«Μια τρομερή πανούκλα ήταν στο Λονδίνο τη χρονιά του εξήντα πέντε. Σάρωσε εκατό χιλιάδες ψυχές αλλά εγώ έμεινα ζωντανός!»[1]
‘
Έτσι τελειώνει τη διήγησή του για την Πανούκλα του Λονδίνου ο Ντανιέλ Ντεφόε (1660-1731), συγγραφέας του πασίγνωστου Ροβινσώνα Κρούσου. Πρόκειται για το μυθιστορηματικό πορτραίτο όχι μόνο του Λονδίνου, αλλά και άλλων πόλεων της Αγγλίας τη στιγμή της μεγάλης αγωνίας της. Όταν ξέσπασε η πανούκλα το 1665 ο συγγραφέας ήταν πέντε ετών. Τη διήγηση αυτή τη δημοσίευσε στα 57 του χρόνια μετά τον Ροβινσώνα που είχε παγκόσμια επιτυχία παράλληλα με το αριστούργημά του Μολλ Φλάντερς το 1722, αφού αναδίφησε έναν εκπληκτικό όγκο κρατικών εγγράφων δίνοντας στην πανούκλα τη μορφή δραματοποιημένου ντοκουμέντου. Η επιδημία κράτησε μόλις ένα χρόνο γιατί το 1666 ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά που κατέκαψε ολόκληρη την πόλη του Λονδίνου.
Ξεκινώντας το έπος της Πανούκλας ο Ντεφόε γράφει:
”Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου του 1664 όταν στις καθημερινές κουβέντες μεταξύ των γειτόνων μου άκουσα ότι η πανούκλα είχε επιστρέψει (…) Μερικοί έλεγαν πως το κακό είχε έρθει από την Ιταλία, άλλοι ότι το ‘χαν κουβαλήσει από τα καράβια φορτωμένα με εμπορεύματα από την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο, άλλοι πάλι έλεγαν ότι είχε έρθει από την Κύπρο. Στο κάτω κάτω, το πως μεταδόθηκε το κακό δεν είχε σημασία (…)
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εφημερίδες για να σκορπίσουν φήμες και να αναφέρουν πράγματα εξωραϊσμένα από την ανθρώπινη εφευρετικότητα όπως έχω δει να γίνεται στις μέρες μας. Τέτοια λοιπόν νέα συγκεντρώνονταν από τα γράμματα εμπόρων και άλλων που διατηρούσαν αλληλογραφία με το εξωτερικό και μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Έτσι οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν αμέσως σε όλη τη χώρα όπως γίνεται σήμερα. Φαίνεται όμως ότι η κυβέρνηση είχε μια ακριβή περιγραφή της επιδημίας και πολλά δημαρχιακά συμβούλια είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν σχέδια για το πως να εμποδίσουν την εξάπλωσή της, αλλά οι ενέργειες αυτές γίνονταν με ιδιαίτερη μυστικότητα. Έτσι οι φήμες άρχισαν να καταλαγιάζουν και ο κόσμος άρχισε να ξεχνάει κάτι που δεν μας ενδιέφερε και δεν μας ανησυχούσε πια, κάτι που όλοι μας ελπίζαμε ότι δεν ήταν αλήθεια – αρχές Δεκεμβρίου 1664 – (…) όταν δύο άντρες, που έλεγαν ότι ήταν Γάλλοι πέθαναν από πανούκλα στο πάνω μέρος του Ντρούρι Λέιν”. Και συνεχίζει λέγοντας πως προσπάθησαν να κρύψουν το γεγονός, αλλά τα κουτσομπολιά της γειτονιάς το έφεραν στην επιφάνεια. (…) Βρίσκοντας λοιπόν τα σημάδια της αρρώστιας πάνω στους δύο πεθαμένους, οι επιθεωρητές έκαναν δημόσια την γνωμάτευση (…) και φυσικά οι άντρες είχαν πεθάνει από πανούκλα. Στο δελτίο θανάτων το Δημαρχείο σημείωσε:
Πανούκλα,2. Μολυσμένες ενορίες 1. Και εξαπλώθηκε μεγάλη ανησυχία, αλλά οι έξι εβδομάδες που ακολούθησαν την εξανέμισαν πάλι ώσπου παρουσιάστηκε το επόμενο κρούσμα. Κάποιος που πέθανε σπίτι του.’’[1α]
Ύστερα οι αριθμοί των κρουσμάτων και αργότερα των νεκρών αυξάνονταν αλματωδώς.
Νωρίτερα στην Ευρώπη ανάμεσα στο 13ο και το 15ο αιώνα η ερήμωση που προκάλεσε η Μαύρη Πανούκλα ήταν απίστευτα εκτεταμένη, έτσι που το μεγάλο χρονικό αυτό διάστημα ονομάστηκε εποχή του ”δυσεύρετου ανθρώπου”, αφού η πανούκλα έγινε ενδημικό φαινόμενο και επανερχόταν ξανά και ξανά ξεκάνοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους. Λέγεται, και δεν είναι μάλλον υπερβολή, πως σε χωριά ή σε μικρές πόλεις δεν υπήρχαν αρκετοί ζωντανοί για να θάψουν τους νεκρούς.
”Ο Βοκάκκιος επιμένει στην σκανδαλώδη αποδιοργάνωση των κηδειών και στην εγκατάλειψη των νεκρών και των ετοιμοθάνατων”[2], επισημαίνει ο Μισέλ Βοβέλ[2]
Η πρώτη πανδημία πανούκλας εμφανίστηκε το 1347 στο Λονδίνο. Η προηγούμενη εμφάνισή της ήταν η λεγόμενη πανούκλα του Ιουστινιανού, της δεκαετίας του 760, γράφει ο Μισέλ Βοβέλ.
Όπως πίστευαν τότε η επιδημία προήλθε απ’ τις στέπες της Ανατολής όπου ενδημούν άγρια τρωκτικά που στο δέρμα τους αναπτύσσονται μολυσμένοι ψύλλοι. Για περισσότερο από τρεις αιώνες, λοιπόν, με αφετηρία το 1348 η Μαύρη Πανούκλα εξαπλώθηκε στη Μπρυζ, στην Φλάνδρα, στην Γερμανία, στην Σκανδιναβία, στη Ρωσία, στη Βόρεια και Νότια Κασπία, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Τραπεζούντα, στη Μεσήνη της Σικελίας, στη Μασσαλία, την Κωνσταντινούπολη, ενώ χτύπησε και την Ελλάδα, την Κρήτη, την Ανατολία, την Αίγυπτο, την Αδριατική, τη Βενετία, τη Γένοβα και έφτασε στη Βόρεια Γαλλία χωρίς να μπορέσει να τη σταματήσει ο Ατλαντικός Ωκεανός. Πρόσβαλε επίσης τα Βαλκάνια, την Ουγγαρία, τη Βαλτική, την Πολωνία και τη Λιθουανία.
” Οι μάρτυρες περιγράφουν τους φοβερούς πόνους, το αιφνίδιο της αρρώστιας και την ταχύτητα της εξέλιξής της, δύο με τρεις μέρες συνήθως – μετά μιλούν για τον τρόμο που καταλαμβάνει τους ζωντανούς, τη διάλυση των οικογενειών, το σώριασμα των νεκρών …”[2α].
Ακόμα την χρεοκοπία, την ανημπόρια, την ακηδία. Οι άνθρωποι μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν αυτή τη φρίκη επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τρέπονταν σε φυγή, αλλά, θαρρείς, λέει πάντα ο Βοβέλ – Οι δαγκάνες του χάρτη είχαν κλεΊσει και μέσα εκεί υπήρχαν τόσα μέρη που είχαν προσβληθεί από αυτούς τους φυγάδες ώστε έπρεπε να μετακομίσουν σε άλλον πλανήτη για να σωθούν από τον Θρίαμβο του Θανάτου, όπως ονομάζει το άσμα του ο Πετράρχης (1304-1374):
”Κι όπου κι αν θωρούσε από νεκρούς γιόμιζε όλος ο κάμπος που γραφή ή στίχος δε μπορεί να εκφράσει. Απ’ την Ινδία και την Κατάη ως δώθε, την Ισπανία και το Μαρόκο, χρόνια και χρόνια είχε τη γη νεκρούς γιομίσει. (…) όσους τους είχαν κρίνει ευτυχισμένους, τους βασιλιούς, τους άρχοντες, τους πάπες, τώρα άγνωστοι ‘ναι κι άθλιοι και ζητιάνοι. Που ‘ναι, λοιπόν, τα πλούτη. Οι τιμές που ‘ναι και οι πέτρες και τα σκήπτρα και οι κορώνες, κ’ οι μίτρες, κ’ οι πορφύρες, που ‘ναι τώρα; Αλλοίμονο του! Όπου στης γης ελπίζει τη σιγουριά (μα ποιος δεν τη γυρεύει;) στο τέλος θα βρει, δίκια, ότι απάτητη. Τυφλοί! Σε τι ωφελεί ο πολύς σας μόχθος;”. [3]
Ο μεγαλύτερος Φλαμανδός ζωγράφος του 16ου αιώνα Πέτερ Μπρέγκελ ο πρεσβύτερος (περ. 1525-69) φιλοτέχνησε πλάι στις ειδυλλιακές σκηνές της καθημερινής ζωής – τις ηθογραφίες του – το Θρίαμβο του Θανάτου, το 1562 που σήμερα βρίσκεται στο μουσείο Πράδο της Μαδρίτης.
Σ’ αυτόν τον πίνακα, όπως πιο πάνω ο Πετράρχης ή ο Γάλλος ποιητής Ελινάν ντε Φρουαμόν (1160-1229) :
”Ο θάνατος σε μια ώρα τα πάντα διαλύει. Τι νόημα έχει η ομορφιά, τι νόημα έχει ο πλούτος; Τι νόημα έχουν οι τιμές, τι νόημα έχει η αρχοντιά;”, ο Μπρέγκελ βάζει όλα τα πρόσωπα – τον ανώνυμο άνθρωπο, ούτε ωραίο ούτε άσχημο – μπροστά στο θάνατο. Ο άνθρωπος αυτός είναι όλοι οι άνθρωποι μικροσκοπικοί, αξεχώριστοι, ανώνυμοι. Είναι ο βασανισμένος φτωχός λαός που πίσω από ”την λάμψη των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων, πάλευε και αγωνιούσε, για να ζει, και φοβόταν όσο και οι άρχοντες, το θάνατο”, όπως επισημαίνει στην Ιστορία του του Ευρωπαϊκού Πνεύματος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πέρα από ανθρωπολόγος και κοινωνικός φιλόσοφος Ο Μπρέγκελ, όπως τον ονομάζει ο Άλντους Χάξλεϋ είναι ποιητής κωμωδιών, κωμικοτραγικών ιστοριών που ζυγίζει ως καλός κριτής το χαρακτήρα του λαού. Δε ζωγράφισε κανένα πίνακα για την εκκλησία. Αυτή την ελευθερία, συνεχίζει ο Κανελλόπουλος την χρωστάει στον Ιερώνυμο Μπος:
”Το χρωματικό του όραμα προέρχεται επίσης από αυτόν με τις λεπτότητές του στους τόνους” στους οποίους αντιπαραθέτει χρώματα ζωηρά και καθαρά, έτσι ώστε να κάνει την αντίθεση φανερή. Ο Μπρέγκελ φτάνει στη σύνθεσή χάρη στην ανθρώπινη συμπάθεια που τον χαρακτηρίζει ”και που τον κάνει ν’ αγκαλιάζει όλα τα φυσικά στοιχεία, ακόμα και τα πιο ταπεινά”. Θαρρείς πως ο Σεμπάστιαν Φρανκ, έγραψε γι’ αυτόν το: ”Η ζωή είναι μία και πάντοτε η ίδια επάνω στη γη αυτή. Κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά άνθρωπος. Όταν κοιτάζει κάποιος ένα φυσικό άνθρωπο βλέπει όλους τους ανθρώπους”.
Ο Ελβετός Άρνολντ Μπέκλιν διέθετε μια οικογένεια με 11 παιδιά από τα οποία έχασε τα μισά όταν ήταν βρέφη και είχε μια προσεγμένη τεχνική που υπηρετούσε μια πλούσια και όχι σπάνια αρρωστημένη φαντασία. ”Ήταν λαμπρός ερμηνευτής της νοσταλγίας των Γερμανών, που αποζητούν τη φυγή στον κόσμο του παραμυθιού και των βασανιστικών μύθων, όπως ισχυρίζεται ο Ζορζ Πεγιέ στη Ζωγραφική στο 19ο αιώνα. Ο Μπέκλιν συνδυάζει ”τις σκιές της εσωτερικής του ζωής με την ολόφωτη φύση του Νότου”. Εκτός από το αριστούργημά του το Νησί των Νεκρών, ζωγράφισε έναν πίνακα με θέμα την πανούκλα, από την οποία είχε χάσει μέλη της οικογένειάς του. Πέρασε από τον ρομαντισμό στον εξπρεσιονισμό για να καταλήξει στον συμβολισμό. Τα έργα του διαπνέονται από αυθεντικότητα και ρωμαλεότητα στη σύνθεση, αλλά είναι περίεργα καθηλωμένα σε μια ακινησία.
Βασικό μοτίβο των έργων του παρόντος κειμένου είναι ο θάνατος που έσπειρε η πανούκλα για αιώνες στην Ευρώπη καταντώντας τη μια Έρημη Χώρα όπως ονόμασε ο Έλιοτ την μεγάλη ποιητική του σύνθεση το 1922:
”Χύνονταν στο γιοφύρι της Λόντρας τόσοι πολλοί
δεν το ‘ξερα πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς’‘[4]
[1] και [1α]Ντάνιελ Ντεφόου, η Πανούκλα στο Λονδίνο, μτφρ. Τάσσος Συμεωνίδης, εκδόσεις Κριτική 1988.
[2] και [2α]Μισέλ Βοβέλ, ο Θάνατος και η Δύση από το 1300 ως τις μέρες μας, Τόμος Α’, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, επιμέλεια Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Νεφέλη 2000.
[3]μετάφραση Άρης Δικταίος στο Ιστορία της Ασχήμιας επιμ: Ουμπέρτο Έκο, μτφρ. Δήμητρα Δότση – Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδόσεις Καστανιώτη 2007.
[4]Μετάφραση Γ. Σεφέρης.
Γνωριμία με την ανθρωπινότητα στη ψηφιακή εποχή προσωρινής αίσθησης παντοδυναμίας.