Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα ΙΗ’
«Το Πλατύ ποτάμι κυλά λαγαρό, μα αυτός ο Μαύρος φάκελος, το ημερολόγιο που κατέλιπε ο Γιάννης Μπεράτης είναι ένα επίμονο, βασανιστικό ανάδεμα του λασπερού ψυχικού βυθού του», υπογραμμίζει εύστοχα ο Μιχάλης Μακρόπουλος.
Κοινός τόπος πως η λογοτεχνία είναι κατά κύριο λόγο – ή έστω σε μεγάλο βαθμό – αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Ωστόσο κάποιοι συγγραφείς κρύβονται επιμελώς πίσω από τη φιγούρα του αφηγητή ή κάποιου από τους βασικούς ήρωες των βιβλίων τους, και άλλοι δεν αντέχουν να μην εκθέσουν τον εαυτό τους κι αυτά που τους καίνε. «Ο Πόλεμος- η Αγάπη – ο Θάνατος – η Τέχνη» τα θέματά του Μπεράτη , όπως ο ίδιος τα’ αραδιάζει στο Μαύρο Φάκελο.
Ο Μπεράτης καλλιεργεί τόνους βαθιά εξομολογητικούς ακόμα και σε μυθοπλασίες που δεν τον περιέχουν – σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον: όπως τη Διασπορά που «…μη έχοντας κανένα αποκούμπι Πραγματικότητας [πείρας] ξεχύνεται ακράτητη στο Φανταστικό, στο Απίθανο- το έντονο και ακράτητο» [Μαύρος Φάκελος 16/7/42] και τον εμβληματικό Στρόβιλο, για τον οποίο λέει, σε ξεχωριστό κείμενο που έγραψε γι αυτό, πως «έχει κάτι από την ‘αυτόματη γραφή’». «Άρχισα να το γράφω», συνεχίζει, «έτσι, δίχως κανένα πρόγραμμα, δίχως κανένα πλάνο, τη νύχτα της 24/2/54. […] Σε μένα τα πάντα, πάντα, γίνονται υποχθόνια. Και πάντα ‘αρχιτεκτονώ’ μουσικά. Κι αυτή η σχεδόν ‘αυτόματη γραφή’ θ’ απεδείκνυε τώρα αν το πιθάρι είναι πράγματι άδειο ή γιομάτο». Παραδέχεται μάλιστα πως αυτό «το σκουριασμένο ψυχολογικό γεωτρύπανο» [το ημερολόγιο] στο οποίο σώρευε «στυφούς, πικρόχολους, κατακομματιασμένους στοχασμούς» το είχε μπουχτίσει κι αυτό και την ψυχολογική συνέπεια και άφησε να τον παρασύρει το φρενήρες στροβίλισμα του σχεδόν σουρεαλιστικού μυθιστορήματός του.
«Κοιτόταν εκεί, ανήμπορος, γυμνός, τσακισμένος κι απ’ τα χείλια του κυλούσε αργά, βαριά, τετελεσμένα, όλος ο λυγμός κι ο θρήνος του χαμένου ονείρου». [από τη Διασπορά, 1930].
Ο Μπεράτης είναι γνωστός σ’ ένα ευρύτερο κοινό για το αριστουργηματικό Το Πλατύ Ποτάμι [1942] «μια τοιχογραφία προσώπων και πράξεων εποχής» κατά τον Α. Αργυρίου, που διαδραματίζεται στο Αλβανικό μέτωπο και ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που υπηρέτησε ως εθελοντής με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και αποστολή να μεταδίδει, σε ιταλική γλώσσα, προπαγανδιστικά μηνύματα προς τους Ιταλούς στρατιώτες, από μεγάφωνα τοποθετημένα στην πρώτη γραμμή. Το Πλατύ Ποτάμι κέρδισε το 1966 το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
«Άρτιο έργο, οργανικό, με σύνθεση, αρχή, μέση και τέλος», το χαρακτηρίζει ο Κ. Θ. Δημαράς στον ιδιαίτερα επαινετικό πρόλογο που έγραψε γι αυτό. Άλλωστε υπήρξαν συμμαθητές συγγραφέας και κριτικός στα θρανία της «Σχολής Μακρή» και από την αρχή της συγγραφικής πορείας του ο φίλος και κριτικός ενθάρρυνε τον συγγραφέα πάντοτε να συνεχίσει να γράφει και να δημοσιεύει.
Αντιγράφω από την εισαγωγή του Πλατύ Ποτάμι:
«… περνώντας την πόρτα, απ’ το μικρό κηπάκι που την περίζωνε [βρίσκεται στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης πριν ξεκινήσει για το μέτωπο] και όπου τα παιδιά κυνηγιούνταν και φώναζαν, βρέθηκα μέσα σ’ έναν άλλο κόσμο, έτσι σα στον άυλο κόσμο της Ιστορίας- και σαν εγώ ο ίδιος να μην ήμουν παρά ένα αργοπορημένο κομμάτι της, που έφτανε επιτέλους, για να σβήσει και να χαθεί ήρεμα μέσα σ’ αυτήν. […] Είχα γίνει ένα με το ημίφως, με τους παμπάλαιους τοίχους, τη μυστικιστική δροσιά, και μια απόκοσμη, σχεδόν μεταθανάτια ηρεμία με λίκνιζε. […]
Το τσιγάρο μου τέλειωσε. Ο υπολοχαγός είχε αποκοιμηθεί κι άκουγα τη ρυθμική αναπνοή του. Μέσα σ’ όλο το σπίτι βασίλευε μια απόλυτη σιωπή. Ένα μωρό που έκλαψε λίγο πριν, απ’ την πέρα κάμαρα, είχε σωπάσει κι αυτό. Αύριο ποιος ξέρει πού θα βρίσκομαι, πού και πώς θα κοιμάμαι. Πέταξα το τσιγάρο μου μέσα στο τζάκι, έφερα τα σκεπάσματα ως το πηγούνι μου κι αποκοιμήθηκα».
«Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 15/28 Δεκεμβρίου του 1904, στην οδό Πατησίων αριθ. 8. Σπουδές: Γυμνάσιο. Χρημάτισα: υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, στην Πρεσβεία μας της Σόφιας, στο Υπουργείο Τύπου, επόπτης σε λατομείο της Νάξου, μεταφραστής σε Εκδ. Οίκους και σε περιοδικά δημοσιογράφος. Εθελοντής στον Πόλεμο 40-41 και αντάρτης στην Κατοχή». Αυτό το τηλεγραφικό, κι ωστόσο περιεκτικό αυτόγραφο σημείωμα, που έρχεται σε αντίθεση με τον έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του Μπεράτη χρειάζεται συμπλήρωση, επειδή αναφέρεται αποκλειστικά στην επαγγελματική σταδιοδρομία του και την πολεμική του δράση.
Ο πατέρας του ήταν αντισυνταγματάρχης Μηχανικού και δίδασκε στη Σχολή Ευελπίδων. Η μητέρα του ήταν κόρη του Ιωάννου Δέδε, μηχανικού της Εθνικής Τράπεζας. Δηλαδή ακολούθησε τις οικογενειακές κατευθύνσεις επαγγελματικά. Όντας μόλις τριών ετών έχασε τον πατέρα του κι η μητέρα του παντρεύτηκε τον ναύαρχο Χρήστο Θεοδωρόπουλο το 1908. Παρότι δεν πήγε στο Πνεπιστήμιο ωστόσο ιδιωτικά επιδόθηκε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών: γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά που τον βοήθησαν να γνωρίσει από το πρωτότυπο όλη την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και να δουλέψει ως μεταφραστής και στις τρεις γλώσσες. Μετέφρασε περί τα 40 βιβλία. Ως ένα βαθμό θεωρούσε τη δουλειά του μεταφραστή αγγαρεία και του άρεσε πότε πότε να παρεμβαίνει στα κείμενα.
Τα σχολικά του χρόνια, που ο ίδιος περιγράφει ως πολύ δυσάρεστα, τα πέρασε στην Αθήνα. Το 1921 διορίστηκε υπάλληλος στην Εθνική τράπεζα στους Παξούς, στη συνέχεια στην Κέρκυρα και τέλος στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως το 1930. Το 1924 παντρεύτηκε την πολύ μεγαλύτερή του σε ηλικία Ελένη Μελίτα, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Ανδρέα. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1924-1927) υπήρξε σύνδεσμος του Στρατιωτικού Ακόλουθου στην Πρεσβεία της Βουλγαρίας στη Σόφια. Μετά τη λήξη της θητείας του επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου έγραψε το χαμένο σήμερα έργο “Μπαρόκο” και ένα μυθιστόρημα, και τα δύο κατεστραμμένα από τον συγγραφέα. Το 1930 εξέδωσε τη “Διασπορά” και έφυγε για τη Βουλγαρία, τη Συρία, την Αραβία και την Αίγυπτο. Από το 1931 έζησε για δέκα χρόνια με τη Νίτσα Καράλη μέχρι το θάνατό της. Το Φλεβάρη του 1941 κατατάχτηκε εθελοντής στο αλβανικό μέτωπο. Το 1943 μπήκε στο αντάρτικο του Ζέρβα στην Ήπειρο (τις εμπειρίες του κατέγραψε στο έργο του “Οδοιπορικό του ’43”). Δούλεψε στο Τμήμα Λογοκρισίας Θεάτρου και Κινηματογράφου του Υπουργείου Τύπου (1936-1944 -απολύθηκε μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του “Οδοιπορικό του ’43”), στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη ως μεταφραστής (από το 1950 ως το 1954 – και στο περιοδικό “Ταχυδρόμος” (με μεσολάβηση του Σεφέρη από το 1958). Το 1959 παντρεύτηκε την κατά εικοσιπέντε χρόνια νεώτερή του Άννα Χάνδακα, σύντροφό του ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε στη Γενική Κλινική Αθηνών ύστερα από πολύμηνη ταλαιπωρία ·η ασθενική κράση του είχε επιβαρυνθεί σημαντικά από το 1962 (χρόνια λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος και δη του νωτιαίου μυελού).
Τυπικά ο Γιάννης Μπεράτης τοποθετείται στο χώρο της γενιάς του τριάντα, ωστόσο απείχε από τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της ομάδας αυτής και αποτέλεσε μια μοναχική περίπτωση στο χώρο των γραμμάτων, που στράφηκε στην προσωπική αναζήτηση και την υπαρξιστική αγωνία.
Επιρροές δέχτηκε από τους Χάμσουν, Καβάφη, Ντοστογιέφσκι, Μπωντλαίρ, Πόε. Λόγω του εξαιρετικά ευαίσθητου ψυχισμού του συχνά τα βιώματά του κυριαρχούν στο γραπτό λόγο του, γεγονός που ωστόσο προσδίδει μια ιδιαίτερη ενάργεια στα έργα του.
Υπήρξε εντελώς ιδιαίτερη μοναχική περίπτωση σε σχέση με τον λογοτεχνικό του περίγυρο. Δεν τον δελέασε ποτέ το μεγάλων διαστάσεων αστικό μυθιστόρημα που δέσποζε στα χρόνια του, δεν έγραψε δοκίμια, δεν πήρε δημόσια θέση για τα λογοτεχνικά ή τα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα που απασχολούσαν τους συγχρόνούς του, όπως η λεγόμενη ελληνικότητα. Η πορεία του είναι η πολύ μοναχική πορεία του αφοσιωμένου στην τέχνη του συγγραφέα. Αυτό δυσκόλεψε την αποδοχή του. Παρόλα αυτά δεν του έλειψαν οι διακρίσεις. Οι Σεφέρηδες, ο Σαββίδης και ο Τσίρκας ήταν φίλοι του. Τον επισκέφτηκαν μάλιστα στην Κλινική Αθηνών όταν ήταν στα τελευταία του.
«Είναι σαν νάμαι με τόνα πόδι στον κόσμο σας και με το άλλο να μην είμαι. Μέσα μου σα να μάχωνται μονίμως δύο άνθρωποι κι ο καθένας θεωρεί τον άλλο γελοίο. 1. Ο άνθρωπος της σκέψης, των ιδεών, των γραμμάτων. 2. Ο άνθρωπος της ζωής, της δράσης, που δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του μια μηχανή εναποθηκεύσεως γνώσης», γράφει στις 28/8/48 στο ημερολόγιό του. Δήλωση που υπογραμμίζει τον εσωτερικό διχασμό του και την σύγκρουση κατευθύνσεως που φέρνει στο νου τον Καζαντζάκη τον οποίο ο Μπεράτης θαύμαζε.
«Μόνο η ψυχολογική συνέπεια με τράβηξε πάντα ως την ακρότατη αλήθεια».
«… να διηγηθείς χωρίς να αφηγείσαι».
«Ασχήμια ζωντανού τέλος, ασχήμια νεκρού αρχή», γράφει στο ημερολόγιο πάντα στις 24/10/68.
Και στις 8/12/68-προτελευταία εγγραφή: «Δεν ξέρω από πού να αφουγκραστώ τα μουλωχτά βήματα του Θανάτου. Από πού έρχεται, από ποιο δρόμο;».
Έφυγε στα 64, λίγο πριν σβήσει εκείνη η χρονιά.
ΠΗΓΕΣ:
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ, Ο ΜΑΥΡΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ, εισαγωγή-επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου, εκδ. ΕΡΜΗΣ, 2015
-ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ, ΔΙΑΣΠΟΡΑ/ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ, εκδ. ΕΡΜΗΣ, 1980
-ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΡΑΤΗ, ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ, 3η έκδοση, με ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις, εκδ. ΕΡΜΗΣ, ανατύπωση 1979