Οι πεταλούδες – κάμπιες με φτερά και η μανία του μ’ αυτές. Επιστημονική μανία. Ένας λεπιδοπτερολόγος από ηλικίας 10 ετών. Μέχρι που έφτασε να διδάξει για τα λεπιδόπτερα. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτά. Δίδαξε και λογοτεχνία σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Εκτός όμως από λεπιδοπτερολόγος ήταν και εξόριστος. Δεν ξέρω ποια ιδιότητα προηγείται και ποια έπεται, και για να τελειώνουμε με τις ιδιότητές του ο Ναμπόκοφ ήταν κυρίως και αποκλειστικά συγγραφέας.
Όμως ο δρόμος του στην λογοτεχνία περνά μέσα από τρεις γλώσσες, Αμερικανο – αγγλικά (η δεύτερη γλώσσα στην οποία έγραψε), γαλλικά, (ως προς τις επιδράσεις που δέχτηκε) και φυσικά ρωσικά, η μητρική γλώσσα της πατρίδας στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Ο Ναμπόκοφ γεννήθηκε στις 24 Απριλίου στην Αγία Πετρούπολη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, Ο συνονόματος πατέρας του ήταν αγγλόφιλος και φιλελεύθερος νομικός. Ένας δημοκρατικός άνθρωπος με σοβαρή πολιτική δράση που συμμετείχε στην προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι, και διώχθηκε από το τσαρικό καθεστώς ενώ δολοφονήθηκε το 1922 από δύο ακροδεξιούς τρομοκράτες ένας εκ των οποίων κέρδισε αργότερα υψηλόβαθμη θέση στο αρμόδιο για θέματα μεταναστών υπουργείου του Χίτλερ. Η πρώτη γλώσσα που διδάχθηκε δεν ήταν τα ρωσικά, αλλά τα αγγλικά. Ο αδερφός του Σεργκέι, έντεκα μήνες νεώτερος, θεωρήθηκε ότι έκανε κατασκοπεία υπέρ της Αγγλίας και πέθανε το 1945 σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ο μικρός Βλαδίμηρος μεγαλώνει σε μια χώρα από την οποία δεν γνωρίζει φεύγοντας για πάντα παρά μόνο την Αγία Πετρούπολη και το κτήμα στην Βίρα, ένα από τα τρία κτήματα της οικογένειας όπου περνούσαν τα καλοκαίρια. Από το σπίτι τους παρήλαυναν Αγγλίδες, Ελβετίδες, Γερμανίδες γκουβερνάντες και δάσκαλοι. Η Βίρα ήταν γι’ αυτόν ο μυθικός παράδεισος της παιδικής του ηλικίας, το λογοτεχνικό αντίστοιχο του ”Κομπρέ”, του ”Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο” του Προυστ, έναν συγγραφέα απ’ τον οποίο δέχτηκε σοβαρή επίδραση. Το δικό του Αναζητώντας είναι το ”Μίλησε Μνήμη” που ξεκίνησε να γράφει και να εκδίδει σταδιακά από το 1947 μέχρι το 1967, οπότε απέκτησε την τελική του μορφή. Βεβαίως πρόκειται για ένα καθαρά αυτοβιογραφικό κείμενο που περιέχει τις αναμνήσεις του από την χώρα που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στα 20 του χρόνια. Το ”Μίλησε Μνήμη” αρχίζει έτσι:
”Το λίκνο αιωρείται πάνω από άβυσσο και η κοινή νοημοσύνη λέει ότι η ύπαρξή μας δεν είναι παρά αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους – γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια -, κι όμως ο άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’ ό, τι την άλλη, προς την οποία οδεύει (τρέχοντας με τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα περίπου). Γνωρίζω, ωστόσο, και την περίπτωση νεαρού χρονοφοβικού, ο οποίος ένιωσε κάτι σαν πανικό όταν είδε για πρώτη φορά οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες εβδομάδες πριν την γέννησή του. Είδε έναν κόσμο κατά βάσιν απαράλλαχτο – ίδιο σπίτι, ίδιοι άνθρωποι – και κατάλαβε μετά ότι εκείνος δεν υπήρχε πουθενά, ενώ κανένας δεν πενθούσε την απουσία του. Σ’ ένα παράθυρο του επάνω ορόφου φάνηκε η μητέρα του να κουνάει το χέρι της και αυτή η ασυνήθιστη χειρονομία τον αναστάτωσε σαν να ήταν χαιρετισμός ακατάληπτος. Αλλά το θέαμα που τον κατατρόμαξε ήταν ένα ολοκαίνουργιο καρότσι που στεκόταν εκεί, στη βεράντα της εισόδου, με την καταχρηστική αυταρέσκεια του φέρετρου – και μάλιστα φέρετρου άδειου-, λές, και, στην ανάστροφη πορεία των γεγονότων, ως και τα κόκαλά του είχαν εξαλειφθεί”.
Αυτή η φιλοσοφική ενατένιση του χρόνου, της ζωής και του θανάτου είναι απότοκο της μεγάλης επίδρασης που άσκησε πάνω στον άνθρωπο και στο συγγραφέα η εμπειρία της εξορίας, η οποία έκοψε τη ζωή του στα δύο. Η πρώτη εικοσαετία στην γενέθλια γη ανέμελη και αμέριμνη, η δεύτερη εικοσαετία στην ευρωπαϊκή περιπλάνηση Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία που σηματοδότησε και την μετάβαση από τα πρώτα εννιά μυθιστορήματά του γραμμένα στα ρωσικά στην αγγλική γλώσσα, και η τρίτη εικοσαετία ή λίγο παραπάνω που έζησε στην Αμερική ως Αμερικανός πολίτης, που από την μεγάλη απέχθεια που έτρεφε σε οτιδήποτε σοβιετικό σταλινικό μπολσεβικικό προλεταριακό στρατευμένο έπεσε στο άλλο άκρο του να υποστηρίζει τον Μακαρθισμό και εθνικιστικές θέσεις. Με λίγα λόγια έγινε ένας αντιδραστικός.
Ο Ναμπόκοφ δεν άλλαξε μόνο χώρα και γλώσσα αλλά και συγγραφικό ύφος από ένα ρεαλισμό πέρασε στην παρωδία και το παστίς, στα αινίγματα και τα σκακιστικά προβλήματα, άλλη μία ιδιότητα που καλλιέργησε μαζί με την λογική καθώς και την αγάπη του για τον κόσμο της Αλίκης στην ”Χώρα των θαυμάτων” του Κάρολ, την οποία μετέφρασε στα ρωσικά και η οποία άσκησε επίδραση στον τρόπο και στον τόνο που αντιμετώπισε την ηρωίδα του την Λολίτα στο ομώνυμο βιβλίο, το οποίο είχε περιπέτειες με την λογοκρισία. Η Λολίτα ήταν μια παρώδηση του κλασσικού αισθηματικού μυθιστορήματος: (”Το ‘ξερα πως θα έμενα για πάντα ερωτευμένος με την Λολίτα, ήξερα όμως κιόλας πως δεν θα ‘μενε για πάντα η ίδια Λολίτα. θα έκλεινε τα δεκατρία την πρώτη του Γενάρη. Σε δύο χρόνια περίπου, θα σταματούσε να είναι νυμφίδιο για να γίνει μια ”κοπέλα” και έπειτα, τι αίσχος, ”φοιτήτρια”). Ένα βιβλίο πάλι για την παιδική ηλικία που εδώ την βλέπει με τον τρόπο ενός ενήλικα που προσπαθεί να αποπλανήσει μία δωδεκάχρονη. Ενώ σε ένα μεταγενέστερο μυθιστόρημα την ”Αντα” εξίσου ογκώδες με την Λολίτα, πραγματεύεται την αιμομιξία. Η ”Αντα”, αποτελεί μια παραλλαγή του ρομαντικού ερωτικού μυθιστορήματος, και στο οποίο το έχει παρακάνει με τις διακειμενικές αναφορές. Κάποιος εντόπισε κάπου ογδόντα τρείς από αυτές. Ο Ναμπόκοφ είναι αυτός που διευθύνει το παιχνίδι και μπλέκει τον αναγνώστη σ’ ένα δάσος από σύμβολα σ’ ένα δίκτυο από υπαινιγμούς και γρίφους, λίγο πολύ μπερδεμένος που εκείνος καλείται να λύσει, αν τα καταφέρει. Ο Ναμπόκοφ κινεί τους ήρωές του σαν να ήταν ανδρείκελα και είναι αυτός που κρατά την κλωστή που τα κατευθύνει ενώ ο αναγνώστης επιχειρεί να βρει την άλλη άκρη της.
Ο Ναμπόκοφ απεχθανόταν την ψυχανάλυση και τον Αρχιερέα της καθώς και τον μυστικισμό. Οι Ρώσοι συμβολιστές του κάθονταν στο στομάχι. Ούτε ο Ρώσος συνεξόριστος νομπελίστας Ιβάν Μπούνιν του έλεγε τίποτα, καθώς και ο άλλος νομπελίστας ο Πάστερνακ και ο ”Δόκτωρ Ζιβάγκο” του, (ίσως γιατί φθονούσε το νόμπελ που είχαν λάβει αντί γι’ αυτόν). Του έφερνε σύγκρυο ο νατουραλισμός του Ζολά. Πίστευε πως ο Χέμινγουέι έγραφε βιβλία για ”αγοράκια”, πως ο Φώκνερ ήταν άξιος περιφρόνησης, ενώ δεν μπορούσε να βρει τίποτα άξιο θαυμασμού στον ήρωα της ”Ναυτίας” του Σαρτ, αφού ήταν πασπαλισμένος με φιλοσοφική χρυσόσκονη. Αδιαφορούσε για τον υπαρξισμό και άλλους -ισμούς, δεν του άρεσε να τον χαρακτηρίζουν καφκικό, ένας απ’ τους λίγους συγγραφείς που αγαπούσε, όπως ο Πούσκιν (μετέφρασε τον Ονέγκιν στα αγγλικά) και τον Γκόγκολ για την σατυρική του φλέβα, αλλά απέρριπτε μετά βδελυγμίας τους υπόλοιπους, Τόμας Μαν, Τζόζεφ Κόναρντ, Λόρκα, Λώρενς, Πάουντ, Φόρστερ, Μπαλζάκ, Σταντάλ αλλά τη μεγαλύτερη απέχθεια την έτρεφε για τον Ντοστογιέφσκι και είχε κάνει ένα σχεδόν λιβελογραφικό μάθημα για το ”Εγκλημα και Τιμωρία”.
”Προσέξτε την φασιστική ιδέα που αναπτύσει ο Ρασκόλνικοφ, Η ανθρωπότητα αποτελείται από δύο μέρη, το πλήθος και τον υπεράνθρωπο, η πλειοψηφία πρέπει να υπακούει στους θεσπισμένους ηθικούς κανόνες, όμως κάποια μεμονωμένα άτομα που βρίσκονται πάνω από το πλήθος πρέπε,ι αν έχουν την ελευθερία να θεσπίζουν τους δικούς τους κανόνες (…) Ο ήρωας εκτελεί τη δολοφονία επειδή θέλει να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που υποτάσσεται στους ηθικούς κανόνες, που φτιάχτηκαν από άλλους, αλλά μια προσωπικότητα ικανή να δημιουργήσει τον δικό της νόμο, να αντέξει όλο το βάρος της ηθικής ευθύνης, τα βάσανα της συνείδησης που μπορεί στο όνομα του αγαθού σκοπού να επιλέγει εγκληματικά μέσα χωρίς να βλάπτεται η ψυχική του ισορροπία και η ενάρετη ζωή του”. (Από το: Μια ματιά στον Κόσμο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι της Ελένης Κατσιώλη, σειρά Μικρά βιογραφικά των εκδόσεων Λέμβος.)
Αλλά αυτή η τοποθέτηση δεν αποτελεί λογοτεχνική κατά κανένα τρόπο λογοτεχνική κριτική.
Από τα μαθητικά του χρόνια έτσι περιστοιχισμένος που ήταν από τις πολύγλωσσες κουβερνάντες και τους δασκάλους ήταν κλεισμένος στον εαυτό του, τον οποίο ατένιζε ή θεωρούσε ”εξόριστο ποιητή που λαχταρούσε μία Ρωσία μακρινή, μελαγχολική και άσβεστη” . Όταν σπούδαζε στο Καίμπριτζ και στην ουσία αποχαιρετούσε – αν και όχι οριστικά – την ρωσική γλώσσα, διάβαζε καθημερινά δέκα σελίδας του ρωσικού λεξικού Νταλ, κατατρυχόμενος από το άγχος να μη χάσει την επαφή του με τη μητρική του γλώσσα, που ήταν η μόνη πατρίδα που του είχε απομείνει.
Ο Ναμπόκοφ δεν έπαψε ποτέ να τριγυρίζει στα μονοπάτια του δάσους της παιδικής ηλικίας γι’ αυτά έγραψε περιδιαβάζοντάς τα και όταν ακόμα είχε αποκτήσει άλλη πατρίδα και άλλη γλώσσα. Αναγνωρίστηκε και βραβεύτηκε για την συμβολή του στην λογοτεχνία και πέθανε, τι παράξενο, σε άλλη χώρα, στο Μοντρέ της Ελβετίας, στις 2 Ιουλίου του 1977, έχοντας συμπληρώσει 78 χρόνια ζωής και πάνω από πενήντα χρόνια συγγραφικής δημιουργίας.