«Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει. Δεν ξεχώριζαν θάλασσα και ουρανός- μόνο που η θάλασσα ήταν ελαφρά ρυτιδωμένη σαν πανί ζαρωμένο» Βιρτζίνια Γουλφ
Παράδεισος και Κόλαση
Είναι γνωστό ότι η Κόλαση ακολουθείται από το Καθαρτήριο και καταλήγει στον Παράδεισο. Δεδομένου όμως ότι Παράδεισος δεν υπάρχει, ο άνθρωπος βασανίζεται στην Κόλαση και περνώντας στο Καθαρτήριο χάνεται, γιατί ούτε Κάθαρση υπάρχει. Η διάδοση ότι αυτό το τρίγωνο βρίσκεται στην μετά θάνατον ζωή δεν ισχύει. Ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι επίγειοι τόποι.
Στην περίπτωση της Λεονόρας Κάρρινγκτον, ενώ τα πράγματα συνέβησαν σε πολύ συγκεκριμένο χρόνο, [ξεκίνησαν Αύγουστο του 1940 και τέλειωσαν τρία χρόνια αργότερα] όταν εκείνη βρισκόταν σ’ ένα χωράφι με πατάτες και προσπαθούσε να ασκηθεί μαζεύοντάς τες, κάτι που δεν ήταν η δουλειά της, ούτε ήταν υποχρεωμένη να την κάνει, δεν συνέβησαν στον πραγματικό αυτό χρόνο, αλλά σε χρόνους περασμένους, μακριά από το επίπεδο της πραγματικότητας, σ’ ένα φανταστικό πεδίο μάλλον υπερβατικό, όπου το χώμα μυρίζει αίμα και θάνατο φρέσκο από το θαμμένο σώμα της μετεμφυλιακής Ισπανίας.
Πριν αρχίσουν να συμβαίνουν τα πράγματα
Η Κάρρινγκτον ήταν μία πλούσια Αγγλίδα. Είχε ζήσει στα πούπουλα κι είχε μορφωθεί με οικοδιδασκάλους επειδή είχε αποβληθεί από τα σχολεία που ξεκίνησε να φοιτά. Ο πατέρας της ήταν βιομήχανος, αλλά μάλλον εκείνη ένιωθε ότι την κατέτρεχε και κάποια στιγμή αποδείχτηκε πως είχε δίκιο γιατί την αποκλήρωσε αντί να τη βοηθήσει να βγει από το αδιέξοδο που την είχε ρίξει ο χωρισμός της από τον Μαξ Έρνστ, του οποίου υπήρξε ερωμένη και ηγερία πριν από τον πόλεμο.
Ο πατέρας της έπνεε μένεα εναντίον του γιατί ήταν 26 χρόνια μεγαλύτερός της και παντρεμένος. Έκανε μάλιστα προσπάθεια να τον απομακρύνει από την κόρη του ενώ του κόλλησε την αυθαίρετη ρετσινιά του πορνογράφου.
Αυτή, ο Μαξ κι ο έρωτας
Η Λεονόρα μπορεί να μην είχε κοντά της τον Μαξ γιατί ήταν κλεισμένος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά το χωρισμό τους, αλλά είχε στα χέρια της κάτι πολύτιμο, έτσι το έβλεπε, μια ταυτότητα που θα του την έδινε όταν αυτός απελευθερωνόταν και συναντιόντουσαν σε κάποια γωνιά της Ισπανίας, όπου βρίσκονταν οι πύλες ενός ανύπαρκτου Paradiso έστω ενός Paradiso Terrestre.
Οι ψυχαναλυτές είχαν ξαναγίνει της μόδας λόγω του πολέμου. Στην εποχή του Φάουστ οι ψυχαναλυτές ήταν αλχημιστές, μάγοι και θεολόγοι.
«Αχ! σπούδασα φιλοσοφία και γιατρική
Αλί μου και Θεολογία (…) με γνώση και με επιμονή
και να ‘μαι εδώ με τόσα φώτα
εγώ μωρός όσο και πρώτα»
μονολογεί ο Φάουστ, στη μετάφραση του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
Η Λεονόρα δεν χρειαζόταν καμιά απ’ αυτές τις επιστήμες ούτε τη συμφωνία με το διάβολο που έκανε ο Φάουστ. Ένιωθε όμως ότι είχε φτάσει στο απόγειο μίας Γνώσης του ά-λογου που άλλους τους οδηγεί στην αυτοχειρία, άλλους στη δημιουργία κι άλλους έξω από την πραγματικότητα, στον αποκρυφισμό ή σε νοητικές ακροβασίες άγονες κι εντέλει στην τρέλα.
Η Λεονόρα δεν έγινε σουρεαλίστρια επειδή σ’ ένα μπαρ της Αριστερής Όχθης συνάντησε τον Μπρετόν, τον Σουπώ, τον Αραγκόν και τον Τανγκύ. Ήταν γεννημένη σουρεαλίστρια και όντας 10 μόλις ετών είδε στην Αριστερή Όχθη μια έκθεση έργων της που είχε η ίδια φιλοτεχνήσει! Τότε ένιωσε πως κάποιος τη σήκωσε ψηλά, τόσο που άγγιξε την οροφή. Τότε ήταν που αγάπησε την ελευθερία χωρίς όρια μαζί και την συνάντηση με το πεπρωμένο της, το οποίο δε θα ήταν ανέφελο και ευθύγραμμο.
Θαρρείς πως σ’ αυτό τον κόσμο πρέπει να πληρώσεις ένα τίμημα για το ταλέντο, τη δημιουργικότητα και την ερωτική επιθυμία. Κακά τα ψέματα ο κόσμος δε βλέπει με καλό μάτι όποιον τρελαίνεται από έρωτα.
Κι αυτό ήταν που έπαθε η Λεονόρα, είχε τρελαθεί από έρωτα για τον Μαξ Έρνστ και είχε παθιαστεί με τη δουλειά του. Ήταν μόλις είκοσι χρονών και κείνος σαράντα έξι και παντρεμένος. Όταν ο πατέρας της προσπάθησε να τους χωρίσει, εκείνοι το ‘σκασαν για τη Γαλλία. Ο Μαξ χώρισε τη γυναίκα του για να ζήσει τον έρωτά του με τη Λεονόρα. Λίγες βδομάδες μετά τη ναζιστική εισβολή στη Γαλλία και αφού προηγουμένως αφήνεται ελεύθερος, ξανασυλλαμβάνεται. Αυτή τη φορά απ’ την Γκεστάπο με την κατηγορία ότι είναι παρακμιακός καλλιτέχνης. Καταφέρνει να δραπετεύσει, εγκαταλείπει τη Λεονόρα και προσπαθεί να διαφύγει στην Αμερική. Θα τα καταφέρει με τη βοήθεια της Πέγκυ Γκουγκενχάιμ, την οποία θα παντρευτεί.
«Αποκάτω»
Η Λεονόρα βυθίζεται στην παράνοια. «Ακριβώς πριν τρία χρόνια με ‘κλεισαν στο σανατόριο του Δρ. Μοράλες στη Σανταντέρ. (…) Άρχισα εδώ και μια βδομάδα να συλλέγω τα νήματα τα οποία θα μπορούσαν να με έχουν οδηγήσει στο αρχικό Σύνορο της Γνώσης. (…) Στο ταξίδι μου πέρα από τούτο το σύνορο, κρατώντας με διαυγή και βοηθώντας με να φορέσω ή να αφαιρέσω τη μάσκα η οποία θα είναι η ασπίδα μου ενάντια στην εχθρότητα του κομφορμισμού».
Αρκεί να διαβάσει κανείς το «Αποκάτω» αφού εντρυφήσει πρώτα στην «Ιστορία της Τρέλας στην Κλασική Εποχή» του Μισέλ Φουκώ για να καταλάβει πόσο μάταιη και ανόητη είναι αυτή η προσπάθεια των ”υγιών” να εξορίσουν την τρέλα από τα κόκκινα νεύρα του μυαλού των ανθρώπων
«’Έκανα ηλιοθεραπεία, κι η σωματική μου ρώμη ήταν τέτοια όπως ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε, πριν ή μετά».
Παρακάτω μιλώντας για το ταξίδι προς το Σανταντέρ λέει: «Είχαμε οδηγήσει ολονυχτίς. Έβλεπα μπροστά μου επάνω στο δρόμο φορτηγά με πόδια και χέρια να κρέμονται από πίσω τους, αλλά, νιώθοντας αβέβαιη για τον εαυτό μου, το μόνο που τόλμησα, ήταν να δηλώσω ντροπαλά: ‘Υπάρχουν φορτηγά μπροστά μας’ μόνο και μόνο για να μάθω ποια ήταν η απάντηση. Όταν είπαν ο δρόμος είναι φαρδύς, θα μπορέσουμε να προσπεράσουμε, ένιωσα καθησυχασμένη δε ξέρω κατά πόσο έβλεπα ή όχι τι κουβαλούσαν εκείνα τα οχήματα καθώς φοβόμουν πολύ μήπως κινήσω τις υποψίες τους και γινόμουν το θήραμα ενός αισθήματος ντροπής που με παρέλυε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από σειρές φερέτρων, αλλά δε μπορούσα να βρω καμιά πρόφαση για να επιστήσω τη προσοχή τους σε αυτό το δυσάρεστο θέμα. Προφανώς, ήταν άνθρωποι που είχαν σκοτωθεί από τους Γερμανούς. Ήμουν πολύ φοβισμένη».
«Το στομάχι μου ήταν η έδρα της κοινωνίας, αλλά και το σημείο στο οποίο ήμουν ενωμένη με όλα τα στοιχεία της Γης. Ήταν ο καθρέφτης της Γης του οποίου η αντανάκλαση ήταν εξίσου πραγματική όσο και το πρόσωπο που καθρεφτίζει. Ο καθρέφτης αυτός – το στομάχι μου – όφειλε να απαλλαγεί απ’ τα παχιά στρώματα των ακαθαρσιών προκειμένου ορθά, ξεκάθαρα και πιστά να αντικατοπτρίσει τη Γη, και εννοώ φυσικά όλα τα εδάφη, τ’ αστέρια και τους ήλιους στον ουρανό και την υδρόγειο.».
Ένιωθε να πάσχει το δικό της στομάχι εξαιτίας του αίματος που μύριζε ο αέρας και το χώμα της Ισπανικής γης, γιατί είχε λιπανθεί από τα κόκκαλα και τις σάρκες των ηττημένων Δημοκρατικών.
Γνωρίζοντας τα ελάχιστα πρόσωπα των βασανιστών της θα τα συνέχεε με τα οικογενειακά της πρόσωπα και ιδίως αυτό του πατέρας της τον οποίο δεν θέλησε να ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή της.
Κλείνοντας τα μάτια σφιχτά προσπαθούσε να διώξει τα θεία ή κολασμένα οράματα που προβάλλονταν στην οθόνη του μυαλού της και κατέκλυζαν τη συνείδησή της όπως κάνει ένα παιδί που κλείνει τα μάτια του για να μη δει μια ανεπιθύμητη σκηνή σ’ ένα τρομακτικό παραμύθι, αλλά τα σφαλιστά μάτια δεν μπορούν να σε προστατεύσουν απ’ τη φρίκη παρά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, ούτε μπορείς να σβήσεις απ’ τη μνήμη σου ό,τι σε στοίχειωσε απωθώντας το.
Το τέλος του μαρτυρίου
Ελάχιστοι είναι αυτοί που βγαίνουν από μια ανάλογη αλλόκοτη κατάσταση μαγκωμένη ανάμεσα στις συμπληγάδες της τρέλας και της υποτιθέμενης θεραπείας της. Η Λεονόρα όμως κατάφερε όχι μόνο να βγει από αυτή τη δύσκολη κατάσταση, αλλά και να την καταγράψει. Πάντως δεν την είχαν θεραπεύσει. Η μεγάλη της επιθυμία για ζωή και δημιουργία την έβγαλε από το αδιέξοδο. Αυτό το παράξενα αυτοβιογραφικό κομμάτι μιλάει για ένα ελάχιστο διάστημα που έπαιξε όμως καθοριστικό ρόλο στη ζωή της. Το ”Αποκάτω” ορίζει ένα πριν και ένα μετά απ’ αυτό.
Μετά τον εγκλεισμό
Το μετά ήταν αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα Έζησε 94 χρόνια για να γράψει και να ζωγραφίσει, για να ζήσει και να ερωτευτεί, για να φαντασιωθεί και να ξεφύγει από τη στενή πραγματικότητα που της πρόσφερε στην αρχή το Μεξικό και ύστερα η Νέα Υόρκη.
Δεν θα το φανταζόταν ούτε η ίδια όταν διάβαζε το βιβλίο του Χέρμπερτ Ρηντ για το σουρεαλισμό, που της είχε χαρίσει η μητέρα της, αυτού που ήταν ο ευφραδής προπαγανδιστής των αφετηριών του σουρεαλισμού επικεντρωμένος στον Μπλέηκ και στον Λούις Κάρολ, πως θα συναριθμούνταν κάποτε στις εξαιρετικές γυναίκες ζωγράφους του σουρεαλιστικού κινήματος.
Η ζωγραφική της
Η Κάρριγκτον κατάφερε να εξερευνήσει φαντασιώσεις της παιδικής της ηλικίας όπου πρωταγωνιστούν άλογα και ύαινες ανήμερα, αλλά και εκλεπτυσμένα ζώα, ενώ υποσκέλισε τις ανθρώπινες μορφές ανοίγοντας τη θέα στο προκλητικά απροσδόκητο.
Χωρίς την περιπέτεια του «Αποκάτω», ίσως να μην είχε καταφέρει όσα κατάφερε χρησιμοποιώντας τη λογική η οποία εκτός από εκείνη της καρδιάς πρέπει να χρησιμοποιεί και ”κάθε άλλη που ενδεχόμενα μπορεί να υπάρχει”.
Οι πληγές πυορροούσαν για καιρό, ωστόσο μεταμφιέζονταν σε σύμβολα που χρησιμοποιούσε στους πίνακες της όπως εκείνον που ονόμασε «ο Γίγαντας – Μωρό», που φιλοτέχνησε το 1947 και θυμίζει έναν άλλον πίνακά της με τίτλο: «Προσωπογραφία της μακαρίτισσας Κας Πέρδικας», της ίδιας εποχής που απεικονίζει μια γυναίκα που που περπατά πλάι σε μια πέρδικα αφύσικου μεγέθους, με το ένα χέρι κρατάει ένα αυγό, ενώ με το άλλο αγγίζει τη πέρδικα. Η ίδια δυσαναλογία εμφανίζεται και στον πίνακα «Γίγαντας – Μωρό», μόνο που εδώ περιστοιχίζουν κανονικά πουλιά ένα τεράστιο βρέφος. Στο κάτω μέρος του πίνακα μια σκηνή κυνηγιού θυμίζει πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, ενώ στο βάθος σ’ ένα θαλασσινό τοπίο φαίνεται ένα πλοίο των Βίκινγκς, φάλαινες και τεράστια θαλάσσια πλάσματα. Η κεντρική μορφή αντί για μαλλιά έχει στάχυα ενώ κρατάει προσεκτικά το αυγό. Τα σύμβολα-μοτίβα, κλειδιά του έργου της Λεονόρας, αλλά και πολλών σουρεαλιστών συμβολίζουν την αναγέννηση της φύσης, ενώ το αυγό παραπέμπει στον κλίβανο του αλχημιστή. Είναι εκπληκτικό πώς ένα χωρίο από το «Αποκάτω», ταιριάζει γάντι με τα στοιχεία αυτού του πίνακα:
«Αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν ακόμη κοντύτερα στη θάλασσα και κατέληξα να πιστεύω ότι βρισκόμουν σε έναν άλλο πλανήτη που περιείχε το παρελθόν και το μέλλον και ταυτόχρονα το παρόν».
Εκείνη κάτω από την επίδραση του luminal (που χρησιμοποιείται σε επιληπτικές κρίσεις) που της δημιουργούσε σπασμούς, προσπαθούσε να σκηνοθετήσει και να επανασκηνοθετήσει – έστω σε σπαράγματα, σε ξέφτια – το χώρο των δωματίων που βρισκόταν κάθε φορά.
‘Ήταν τα δωμάτια μιας δαντικής Κόλασης που εκείνη τη στιγμή, αυτή η γυμνή νεαρή γυναίκα ντυμένη μόνο μ’ ένα σεντόνι και μ’ ένα μολύβι στο χέρι νόμιζε πως όταν κατέβει στον αποκάτω όροφο, θα έχει έρθει η ώρα να δει την ”χαραυγή της ελευθερίας’’ της. Κάτι φυσικά που ήταν λανθασμένο, ψεύτικο αφού εκείνη τη στιγμή ήταν εξόριστη από τον κόσμο.
Σ’ ένα θεατρικό μονόπρακτο του 1945 με τίτλο: «Φανελένιο νυχτικό» εμφανίζονται πρόσωπα από τους πίνακές της και ένα απ’ αυτά με το όνομα Πρισν κινείται σε κόσμους ζωντανών και νεκρών. Πρόκειται για τον πίνακα «Οι δίδυμοι και πάλι στον Δενδρόκηπο», μια αλληγορία για τη γονιμότητα. Ωστόσο η πλέον εμβληματική αυτοπροσωπογραφία της είναι φιλοτεχνημένη το 1937 και την παρουσιάζει καθισμένη σε μια μπλε καρέκλα με κόκκινο μαξιλάρι, με μαλλιά πλούσια που ανεμίζουν σαν χαίτη αλόγου που τρέχει αντίθετα με το ξύλινο παιδικό άλογο που κρέμεται στον τοίχο πίσω της και του λείπει η ουρά. Φοράει λευκό παντελόνι ιππασίας χωμένο σε μαύρα μποτάκια, πράσινο σακάκι και μια καφέ μπλούζα. Μπροστά της κάθεται μια σκουρόχρωμη ύαινα που, θαρρείς, τριποδίζει σαν άλογο ενώ έξω από την μπαλκονόπορτα που πλαισιώνεται από μια αυλαία τραβηγμένη στις δύο άκρες της κι έχει κίτρινο χρώμα, αφήνει να φαίνεται ένα λευκό άλογο που ίπταται, ενώ στο φόντο υπάρχουν πράσινα δέντρα. Το δεξί χέρι του μοντέλου πλησιάζει το κεφάλι της ύαινας, ενώ το βλέμμα της είναι στραμμένο στο θεατή του πίνακα.
«Η αρχάρια»
Τα δύο μοντέλα: η ζωγράφος και η ύαινα πρωταγωνιστούν σε άλλο εμβληματικό πεζό της με τίτλο «Η Αρχάρια», που παραθέτει ο Μπρετόν στην «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ».
Η Κάρρινγκτον μ’ έναν αναχρονισμό που της πάει γάντι θα μπορούσε να είναι ή να υπήρξε σε μια άλλη ζωή μάγισσα που ξέφυγε από την πυρά και με την «επιφοίτηση της φωτεινής τρέλας» και τη μεγαλειώδη δύναμη της μοναχικής σύλληψης» κατάφερε να εξιστορήσει με περισσή ακρίβεια και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την κάθοδό της στη Κόλαση, εξοστρακίζοντας τους δαίμονές της, φέρνοντας στον σουρεαλισμό μια άλλη οπτική πέραν της αρρενοκεντρικής χρησιμοποιώντας ιλουζιονιστικές τεχνικές συγκροτώντας ένα σύμπαν απόλυτα οραματικό.
Η ίδια υπήρξε μια γυναίκα που φοβόταν πολύ, έφευγε διαρκώς, αλλά στύλωσε τα πόδια και κρατήθηκε όρθια κι έζησε με τους εφιάλτες της που μετουσίωσε σε τέχνη αποδεδείχνοντας πως μπορείς να ζήσεις ανάμεσα ονείρου και πραγματικότητας.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Σημείωση: Το κείμενο βασίζεται κατά κύριο λόγο στο αυτοβιογραφικό έργο της Leonora Carrington, «Αποκάτω», μτφρ. Νικόλας Γκόγκος, επίμετρο 1, Δημήτρης Βανέλλης, επίμετρο 2, Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος, Ars Nocturna, 2020.