”Μόνο η μεθαυριανή μέρα μού ανήκει. Μερικοί γεννιούνται μεταθανάτια”. Νά μια αλαζονική φράση που μοιάζει να μη διαφέρει και πολύ από την άποψη εκείνη του Βαλερύ, πως μερικοί άνθρωποι ζουν την επίγεια ζωή τους ως πρόλογο σε μια σταδιοδρομία χωρίς τέλος.
Ο Ρούντολφ Στάινερ έγραψε πως ο Νίτσε πίστευε πως ”δεν θα πεθάνει ποτέ, αλλά θα ατένιζε αιώνια την ανθρωπότητα και όλο τον αισθητό κόσμο”.
Άλλωστε ήταν γνωστό πως προτιμούσε την αιωνιότητα από την σεξουαλική επιθυμία. Ο Φρόυντ τον χαρακτήρισε ηθικολόγο που δεν μπόρεσε να αποβάλει τον θεολόγο. Ο βιογράφος του Ρόναλντ Χάιμαν θεωρεί πως ο Νίτσε, όπως και ο Κάφκα, ήταν ένας θρησκευόμενος άθεος.
Ας δούμε την θρυλική απόφανσή του για τον θάνατο του θεού με ορισμένα από τα συμφραζόμενά της:
”Ακόμα και οι θεοί σαπίζουν! Ο θεός είναι νεκρός! Ο θεός έχει μείνει νεκρός! Εμείς τον σκοτώσαμε! Με ποιον τρόπο θα καταφέρουμε να παρηγορηθούμε, εμείς οι πιο αισχροί από όλους τους φονιάδες”. Και κυρίως πώς θα καταφέρουμε να επιζήσουμε πνευματικά και ηθικά σ’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο που η παρουσία του θεού έπαψε να φωτίζει.
”Η ηθική προσφέρει στον φιλόσοφο την αποφασιστική μαρτυρία για το ποιος είναι – δηλαδή σε ποια ιεραρχική σειρά βρίσκονται οι πιο εσώτερες ορμές της φύσης του.” Και ακόμα κάτι συναφές:
”Τίποτα δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς, αν δεν έχει ιστορία.” Ο καθένας έχει την δική του και η φιλοσοφία την δική της, όπως οι μάζες την δική τους.
Ο Νίτσε ήταν φιλάσθενος και κάθε τόσο πάθαινε ενός είδους νευρική κατάρρευση, γι’ αυτό είχε σκαρφιστεί μια θεωρία που υποστήριζε πως ο άρρωστος ξέροντας πολύ καλά τι στερείται, τι του λείπει σε σχέση με τον υγιή, είναι κατάλληλος να γράψει για την υγεία. Έγραψε λοιπόν γι’ αυτήν, αλλά και για την ασθένεια αυτοπαρατηρούμενος και αυτοενδοσκοπούμενος.
Έγραψε για τον μύθο και για την αλήθεια. Διαμαρτυρήθηκε ενάντια σε κάθε είδους δουλεία, είτε της λογικής είτε της ηθικής είτε της οικογένειας είτε του κράτους είτε των θεσμών.
Έγραψε ακόμα για την ένδεια των περιεχομένων, την κενότητα των αποδείξεων χρησιμοποιώντας την προβληματική της άρνησης, την διαλεκτική της αντίφασης. Εν ολίγοις, έφτασε στα όρια της σκέψης χωρίς να συναντήσει κάποιο όριο, αναγνωρίζοντας πως το να απαρνιέσαι τις ευκολίες που προσφέρει το δυνατό δεν σημαίνει πως σκέφτεσαι αναγκαστικά το αδύνατο, αλλά ότι δέχεσαι σαν προϋπόθεση της σκέψης την καταστροφή αυτής της προϋπόθεσης.
Οι ιδέες του οδήγησαν τον Ρίλκε, τον Κάφκα, τον Μούζιλ, τον Γκόντφριντ Μπεν, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Φρόυντ, τον Άντλερ, τον Γιουνγκ, τον Τόμας Μαν και τον Στέφαν Τσβάιχ. Ενώ από την άλλη μεριά των συνόρων ο Λωτρεαμόν, ο Μοντερλάν, ο Ζιντ, ο Μπέρναρ Σω, Ντ. Χ. Λώρενς, ο Ντριέ λα Ροσέλ, του είναι βαθύτατα υπόχρεοι.
Πρώτος αυτός άνοιξε τον δρόμο στο παράλογο, για να το διατυπώσει στην περί το παράλογο φιλοσοφία του ο Καμύ. Και ο Μπέκετ, στο έργο του οποίου μια συνείδηση ενδοσκοπούμενη διαλέγεται με τον εαυτό της, προεικονίζεται στο έργο του Νίτσε.
Λίγο μετά το 1860, όταν η βασιλεία του εγελιανού ιδεαλισμού άρχισε να υποχωρεί, όπως επισημαίνει σε κείμενό του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, και η επίδραση του Καντ να περιορίζεται, και την στιγμή που η θετικιστική σκέψη καταλάμβανε την θέση των απερχομένων, ο Μπερξόν με την διαίσθηση να ψηλαφεί τα ”εσωτερικά τοιχώματα της πραγματικότητας” και ο Χούσερλ ανοίγουν τον δρόμο σε εκείνους ακριβώς που θα επισημάνουν τον βασικό παραλογισμό της ζωής: Κίργκεγκορ, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και λίγο αργότερα: Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Γιάσπερς. Όλοι αυτοί με προεξάρχουσα μορφή εκείνη του Νίτσε ανέλαβαν την ριζική κριτική της δυτικής φιλοσοφίας όπως τους παραδόθηκε. Το κόστος που πλήρωσε ο Νίτσε ήταν η τρέλα, γιατί διακινδύνευσε και το μυαλό και το σώμα του.
Η θέση του Νίτσε στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας είναι σκανδαλώδης. Ίσως και ο ίδιος δεν είναι άμοιρος του σκανδάλου, αφού χρησιμοποιώντας λέξεις – σφυριά στράφηκε εναντίον των πάντων προσπαθώντας, αν όχι να τα καταστρέψει, πάντως να τα ανασκευάσει, να τα ανασυστήσει, να τ’ αλλάξει. Επιτέθηκε στην αυστηρότητα της επιστήμης, αποκάλυψε το στυγερό πρόσωπο της εξουσίας, αλλά παρ’ όλα αυτά του χρέωσαν την Γερμανία, όχι μόνο του Κάιζερ αλλά και του Χίτλερ. Τον χαρακτήρισαν μηδενιστή, ενώ αυτός προσδοκούσε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που γνώρισε.
Μίλησε για την καταπίεση της γλώσσας κι έφτασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του – χρόνια της τρέλας – να βγάζει μόνο άναρθρες κραυγές. Και δεν καταλάβαινε τίποτε από το βιβλίο που είχε μπροστά στα μάτια του. Είναι ζήτημα αν διάβαζε τον αριθμό της σελίδας της ίδιας πάντα, αφού δεν φυλλομετρούσε τις σελίδες του.
Όσο σπουδαίο υπήρξε το έργο του, τόσο τερατώδης ήταν η τρέλα μέσα στην οποία βούλιαξε ακολουθώντας ίσως την πλατωνική ρήση ” τα μέγιστα των αγαθών γίγνεται διά μανίας”.
Φυσικά, άνθρωπος παθιασμένος όπως ήταν, διονυσιακός, δεν μπόρεσε να την ελέγξει ούτε να την χειριστεί δημιουργικά όπως όταν ήταν νέος – εκεί γύρω στα 24 χρόνια του – όταν έγραφε:
”Αυτό που με τρομάζει περισσότερο δεν είναι η τρομακτική μορφή πίσω από την καρέκλα, αλλά η φωνή της. Δεν με τρομάζουν τα λόγια, αλλά ο τρομερά άναρθρος κτηνώδης τόνος αυτής της μορφής. Ειλικρινά δεν ξέρεις πόσο εύχομαι να μιλούσα σαν άνθρωπος.” Δεν ξέρουμε αν η τρέλα που τον επισκέφθηκε οφείλεται στην σύφιλη, αν και ένας γιατρός που τον κούραρε στα τελευταία του χρόνια διέγνωσε την τρομερή αυτή ασθένεια από τα έγχρωμα στίγματα στην μεμβράνη του κρυσταλλοειδούς φακού και την ανύπαρκτη αντίδραση της κόρης του ματιού του στο φως. Ένας ομοιοπαθής και σύγχρονός του, ο Γκυ Ντε Μωπασάν, γράφει σ’ ένα διήγημα το 1883 κάτι που θυμίζει πολύ το κείμενο του Νίτσε: ”Φοβάμαι τους τοίχους, τα έπιπλα, τα αντικείμενα του σπιτιού που ζωντανεύουν για μένα, μ’ ένα είδος σαρκικής ζωής. Φοβάμαι προπαντός την φοβερή σύγχυση της σκέψης μου, του λογικού μου που μου ξεφεύγει ταραγμένο, διασκορπισμένο από μια μυστηριώδη και αόρατη αγωνία”.
Ο Νίτσε γεννήθηκε στο Ρέκεν της Πρωσικής Σαξωνίας στις 15 Οκτωβρίου του 1844, 2 χρόνια πριν την αδερφή του και 4 πριν τον αδερφό του. Ο πατέρας του είχε διοριστεί εφημέριος από τον Βασιλέα της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο IV, αλλά είχε την ατυχία να τον χάσει στα πέντε του χρόνια και είχε την ακόμη μεγαλύτερη ατυχία να ανατραφεί ώς και τα 14 του χρόνια στο ασφυκτικό περιβάλλον που αποτελούσαν μόνο γυναίκες. Η μητέρα, 23 μόλις ετών – τον γέννησε στα 18 της χρόνια – η αδερφή του, δύο ανύπαντρες θείες και μια υπηρέτρια ηλικιωμένη. Γυναίκες όλων των ηλικιών σχημάτιζαν γύρω του έναν χορό που τον καταπίεζε εξίσου με τον κόσμο που θα απέρριπτε αργότερα. Ωστόσο ο ίδιος μιλάει για ευτυχισμένα παιδικά χρόνια και για τις στοργικές γυναίκες που τον περιτριγύριζαν. Παρ’ όλα αυτά, όταν νευρίαζε, έπεφτε κάτω και χτυπιόταν, ενώ πάθαινε κρίσεις επιληπτικής μορφής.
Όλοι υπέθεταν πως θα γινόταν πάστορας σαν τον πατέρα του, του οποίου την απώλεια αδυνατούσε να ξεπεράσει, νομίζοντας πως τον τραβούσε μαζί του στον κάτω κόσμο. Γι’ αυτό απέκτησε την συνήθεια να διαλογίζεται σε μεγάλο υψόμετρο.
Στα 16 του, όταν πια έχει βγει απ’ το καβούκι της οικογένειας, αρχίζει να γράφει ένα ορατόριο, να συντάσσει ένα δοκίμιο για τον Χαίλντερλιν κι ένα άλλο για το πεπρωμένο και την ιστορία. Μεγαλώνοντας, θα διαπιστώσει πως για όποιον και να γράψει, τον Ιησού, τον Σωκράτη ή τον Βάγκνερ, γράφει για τον εαυτό του. ”Είμαι όλα τα πρόσωπα της ιστορίας” δηλώνει στο ”Πέρα από το καλό και το κακό”.
Το 1864 αρχίζει σπουδές θεολογίας, αλλά αρνείται να μεταλάβει, ενώ παίρνει μέρος σε μονομαχία και συνεχίζει τις σπουδές του στην κλασική φιλολογία.
Το 1867 κατατάσσεται στο πυροβολικό, ενώ τραυματίζεται στην ιππασία. Συντάσσει ένα δοκίμιο για τον Καντ και στα 25 του χρόνια, (1869), διορίζεται καθηγητής στην Βασιλεία και γίνεται Ελβετός υπήκοος.
(”Δεν θυμάμαι να προσπάθησα ποτέ μου για τίποτα. Σ’ όλη την διαδρομή της ζωής μου άδικα θα ψάξει να βρει κανείς έστω ένα μοναδικό ίχνος αγώνα. Είμαι το αντίθετο μιας ηρωικής φύσης. Η ‘’θέληση’’ για κάτι, η ”επιθυμία”, η τάση που κατευθύνεται σ’ έναν ”σκοπό”, σ’ έναν ”πόθο”, όλα αυτά δεν μου τα ’μαθε η πείρα. Έτσι έζησα πάντα, δίχως ‘’πόθο”).
1871, γράφει το περίφημο η ”Γένεση της τραγωδίας”, διατυπώνοντας την αιρετική του γνώμη για τον αρχαίο κόσμο, η οποία τον οδήγησε μαζί με τον Διόνυσο να υπερβεί το προσωπικό στοιχείο και τελικά να ταυτιστεί με τον θεό, του οποίου το όνομα χρησιμοποιούσε για να υπογράφει τις επιστολές του. Στην Γένεση της φιλοσοφίας με έμφαση επισημαίνει πως ”όλα τα φιλοσοφικά συστήματα είναι ξεπερασμένα, οι Έλληνες ακτινοβολούν με μία λάμψη μεγαλύτερη από ποτέ, κυρίως οι Έλληνες πριν από τον Σωκράτη (…) οι παλιοί φιλόσοφοι, οι Ελεατικοί, ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής είναι φιλόσοφοι τραγικοί. Η θρησκεία των ορφικών είναι τραγική. Ας μην νομίσουμε πως ο Φειδίας και ο Πλάτωνας θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την τραγωδία.
Εμπεδοκλής, ο τραγικός άνθρωπος στην καθαρή του μορφή. Ρίχνεται στην Αίτνα… από ανάγκη να μάθει. Επιζητούσε την τέχνη και δεν βρήκε παρά την γνώση. Η γνώση όμως δημιουργεί τους Φάουστ’’.
Φιλία με τον Βάγκνερ. Δίνει διαλέξεις από μνήμης. Προβλήματα με τα μάτια του.
Το 1879 αρχίζουν οι κρίσεις, οι ισχυροί πονοκέφαλοι, οι εμετοί και οι κολικοί εντείνονται. Παραιτείται από το Πανεπιστήμιο.
Το 1881 συλλαμβάνει τον Ζαρατούστρα (”Το παιδί είναι αθωότητα και ξεχασιά, ένα ξαναρχίνισμα, ένα παιχνίδι, μια ρόδα που γυρίζει, μια πρώτη κίνηση, μια άγια κατάφαση”) και την ιδέα της ”Αιώνιας Επιστροφής”.
Ρήξη με τον Βάγκνερ. Συναντά την Λου Σαλομέ στην Ρώμη.
Ταξιδεύει: Νίκαια, Βενετία, Ζυρίχη, Τορίνο. Ανεβοκατεβαίνει στο Ζιλς – Μαρία.
Ο Γκέοργκ Μπραντές αρχίζει μια σειρά διαλέξεων για τον Νίτσε στην Κοπεγχάγη.
1888, το ”Λυκόφως των ειδώλων”, ο ”Αντίχριστος”.
Ενώ γιορτάζει τα 44 γενέθλιά του, γράφει το ‘’Ίδε ο άνθρωπος”.
Στις 3 Ιανουαρίου 1889 καταρρέει: ”Καταμεσής του δρόμου μαστιγώνουν ένα άλογο. Ο Νίτσε ορμάει στο λαιμό του, για να καταρρεύσει την άλλη κιόλας στιγμή. Ο σπιτονοικοκύρης του τον πάει στην κάμαρή του. Κοιμάται σαράντα οκτώ ώρες χωρίς διακοπή”. Ξυπνάει θεός, εσταυρωμένος, Διόνυσος, φονιάς μιας πόρνης – ”έχει γίνει όλα τα πρόσωπα της ιστορίας” – Τι φταίει; Ίσως η ρήξη ενός ήρεμου πνεύματος που έφτασε ώς τα άκρα του εαυτού του, πέρα απ’ το καλό και το κακό. Λίγο πριν, την ίδια χρονιά, αφήνει προσχέδια του έργου του ”Θέληση για δύναμη”, που η αδερφή του, θεματοφύλακας του αρχείου του, παραποιεί ασύστολα. Για έντεκα χρόνια, ώς τον θάνατό του, ζει βυθισμένος στην παραφροσύνη, και το έργο του στο έλεος της αδερφής του, η οποία το προσαρμόζει στην ολοκληρωτική ιδεολογία από την οποία εμφορείται. Στέλνει τον χλευαστή του αυταρχισμού στην αγκαλιά του ναζισμού και του αντισημιτισμού. Αμαυρώνει το έργο χωρίς κιόλας να το κατανοεί. Επιδεικνύει τον άρρωστο αδερφό της σε επισκέπτες που πληρώνουν για να δουν το ‘’άψυχο πλαδαρό πρόσωπό του, τις ρυτίδες που υπέσκαψαν την θέλησή του, την κουρασμένη του έκφραση, τα κέρινα χέρια του με τις πράσινες και μωβ φλέβες ελαφρά πρησμένα όπως τα χέρια ενός πτώματος’’.
Ο Νίτσε πεθαίνει στις 20 Αυγούστου του 1900 σε ηλικία 56 ετών. Ο εικοστός αιώνας – ιδίως το δεύτερο μισό του – θα αποκαθάρει το έργο του και θα φανερώσει το μεγάλο του εύρος.
Στην Ελλάδα τον εισάγει ο Νίκος Καζαντζάκης που όχι μόνο τον μεταφράζει, αλλά και τον ενσωματώνει στο έργο του.
Με το όνομά του Nitzsche=Nichts, δηλαδή τίποτα, παραπέμπει στο μη υπάρχον, αλλιώς μηδέ – εν=μηδέν. Αν και, όπως εξηγεί ο Κωστής Παπαγιώργης, μηδενιστική φιλοσοφία δεν υπάρχει και εμείς θα λέγαμε πως απέναντι στο μηδέν στέκει το άπειρο και απέναντι στην διαστρέβλωσή του παραμένει η φιλοσοφική του σκέψη και περιμένει να την δεξιωθούμε. Σίγουρα δεν προσφέρεται σε μια πρώτη και επιπόλαιη ανάγνωση (ο ίδιος έλεγε ότι παραδεχόταν μόνο την γραφή από αίμα και δεχόταν πως είναι δύσκολο να γνωρίσεις το αίμα του άλλου και αποστρεφόταν τον τεμπέλη αναγνώστη).
Όπως λέει ο Ζαν Μισέλ Μπενιέ στην ‘’Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας’’: ”Ο φιλόσοφος έζησε και πέθανε, αλλά ο κόσμος μας ακόμα δεν ησύχασε”.
——————————————————
Ρόναλντ Χάιμαν, ”Νίτσε η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας”, Εκδ. Νεφέλη, 2005
Ρόναλντ Χάιμαν, ”Οι φωνές του Νίτσε”, Εκδ. Ενάλιος, 2001
Ζανί Ντελώμ (εισαγωγή-επιμέλεια)”Νίτσε” Εκδ. Πλέθρον, 1985
Περιοδικό Διαβάζω τ.χ. 91, 4-4-84 Αφιέρωμα στον Νίτσε
Ζαν – Μισέλ Μπενιέ, ”Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας”, Εκδ. Καστανιώτης, 2001 και
Κωστής Παπαγιώργης, ”Τρία μουστάκια”, ”Ψιχία Μηδενισμού”. Εκδ. Καστανιώτης, 2006