You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Γκέοργκ Γκρος και Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ   

Κώστας Γιαννόπουλος: Γκέοργκ Γκρος και Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ  

”Για να φτάσω σ’ ένα στυλ που να ανταποκρίνεται στην ασχήμια και στην ωμότητα των μοντέλων μου, αντέγραψα τα γκράφιτι των ουρητηρίων”, έλεγε ο περίφημος Γερμανός ζωγράφος εικονογράφος, γελοιογράφος, χαράκτης Γκέοργκ Γκρος (1893 – 1959).

        Ποιοι ήταν όμως τα μοντέλα του; Ποιοι άλλοι από τους ανθρώπους που επέζησαν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Δηλαδή οι κληρικοί, οι Πρώσοι αριστοκράτες, οι Πρώσοι στρατιωτικοί, οι διεφθαρμένοι, οι καπιταλιστές από τη μια μεριά της ζυγαριάς, και από την άλλη αθύρματα, συντριμμένα βάζα, κύμβαλα αλαλάζοντα, οι αμαρτωλοί, οι απόκληροι, οι ανάπηροι πολέμου, οι φρενιασμένοι για σεξ, οι τρελοί, αυτοί που η ζωή και ο πόλεμος είχε χτυπήσει αλύπητα, οι καθημαγμένοι, οι άνθρωποι της νύχτας. Δυο αντίπαλα στρατόπεδα.

 

Βαδίζω. Πέφτω. Είμαι γέννημα της νύχτας.

Βαδίζω στον δρόμο, στον μακρύ δρόμο, δυο φορές κιόλας έπεσα κάτω. Θέλω να πάω στο τραμ. Πρέπει να πάω και εγώ. Δυο φορές κιόλας έπεσα κάτω. Πεινάω. Αλλά πρέπει να πάω και εγώ. Πρέπει. Πρέπει να πάω, στο τραμ. Πρέπει να πάω και εγώ. Δυο φορές κιόλας. Εν δυο αριστερά, εν δυο, αλλά πρέπει να πάω και εγώ, εν δυο, ζιγκ ζαγκ ζαγκ, εν δυο γιούπι – για, περνάνε οι φαντάροι φαντάροι ντάροι ντάροι… 57 θάψανε στο Βερονέζ. 57, που δεν είχανε ιδέα, ούτε πριν ούτε μετά. Πριν τραγουδάγανε ακόμα. Ζιγκ ζαγκ γιούπι – για. Κι ένας έγραψε στο σπίτι του… ύστερα θα αγοράσουμε ένα γραμμόφωνο (…) Ύστερα θάψανε 57 στο Βερονέζ (…) 9 μηχανικοί αυτοκινήτων, 2 κηπουροί, 5 δημόσιοι υπάλληλοι, 6 πωλητές, 1 κουρέας, 17 χωρικοί, 2 δάσκαλοι, 1 παπάς, 6 εργάτες, 1 μουσικός, 7 μαθητές. Αυτούς τους θάψανε στο Βερονέζ. Δεν είχαν ιδέα 57. Και μένα με ξεχάσανε. Δεν ήμουν ακόμα εντελώς νεκρός. Ήμουν ακόμα λιγάκι ζωντανός.

Ένα αντιπολεμικό, εφιαλτικό κείμενο του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ, ηθοποιού και καμπαρετίστα που γεννήθηκε το 1921 στο Αμβούργο, γύρισε βαριά άρρωστος απ’ τον πόλεμο στη διετία ’45-’47, έγινε ευρύτατα γνωστός σαν συγγραφέας και θεατρογράφος κι όπως ο Μπίχνερ και ο Τρακλ, και  πέθανε και αυτός στα 26 του χρόνια στη Βασιλεία της Ελβετίας.

        Αυτό το μικρό απόσπασμα φέρνει έντονα στο νου τα έργα του Γκρος. Θαρρείς ότι αφηγείται μια σειρά από πίνακές του ή το αντίθετο: ο Γκρος εικονογραφεί αυτό το αγωνιώδες μονολογικό κείμενο που επαναλαμβάνει κάτι που δε μπορεί, θαρρείς, να χωνέψει, όντας νεκρός κατά πάσα πιθανότητα σαν τον νεκρό στρατιώτη στο ποίημα του Μπρεχτ, 

Στον τέταρτό του εμπήκε ο πόλεμος του Μάρτη

(…)

Το πήρε απόφαση και απέθανεν ως ήρως.

(…)

Γιατί προτίμησε ο στρατιώτης ν’ αποθάνει

προώρως, και όχι ως τα κρατούντα ορίζουν ήθη

(…)

Κοιμόταν ο στρατιώτης απ’ το χώμα κάτω

(…)

ξεθάφτηκε ο στρατιώτης τη όψει φρικαλέος

(…)

μετά ένας κύριος εμφανίστηκε με φράκο

(…)

μεταξύ τους και ο νεκρός στρατιώτης

σα μεθυσμένο να χοροπηδάει πιθήκι.

(…)

Των αθανάτων ο νεκρός δεν είχε αβάντα

στρατιώτης – και εκ νέου απέθανεν ως ήρως.

        Μια από τις πιο χαρακτηριστικές αντιπολεμικές εικονογραφήσεις είναι κατά διαβολική σύμπτωση – υπάρχουν συμπτώσεις; –  ένα σχέδιο του Γκρος με τίτλο, Κατάλληλος για ενεργό δράση που φιλοτέχνησε το 1918 και στο οποίο ένας εύσωμος και πολύ ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό του γιατρός θεωρεί κατάλληλο για δράση ένα σκελετό!

        Ο Γκρος πίστευε ότι η ζωγραφική είναι χειρωνακτική εργασία, όπως οποιαδήποτε άλλη και δεν πρέπει να καλλιεργείται σαν τέτοια σε ιερούς ναούς της τέχνης, γι’ αυτό συνεπής στις αρχές του, πέρασε απ’ τον Ντανταϊσμό, πρωτοστάτησε μάλιστα στην πρώτη έκθεση Νταντά του Βερολίνου το 1920, και συνέβαλε αποφασιστικά στην προπαγανδιστική πρωτοποριακή τέχνη – αυτή που οι ναζί θεώρησαν παρακμιακή και εκφυλισμένη. Ο Γκρος έγινε κομμουνιστής. Υπηρέτησε δυο φορές στο γερμανικό στρατό και κάθε φορά απολυόταν ως ακατάλληλος δι’ υπηρεσίαν.

Κι ο ένας δεν αγόρασε το γραμμόφωνο. Τον θάψανε κοντά στο Βερονέζ και τους άλλους 56 μαζί. 57 κομμάτια. Μόνο εγώ. Εγώ, εγώ δεν ήμουν ακόμα εντελώς νεκρός. Πρέπει να πάω στο τραμ. Ο δρόμος είναι γκρίζος. Μα το τραμ είναι κίτρινο. Ένα υπέροχο κίτρινο χρώμα. Πρέπει λοιπόν να πάω και εγώ. Μόνο που ο δρόμος είναι τόσο γκρίζος. Τόσο γκρίζος και τόσο γκρίζος. Δυο φορές κιόλας ζιγκ ζαγκ εμπρός, Φίσερ! εν δυο αριστερά ένα αριστερά, εν έπεσα δυο προχώρα Φίσερ! (…) Πάνω στο μαξιλάρι βροντάνε όλη τη νύχτα τα κανόνια, ο σφυγμός. Δεν έπρεπε ποτέ να μ’ αφήσεις μόνο, μάνα! Τώρα δεν θα ξαναβρεθούμε πια. (…) Αφού ήξερες για τις νύχτες. Αλλά με έδιωξες με φωνές από μέσα σου, μέσα σ’ αυτό τον κόσμο με τις νύχτες.

 

        Η σημερινή τέχνη, φώναζε ο Γκρος, εξαρτάται από την αστική τάξη και θα πεθάνει μαζί της. Τα σχέδια, οι γελοιογραφίες και τα σατιρικά σκίτσα του αρνιόντουσαν να τα δημοσιεύσουν οι μεγάλες εφημερίδες, ακόμα και οι αριστερές. Μια μικρή εφημερίδα που δημιούργησε ο ίδιος το 1919, κατασχέθηκε στο 3ο φύλλο, ενώ μηνύθηκε πολλές φορές για προσβολή της δημοσίας τάξεως. Στην ουσία, για διασυρμό της κρατικής εξουσίας καθώς και για τη διάδοση ασέμνων και πορνογραφικών δημοσιευμάτων. Η συλλογή Ecce Homo με πολύ τολμηρά σχέδια κατασχέθηκε από τα βιβλιοπωλεία το 1923.  Ο Γκρος υποχρεώθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο που διέταξε την καταστροφή 30 σχεδίων και τον καταδίκασε σε υψηλό πρόστιμο, επειδή ”προσέβαλε χονδροειδώς τα αισθήματα αιδούς και ηθικής του γερμανικού λαού”.  

        Όταν ο Όσκαρ Κοκόσκα το 1919, κρέμασε στο Μουσείο της Δρέσδης μιαν αφίσα ξεγδαρμένη απ’ τις σφαίρες όπου χαρακτήριζε βάρβαρους τους στασιαστές – το 1919 λάβαινε χώρα η επανάσταση της σοβιετικής δημοκρατίας του Μονάχου – ο Γκρος απάντησε πως το μουσείο τέχνης, οι τέχνες, οι καλλιτέχνες, και ο ίδιος ο Κοκόσκα δεν αξίζουν ούτε μια τρίχα ενός εργάτη που αγωνίζεται για το ψωμί του.

 ”Ο Γκέοργκ Γκρος, αντιστρατευόμενος την εποχή του, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να ανήκει στην εποχή του,” διατείνεται ο Μαρσέλ Ραι, σ’ ένα κείμενο που έγραψε το 1928 με τίτλο Γκέοργκ Γκρος προφητικά σύγχρονός μας .

Εποχή που θριαμβεύει η ποσότητα, όπου το σπίτι δεν χρησιμεύει πια παρά για τον ύπνο, άδειο επί 16 ώρες τη μέρα από το ζωντανό περιεχόμενό του που ζει στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο εμπόριο, στην αίθουσα του σινεμά και στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Όπου τα ανθρώπινα κοπάδια αποδιοργανωμένα και άσχημα ανασυγκροτημένα, απορροφημένα και απωθημένα πλημμυρίζουν τις γέρικες κοινωνικές τάξεις, τα σύνορα των κρατών, τα κατώφλια των σπιτιών, όπου ο οικονομικός πόλεμος ωθεί σε σύρραξη άμορφα πλήθη.

        Μέθη! Το κρανίο μου εκρήγνυται – διαμαρτύρεται ο νεότατος τότε Μαξ Πεχστάιν – μασώ, καταβροχθίζω, καταπίνω, ξεφλουδίζω! Μακάριος ο πόνος της γέννας! Το πινέλο μου τρίζει … θα εκραγεί. Τα δόντια μου δαγκάνουν την πίπα μου, τα πόδια μου τρυπούν το έδαφος και βυθίζονται σ’ αυτό… Η ζωή είναι μια τρελή αλυσίδα από μέρες.

Βιαιότητα, μεγαληγορία, θεατρική χειρονομία, μ’ ένα λόγο υπερβολές. Όλα αυτά συμβαίνουν σε εποχές κατάπτωσης, τότε που οι άνθρωποι βυθίζονται όντως κάτω από το έδαφος και δε μπορούν πάλι να σηκωθούν. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τον Ντανταϊσμό και πριν τον Σουρεαλισμό, παρουσιάστηκε το κίνημα του Εξπρεσιονισμού που περιείχε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που το έκαναν ένα κίνημα κραυγαλέο, υστερικό που εξέφρασε το δίκιο και το άδικο της εποχής.  

        Ο Γκρος, ένας καινούργιος Daumier, περνώντας μέσα από τις αντιφάσεις του, με εκείνο που κάνει ξεπερνάει εκείνο που θέλει. Είναι πεσιμιστής και ταυτόχρονα ρομαντικός, ρασιοναλιστής και ανορθολογικός.

 

        Στο ατελιέ του πάνω στο τραπέζι ένα ντουλάπι με φάρμακα, μια μπουκάλα κόκκινο κρασί, ένα ποτήρι, ένα λεμόνι κομμένο στα δυο, ένα πακέτο ξεκοιλιασμένο από όπου ξεπροβάλλει μια ολόλευκη πούδρα, το πάτωμα γεμάτο από σωληνάρια, κουτάκια, χαρτόνια, φιαλίδια, μια σύριγγα, υπόθετα, μια θερμοφόρα, καθαρκτικά, ένα εγχειρίδιο λαϊκής ιατρικής. Όλα αυτά ατάκτως ερριμμένα μαζί με σχέδια πρόχειρα πιασμένα στο τοίχο. Και το σχέδιο του υποχονδριακού φίλου του ζωγράφου Σμαλλχάουζεν, νευρασθενικού και κατά φαντασίαν ασθενή που περπατά με ένα δεκανίκι με το ένα πόδι του σε παντόφλα και το άλλο μπανταρισμένο, κρατά μια συνταγή για αιμορροΐδες και το φάρμακο για αυτές με το άλλο χέρι.

        Ο Γκρος έχει πολύ περιποιημένα χέρια και με σχεδόν φλεγματικό ύφος παίζει τον Τορκοεμάδα της Ιερής Εξέτασης, τα μάτια του δεν βλέπουν και δεν ζωγραφίζουν παρά μαραμένες μορφές. Αγνοεί εντελώς την ομορφιά των σωμάτων.  Μόνο η αρρώστια, η αδυναμία, η παραμόρφωση, η εγκατάλειψη τον ενδιαφέρουν. Είναι επαγγελματίας γκρεμιστής και αφηγητής των καταγωγίων. Ο ρυθμός του είναι φρενήρης. Οι μεγαλοαστοί του χυδαίοι, πρόστυχοι, γερασμένοι. Το μόνο που μπορεί να τους διασκεδάσει είναι ένα καλοστημένο όργιο. Οι πίνακες του μ’ αυτή τη θεματολογία θυμίζουν Τουλούζ Λωτρέκ.

        Ένας μνημειώδης πίνακάς του η Μητρόπολις, βουτηγμένος σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου παρουσιάζει το Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με τα κτίρια και τους ανθρώπους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τις πόρνες και τις κυρίες με βέλο, τις άμαξες και τις μυτερές στέγες που τρυπούν τον ουρανό με ασέβεια. 

Πάνω στο δρόμο βαδίζει ένας άνθρωπος. Φοβάται. Η μητέρα του τον άφησε μόνο. Τώρα φωνάζουν τόσο απαίσια πίσω του. Γιατί; Φωνάζουν 57 απ’ το Βερονέζ. Γιατί; Για τη Γερμανία, φωνάζει ο υπουργός. Για το Βαρραβά, φωνάζει η χορωδία. Για το πυραμιντόν, φωνάζει ο τυφλός. Κι οι άλλοι φωνάζουν γκολ φωνάζουν 57 φορές γκολ (…) Και το κοριτσάκι δεν έχει κουτάλι (…)

Ένας άνθρωπος βαδίζει πάνω στο δρόμο. Τον μακρύ μακρύ δρόμο. Φοβάται. Βαδίζει με τον φόβο του μες στον κόσμο. Μες στο τραμπαλιστό κύμα του κόσμου. Ο άνθρωπος είμαι εγώ. Είμαι 25 χρονών. (…) Ταξιδεύω με το τραμ, το καλό, κίτρινο τραμ. (…) Δυο φορές κιόλας έπεσα κάτω. Γιατί πεινάω. (…) Δεν υπάρχουν πια καλές μέρες.

Δεν υπάρχουν μέρες, μόνο νύχτες στον κόσμο του Μπόρχερτ. Υπάρχει θάνατος, νεκροί, φαντάροι, πείνα, γκρίζος δρόμος, μακρύς δρόμος, πείνα και ένα όμορφο κίτρινο τραμ. Αντίθετα στο κόσμο του Γκρος δεν υπάρχει τίποτα όμορφο, ούτε όμορφα φτιαγμένο. Όλα είναι καρικατούρες σε γκροτέσκο ύφος. Και στους δυο όμως υπάρχει συνείδηση, αθωότητα, ηθική, αλλά και κυνισμός, μηδενισμός και απελπισία. Τα οράματα του Μπόρχερτ, μιλάνε για θάνατο, για τον πόλεμο, για την καταστροφή, για το πάτωμα που τρέμει. Τα σχέδια και οι πίνακες του Γκρος μιλάνε για την αδικία, τη σύφιλη, για την εκμετάλλευση των σωμάτων, για την εξουσία του χρήματος, για το χοντρό σβέρκο των αστών, για τους προγάστορες αστούς, για τα ζώα που τεμαχίζονται χάριν παιδιάς, για το σεξ χωρίς έρωτα, για την κτηνωδία, τη σωματική κατάπτωση, το τριμμένο ύφασμα της πόρνης, τα επίτηδες φουσκωμένα στήθη της, για το ρυπαρό πεζοδρόμιο. Πουθενά δεν υπάρχει ανάσα, λίγος χώρος, λίγη ευγένεια, λίγη αρμονία.

         Και ο Μεφιστοφελής, εκεί σε μια άκρη κρυμμένος στο σκοτάδι λέει, είμαι μια όψη της δύναμης που μοιάζει με το Κακό και κάνει πάντα να γεννιέται το Καλό. Και εκεί στο τέλος του μακρύ δρόμου βρίσκεται πεθαμένος ο Θεός.

GERMANY – CIRCA 1993: a stamp printed in the Germany shows Café, Painting by George Grosz, circa 1993

 

Τα αποσπάσματα του διηγήματος του Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ περιέχονται στο Σύγχρονοι Γερμανοί Πεζογράφοι, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1973, σελ. 146 έως 169.
 
Τα παραθέματα για τον Γκέοργκ Γκρος στο Σχέδια και Πίνακες, από το κείμενο του Μαρσέλ Ραι, σε μετάφραση Απόστολου Σπήλιου, Εκδόσεις Τολίδης, σελ. 5 έως 36.
 
Οι στίχοι του Μπρεχτ από το ποίημα Ο Θρύλος του Νεκρού Στρατιώτη, μτφρ. Γιώργου Κεντρωτή Από το Μπέρτολτ Μπρεχτ, Η Βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων, Εκδόσεις Gutenberg Αθήνα 2014, σελ. 117 έως 120.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.