Να εξηγηθώ. Δεν σκοπεύω να εξηγήσω μια προσωπικότητα, ένα πάθος και ένα έργο σαν αυτό του Αντονέν Αρτώ. Δεν σκοπεύω να κλείσω μέσα σε όρια μια απολύτως παραληρηματική προσωπικότητα που, όταν εγκλείστηκε στο ψυχιατρείο για τρίτη φορά, ο Ζακ Λακάν αποφάνθηκε πως δεν είναι χρήσιμος πια για την λογοτεχνία. Ή, όπως ο Φουκώ έγραψε στην τελευταία σελίδα της ”Ιστορίας της Τρέλας” για την τρέλα του Αρτώ, πως ‘’τελικά γίνεται η απουσία του έργου το κεντρικό κενό, βιωμένο και μετρημένο σ’ όλες τις διαστάσεις του”. ”Η τρέλα γκρεμίζει την αλήθεια του έργου τέχνης στον χρόνο, γίνεται το εξωτερικό του περίγραμμα, η γραμμή κατάρρευσης, το πλαίσιο του κενού”, επιλέγει ο Φουκώ.
“Και τι σημαίνει αυθεντικός τρελός; ” αναρωτιέται ο Αρτώ στο ”Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας”: ”Είναι ο άνθρωπος που προτίμησε να γίνει τρελός, με την έννοια που η κοινωνία δίνει στον τρελό…”.
1936 – 1947, 9 χρόνια βασανιστικής παραμονής σε ψυχιατρεία. 52 ηλεκτροσόκ δοκιμάστηκαν επάνω του.
” Το ηλεκτροσόκ με γεμίζει απελπισία, μου κλέβει την μνήμη, με μεταμορφώνει σ’ έναν απόντα που έχει συνείδηση της απουσίας του και παρατηρεί τον εαυτό του για βδομάδες να κυνηγάει το είναι του, όπως ένας νεκρός δίπλα σ’ έναν ζωντανό που δεν είναι πια ο εαυτός του”, γράφει σ’ ένα από τα 406 σχολικά τετράδια που μουτζουρώνει τον τελευταίο χρόνο παραμονής του στο ψυχιατρείο. Τα τετράδια αυτά θα τον συντροφεύσουν ώς τον θάνατό του.
Τρία χρόνια πριν την έναρξη του πολέμου και καθ’ όλη την διάρκειά του, υφίσταται μαρτύρια που βαφτίζονται θεραπεία: τεχνητή ανακοπή καρδιάς, ενέσεις ινσουλίνης μέχρι να πέσει σε κώμα, καθήλωση, ζουρλομανδύας, απομόνωση, εμβολιασμός με το μικρόβιο της ελονοσίας. Κι ακόμα καθημερινή βία, έλλειψη τροφίμων, κρύο, δυσεντερία (γλιτώνει μόνο τον θάνατο του σώματος – 40.000 τρόφιμοι πεθαίνουν μέσα σ’ αυτήν την φρικτή αθλιότητα). Ζει έναν μόλις χρόνο μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο της Ροντέζ.
”Η γη είναι σαν στρόβιλος από θνητά χείλια. Η ζωή σκάβει μπροστά στα μάτια μας το βάραθρο κάθε χαδιού που παράπεσε (…) τι λογής θάνατος είναι αυτός όπου είμαστε για πάντα μόνοι, όπου ο έρωτας δεν μας δείχνει ωστόσο τον δρόμο”.
Ο Αρτώ λογικεύεται, παραλογίζεται, παραφρονεί. Παίρνει όπιο για να αντέξει τους πόνους από τις νευρολογικές ασθένειες του σώματος (που οφείλονται σ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι που υπέστη όταν ήταν μικρός), από τον πόνο του χαμού της μικρής του αδελφής δοκιμάζει πεγιόλτ στο Μεξικό σαν μέσο μύησης σ’ ένα άλλο σύμπαν. Πρόκειται για ισχυρό ναρκωτικό που προέρχεται από έναν κάκτο και αλλάζει άρδην τις διαστάσεις του χωροχρόνου.
Σ’ όλη του τη ζωή ήταν αυτός που δεν ενέδιδε, δεν μετανοούσε, δεν παραδινόταν, δεν συναινούσε, δεν συμμορφωνόταν. Γι’ αυτό έγινε αποσυνάγωγος. Δεν υπήρξε οπαδός καμιάς εκκλησίας. Αναζητούσε το δικό του βασίλειο, την δικιά του ουτοπία.
”Ο κόσμος μ’ έγδαρε γυμνό και μου τα πήρε όλα”.
Πλήρης και ταυτόχρονα άδειος μονολογεί, ”όλο μου το έργο κτίστηκε στο κενό”.
(”Αν ο Βαν Γκογκ δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του, να εκθέσει όλη του τη ζωή στην ακτινοβολία του απείρου, είναι γιατί η κοινωνία τού το απαγόρευσε.
Του το απαγόρευσε τελείως, του το απαγόρευσε συνειδητά.
Ο Βαν Γκόγκ είχε τους εκτελεστές του, όπως τους είχαν ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Μπωντλαίρ, ο Έντγκαρντ Πόε και ο Λωτρεαμόν” – σ’ αυτή τη παρέα είναι ολοφάνερο πως θα έπρεπε να αναριθμηθεί και ο ίδιος ο Αρτώ).
Ο Αρτώ ήταν ένας αδιάλλακτος και ταυτόχρονα ένας πιστός, ένας μυημένος και ταυτόχρονα ένας τρελός.
Ο Αρτώ ήταν ποιητής, κριτικός, συγγραφέας λιβέλων, μανιφέστων, ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου με εικονοκλαστικό έργο (”Το θέατρο και το Είδωλό του”).
Στις 15 Μαΐου 1935 ο Αρτώ γράφει στον Ζαν Πωλάν ”Όλα πάνε σκατά”. Η Κωλέτ, αφού παρακολούθησε μια παράστασή του με το έργο ”Οι Τσέντσι”, βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Σέλευ και του Σταντάλ, έγραψε: ”Από όλο τον θίασο ο χειρότερος ηθοποιός είναι ο Αρτώ, ο οποίος δεν είναι ούτε στο ελάχιστο ενδιαφέρων. Βραχνιασμένος, σκοτεινός, αψύς, αεικίνητος, πετσοκόβοντας το κείμενό του, που δεινοπαθεί στα χέρια του, ο Αρτώ είναι ανυπόφορος κι εμείς τον ανεχόμαστε”.
”Μας έκανε να νιώθουμε τον στεγνό και καυτό λαιμό του, την οδύνη, τον πυρετό, την πυρά των σπλάχνων του. Ζούσε ένα μαρτύριο. Ούρλιαζε. Παραληρούσε. Αναπαριστούσε τον ίδιο του τον θάνατο, την ίδια του την σταύρωση”, γράφει η Αναΐς Νιν με την οποία ο Αρτώ είχε μια σύντομη ερωτική σχέση.
Αυτό είναι λοιπόν. Τον ανέχονται. Και παράλληλα τον πολεμούν. Όταν από εκλεκτός προσήλυτος γίνεται αποσυνάγωγος.
Αυτός που έχει περί πολλού τον σουρεαλισμό και τον αντιλαμβάνεται σαν μία δυνατότητα ενός αυθεντικού κινήματος επιστροφής στις πηγές του πολιτισμού, σαν μία εξέγερση που μπορεί να προσφέρει καινούργια μέσα δράσης και δεν πρέπει να περιοριστεί – προς Θεού – σε μια ομάδα, που θεωρεί πως ‘’το διακύβευμα του Σουρεαλισμού δεν έγκειται στην εκφορά του υπερ- πραγματικού στοιχείου όπου σταδιακά θα αποσυντεθεί, θα αδρανήσει, θα μείνει στάσιμο και θα κατακάτσει στις πλαισιωμένες μόστρες των βιβλίων, αλλά στην υλική ανύψωση του πραγματικού μέχρι του σημείου η ψυχή να ξεχυθεί στο σώμα και να μην σταματάει να αναμοχλεύει το σώμα”.
Νωρίτερα, όταν ακόμα χαίρει της εκτίμησης όλης της σουρεαλιστικής ομάδας, εκθέτει απόψεις που υιοθετούνται ομοφώνως και απευθύνεται με μεγάλη τόλμη στον Πάπα, στον Δαλάι Λάμα, συντάσσει επιστολές προς τους Πρυτάνεις των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και επιδεικνύει μια βούληση για ριζική αναθεώρηση κάθε συστήματος.
Ο Αρτώ είναι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, ένας εξεγερμένος άνθρωπος που δεν υπολογίζει κέρδη και ζημίες. Δεν υπολογίζει το κόστος τέτοιων ριζοσπαστικών ενεργειών, για τις οποίες την εποχή της αποδοχής του ο Αραγκόν (18-4-1925) τον θεωρεί έναν δικτάτορα που ρίχτηκε στην θάλασσα κι ανέλαβε το τεράστιο καθήκον να τους οδηγήσει εκεί που επιθυμούν, ”στην άγνωστη άβυσσο όπου καίει ένας μεγάλος πυρσός”. Ο Αρτώ ”δεν θα σεβαστεί τίποτα, ούτε τα σχολεία σας, ούτε τις ζωές σας, ούτε τις πιο μύχιες σκέψεις σας…” Είναι τα λόγια του Αραγκόν από την παρουσίαση του Αρτώ στο κοινό.
Την ίδια χρονιά – πριν συμπληρώσει τα τριάντα, κυκλοφορούν οι ποιητικές συλλογές: ”L’ Ombillie des Limbes” και ”Le Pese – nerfs” (1925).
Όταν αντιτίθεται στην προσχώρηση των σουρεαλιστών στο ΚΚΓ, ο Μπρετόν δεν διστάζει να του επιτεθεί με χυδαίο τρόπο, κατηγορώντας τον για κίνητρα χυδαία· ότι δεν ήθελε ”να δει στην επανάσταση παρά μια μεταμόρφωση της εσωτερικής κατάστασης της ψυχής, κάτι που είναι ίδιον των καθυστερημένων, των ανίκανων και των δειλών. Ποτέ, με ό,τι και αν καταπιάστηκε (ήταν επίσης ηθοποιός κινηματογράφου) δεν κατάφερε να καταστεί κάτι παραπάνω από μια υποχώρηση στο τίποτα. Αυτός ο κανάγιας, σήμερα μας αηδιάζει. Δεν βλέπουμε τον λόγο που ένα καθίκι σαν κι αυτόν δεν θα αργούσε να προσηλυτιστεί, ή, όπως θα έλεγε σίγουρα, να δηλώσει χριστιανός”. Ο Αρτώ ανταπαντά γράφοντας την ”Μεγάλη Νύχτα”, αφού ο Μπρετόν τον κατηγόρησε με την ”Μεγάλη Μέρα”.
”Ένα είδος κοσμικής αναπνοής διασχίζει τις καταστάσεις μιας σκέψης που δεν κοιτάζει παρά το απόλυτο. Και αυτό το απόλυτο μου επιτρέπει να υποφέρω την τωρινή μου κατωτερότητα, που από την άλλη μεριά καταδικάζει την προθυμία των σουρεαλιστών να ζήσουν σαν να συμφωνούσαν με κείνη την ανόητη άποψη ότι η ζωή είναι σύντομη και πως πρέπει να σπεύσουμε να επωφεληθούμε. Αυτή την πόρτα στην αιωνιότητα δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να την ξανακλείσω. Ξέρω πως η ποίηση δεν είναι παρά μια πιο ζωντανή εικόνα της εγκαταστημένης μέσα στην απολυτότητα οικουμενικής αλήθειας. Ο σουρεαλισμός μ’ έφερε ώς εδώ. Μα δεν αξίζει ο ίδιος τίποτα, παρά υπό τον όρο να λυτρωθώ από αυτόν. Το παραλήρημα που εκθειάζει προσκρούει, από την άλλη, στην έλλειψη που έχω μιας κατά τα άλλα εσωτερικής, ζωντανής ουσίας. (…) Μπορώ να υποφέρω μόνος. Ξέρω ότι ο χρόνος με εκδικείται”.
Ο Αρτώ γεννήθηκε το 1896, την ίδια χρονιά με τον Μπρετόν, ο οποίος πέθανε το 1966 στα 70 του. Ο Αρτώ στα 52 του χρόνια, 52 κιλά, καταπονημένος, με κατεστραμμένη μνήμη και μια μεγάλη άρνηση για την ποίηση, το λόγο και όλες λίγο- πολύ τις ανθρώπινες εκδηλώσεις.
”Εγώ, ο Αντονέν Αρτώ, είμ’ ο γιος μου,
ο πατέρας, η μητέρα μου
κι εγώ” (1947).
Γεννιέται στη Μασσαλία από μητέρα μάλλον ελληνικής καταγωγής, από την Σμύρνη. Η οικογένειά του είναι ευκατάστατη και μπορεί να αντιμετωπίσει τα έξοδα των αποτοξινώσεων στις οποίες υποβάλλεται για να απεξαρτηθεί από τα βαριά ναρκωτικά στα οποία έχει εθιστεί.
Στο Μεξικό γνωρίζει την φυλή των ινδιάνων Ταραχουμάρα και γράφει το ”Ταξίδι στην χώρα των Ταραχουμάρα”. Γυρίζει στην Γαλλία, αλλά εξαφανίζεται, για να ταξιδέψει στην Ιρλανδία αναζητώντας το Ιερό Δισκοπότηρο. Κυκλοφορεί σαν αλήτης και γι’ αυτό συλλαμβάνεται. Επειδή έχει χάσει το διαβατήριό του, δηλώνει Έλληνας πολίτης εκ Σμύρνης με το όνομα Αρλανόπουλος. Τον επιστρέφουν στην Γαλλία και στο λιμάνι της Χάβρης του περνάνε ζουρλομανδύα και τον κλείνουν στο ψυχιατρείο. Πριν απ’ αυτό σκέφτεται να παντρευτεί την Σεσίλ, μια δεκαοκτάχρονη κοπέλα. Αλλά σε μία διάλεξή του επιμένει να μιλήσει για την επίδραση του αυνανισμού στους Ιησουίτες μοναχούς. Γίνεται ο σχετικός χαμός και ο γάμος ματαιώνεται.
”Παραβρεθήκαμε σ’ ένα άγριο θέαμα, ο Αρτώ θριάμβευε, αντιμετώπιζε με σέβας την κοροϊδία, την αναιδή βλακεία, επιβαλλόταν. Ποτέ πριν δεν μου φάνηκε τόσο αξιοθαύμαστος. Από την υλική υπόστασή του δεν απόμεινε πια τίποτε”.
Ο Αντρέ Ζιντ το 1948, μετά από μια δεύτερη τιμητική βραδιά στην οποία παραβρέθηκε και ο ίδιος ο Αρτώ – στην πρώτη, με ομιλητή τον άσπονδο φίλο του Μπρετόν, τον κλείδωσαν απ’ έξω φοβούμενοι μην κάνει κανένα σκάνδαλο. Το τσίρκο των ομοτέχνων δεν αστειεύεται, δεν χαρίζεται, δεν συγχωρεί. Άλλωστε πώς να εμφανιστεί μπροστά τους χωρίς δόντια, γεμάτος ρυτίδες και χωρίς τίποτα να θυμίζει τον ηθοποιό με το όμορφο, γαλάζιο βλέμμα του Ντράγιερ και του Αμπέλ Γκανς;
Ο Αρτώ απεχθανόταν τους πάσης φύσεως θεσμούς, αλλά αναγορεύτηκε σε θεσμό. Ονομάστηκε εθνικός ποιητής, πήρε το βραβείο Σαιντ Μπεβ, εκδόθηκε από τον Γκαλιμάρ, ωστόσο μια ραδιοφωνική ομιλία του με τίτλο ”Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού” ηχογραφείται, αλλά θεωρείται ακατάλληλη για μετάδοση. Μεταδίδεται το 1973.
”Ο λόγος για τον οποίο πεθαίνουμε είναι επειδή από τα παιδικά μας χρόνια πιστεύουμε στον θάνατο. Μας βλέπουμε ανάμεσα στα τέσσερα σανίδια ενός φερέτρου· αυτό μας κάνει και πεθαίνουμε. Αν αρνηθείτε όμως την ιδέα αυτή, δεν θα πεθάνετε ποτέ. Εγώ δεν θα πεθάνω. Ποτέ.”
Ο Αρτώ είχε πάντοτε έτοιμη μια κραυγή ( όπως στις τελευταίες του ποιητικές συλλογές ‘’Η επιστροφή του Αρτώ του Μωμού’’1946 και προσχέδια ποιημάτων και κειμένων από τις αναγνώσεις στο Au Vieux – Colombier1947) και μια γλώσσα για να κρεμαστεί.