”Η ζωή μπορεί να γίνει πιο γλυκιά στη φωτεινή πλευρά του δρόμου”, τραγούδησε κάποτε ο Λουίς Άρμστρονγκ και ο Φρανκ Σινάτρα. Απ’ αυτό το τραγούδι αντλεί αισιοδοξία η άγνωστη μέχρι στιγμής στο ελληνικό κοινό Ρωσοεβραία Ντίνα Ρούμπινα, που ωστόσο είναι πολυμεταφρασμένη και πολυβραβευμένη μυθιστοριογράφος.
Λίγοι αξιώνονται αυτή την φωτεινή πλευρά αλλά όλοι ή οι πιο πολλοί έζησαν ένα τουλάχιστον κομμάτι της ζωής τους σ’ αυτήν. Αν και πολυπρόσωπο το μυθιστόρημα αυτό έχει δύο μόλις βασικά πρόσωπα. Και τα δύο γυναικεία. Την Κάτια και τη Βέρα. Μαμά και κόρη. Όταν η Κάτια, η μητέρα, τη φωνάζει Βέρκα (που στα ρωσικά σημαίνει αυταρχικό κορίτσι) ξεκινάει η ρήξη. Κάποτε η συγγραφέας θέλει να απελευθερωθεί από την ηρωίδα της την Βέρα και φαίνεται να μιλάει η ίδια για τον εαυτό της, αφού και αυτή έζησε κοντά στους ήρωές της στις ίδιες ακυβέρνητες πολιτείες” στην Τασκένδη, στην Μόσχα, στην Ιερουσαλήμ.
Τα άλλα πρόσωπα εμφανίζονται σε μερικά κεφάλαια στην μία, ή στην άλλη πλευρά του δρόμου και αλέθονται στον μύλο της μνήμης, εκεί όπου η μνήμη θυμάται και μιλάει κάπως σαν εγγαστρίμυθο τέρας ή σαν παραληρηματικός καμποτίνος. Η Βέρα θυμάται όχι μόνο για να διασώσει σημαντικές ή ασήμαντες μνήμες αλλά για να ενηλικιωθεί ή όντας ενήλικη να ξαναγυρίσει στη φωτεινή πλευρά της παιδικής ηλικίας. Θυμάται πρόσωπα, κήπους, μυρωδιές, παζάρια, σπίτια, πλατείες σε μια γλώσσα που άλλοτε θυμίζει ηθογραφία, άλλοτε μπαφιάζει από ρεαλισμό, άλλοτε συγχέει το πρώτο με το τρίτο πρόσωπο και τα εναλλάσσει με δεξιοτεχνία και άλλοτε μετέρχεται τον πλάγιο λόγο ή και τον εσωτερικό μονόλογο.
Η μνήμη δεν είναι βιβλίο ιστορίας, είναι άχρονη. Έτσι αφηγείται και η Ρούμπινα χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς με την ελευθερία που της δίνει η μη γραμμική αφήγηση.
Δεν είναι μόνο πολυπρόσωπο, αλλά και πολύγλωσσο το μυθιστόρημα αυτό, αφού κινείται μέσα του ένα ολόκληρο ανθρώπινο μωσαϊκό προερχόμενο από διάφορα μέρη της Ασίας ή της Ευρώπης: Αρμένιοι, Εβραίοι, Έλληνες, Ουκρανοί, Ρώσοι, Ουζμπέκοι, κ.α. Ένα πολυπρισματικό ηχείο μνήμης με όλες τις φυλές του Ισραήλ να ζουν σ’ ένα καραβάν σαράι απλωμένο στην πόλη που πρωταγωνιστεί (και είναι και η γενέτειρα της συγγραφέως) στην Τασκένδη.
Η μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη από τα ρωσικά αποτελεί άθλο. Η έκδοση συμπληρώνεται από τις σημειώσεις της μεταφράστριας, ενώ περιέχει και ένα πολύ διαφωτιστικό πρόλογο της Χρύσας Σπυροπούλου.