνεαν τρυφερότητα και φροντίδα και επίσης είναι σαν το πρόσωπο, που με τόσο εξπρεσιονιστικό ύφος απεικονίζεται εδώ, καθρεφτίζεται σε έναν αόρατο καθρέφτη που εδώ επιτελεί την πραγματική λειτουργία του. Όσο για τον ισχυρισμό του φύλακα πως ο ονειρευόμενος ήταν κρατούμενος του εαυτού του, φέρνει στο νου την παραβολή «Μπροστά στο Νόμο» που ο Κάφκα ενσωμάτωσε στη «Δίκη».
Η σκηνή
Να κι ένα σπάραγμα ονείρου του Κάφκα που ξεχώρισε ο Φελίξ Γκουαταρί:
«Όλα ήταν θέατρο, εγώ πότε πάνω στον εξώστη, πότε στη σκηνή […] το σκηνικό ήταν τόσο μεγάλο ώστε δεν φαινόταν τίποτα άλλο, ούτε η πλατεία ούτε το σκοτάδι ούτε τα φώτα της ράμπας».
Έντουαρντ Χόπερ
Η υπερτροφική σκηνή του καφκικού ονείρου είναι τρομακτική – όπως τα περισσότερα από τα όνειρα και τα κείμενά του – δεν δένει με αυτήν του Χόπερ. Αλλά κι αυτή είναι άκρως αινιγματική. Μια εντελώς άδεια πλατεία θεάτρου, μια όρθια γυναικεία φιγούρα που κοιτά την άδεια, σαν ξεδοντιασμένο στόμα, σκηνή, στην άκρη – παρότι ρεαλιστική, αν και χρωματικά φορτωμένη-, πλησιάζει το όνειρο, το οποίο, εξαιτίας της αδειοσύνης και της βουβαμάρας είναι εξίσου τρομακτικό με τα όνειρα των ανθρώπων που έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ή εκείνα που προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα χρόνια του Γ΄ Ράιχ.
Το όνειρο μιας μεσήλικης Εβραίας
στα χρόνια του Γ’ Ράιχ που «ένιωθε απέχθεια για τον Χίτλερ», όπως και για «κάθε είδους ερωτικές διαχύσεις»:
«Ονειρεύομαι πολύ συχνά ότι ο Χίτλερ ή ο Γκαίρινγκ ερωτοτροπεί μαζί μου. Αντί όμως να πω πως είμαι μια καθωσπρέπει κυρία, λέω ‘’μα δεν είμαι ναζί’’, πράγμα που τους ανάβει ακόμη περισσότερο».
Ρενέ Μαγκριτ
Οι εικόνες του Μαγκρίτ είναι βαθιά ποιητικές, δηλαδή αινιγματικές, ονειρικές αλλά όχι ερμητικές. Ωστόσο επιδέχονται πολλές αναγνώσεις. Όσο για τις γυναίκες του, αυτές είναι αισθησιακές, ψυχρές, κυριαρχικές ή κακοποιημένες ή και ανέραστες όπως η γυναίκα στον πίνακα του 1941 με τίτλο «Βαθιά νερά». Αγαλματώδης, ευθυτενής με παραστάτη ένα μεγαλόσωμο πουλί μπορεί να παραπέμψει θαυμάσια στην ανέραστη ονειρευόμενη του Γ’ Ράιχ με τις ανομολόγητες σεξουαλικές επιθυμίες.
Η γυναίκα αυτή είναι απόδειξη πως είμαστε τα όνειρά μας κι οι εφιάλτες και τα ενύπνιά μας ή όπως το διατυπώνει με τον αξεπέραστο τρόπο του ο Σαίξπηρ «είμαστε φτιαγμένοι απ’ των ονείρων την ουσία και τη ζωούλα μας ο ύπνος κυβερνάει».
Μεταμόρφωση
«[…] είναι ότι διαρκώς αλλάζαμε, εσύ γινόσουν εγώ, κι εγώ γινόμουν εσύ […]εσύ πήρες φωτιά δεν ξέρω πώς […] Μα πάλι άρχισαν οι μεταμορφώσεις και προχώρησαν τόσο, ώστε στο τέλος δεν ήσαν πια εκεί […] Μα είχες γίνει διαφορετική, σαν φάντασμα, ζωγραφισμένη με την κιμωλία μες στο σκοτάδι […]».
Σαλβαδόρ Νταλί
Αυτή η εικόνα που φαίνεται στο σκοτάδι μόνο και μόνο επειδή είναι ζωγραφισμένη με κιμωλία, είναι μια διπλή εικόνα και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το σκίτσο του Νταλί όπου δύο πρόσωπα όρθια αντικρίζουν το ένα το άλλο και στα πόδια τους στο βάθος ένας ήλιος ανατέλλει. Σαν να πρόκειται για τον Αδάμ και την Εύα στην πρώτη αυγή του κόσμου. Οι νευρικές ζικ-ζακ γραμμές θυμίζουν ελατήρια που πάλλονται ή τρέμουν κυριαρχημένα από τα συναισθήματά τους. Αυτές οι νευρικές γραμμές δεν αφήνουν το ζευγάρι να ξαπλώσει στο έδαφος, να γαληνέψει ή να κάνει έρωτα. Μπορεί όμως επειδή το φύλο της κάθε φιγούρας δεν είναι ξεκαθαρισμένο πως μεταμορφώνονται αδιάλειπτα και αλλάζουν μεταξύ τους φύλο και ταυτότητα.
Επίλογος
Ο αφηγητής πριν βάλει τελεία σκέφτεται πως μπήκε στα όνειρα ανθρώπων βασανισμένων, ανθρώπων που έζησαν σε ζοφερές εποχές ή συγγραφέων σαν τον Κάφκα ή τον Σαίξπηρ και προκειμένου να διαλέξει τις εικόνες που θα τα συνοδεύσουν κολύμπησε ανάμεσα σ’ αυτά κάνοντας έξι μακροβούτια που τον βοήθησαν να διαλέξει μια ζωγραφιά για το καθένα.
Τώρα βάζοντας τελεία γυρίζει στα δικά του όνειρα, στα δικά του ενύπνια, τους προσωπικούς του εφιάλτες.