Η Νορβηγία στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια μικρή χώρα ενωμένη με τη Σουηδία και με μια γλώσσα παραπλήσια με τη σουηδική, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επίδραση στην πολιτιστική ζωή της Ευρώπης. Το θέατρο ήταν και αυτό περισσότερο μέσο ψυχαγωγίας και διασκέδασης παρά προβληματισμού. Για κάποιους λόγους όμως όπως υποστηρίζει η ιστορικός του θεάτρου Φίλις Χάρτνολ, ενθυμούμενο την θρησκευτική καταγωγή του, στράφηκε προς τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα δημιουργώντας το λεγόμενο ‘’Θέατρο Ιδεών’’, που ξεκίνησε με τα εμβληματικά έργα του Ίψεν για να φτάσει ως εκείνα του Τσέχωφ, ο οποίος μαζί με τον Πιραντέλο και τον Στρίντμπεργκ είναι οι τέσσερις εικονοκλάστες του θεάτρου.
Δεν ήταν μόνο η Νορβηγία μια μικρή και παραμερισμένη, ακόμα και στο χάρτη, χώρα αλλά και το Σκίεν, το μικρό λιμάνι που γεννήθηκε ο Ερρίκος Ίψεν το 1828. Η ανάμνηση της γενέτειρας του ανακαλούσε στη μνήμη του τον ήχο των καταρρακτών που έπεφταν πάνω στα πριονιστήρια που αφθονούσαν. Ο ίδιος περιγράφει ακόμα τη θέα από το σπίτι των παιδικών του χρόνων, την εκκλησία, το δημόσιο στύλο διαπόμπευσης, το Δημαρχείο με τα υπόγεια που ήταν γεμάτα με τρελούς ή φυλακισμένους και των οποίων τα πρόσωπα παραμορφωμένα από τον πόνο, σφράγισαν για πάντα την ψυχή του μικρού Ερρίκου. Οι παιδικές αυτές μνήμες ήταν γεμάτες από συγκίνηση και αποστροφή. Απόδειξη, ότι ο Ίψεν δεν ξαναγύρισε ποτέ στη γενέτειρα του. Δεν ξαναείδε τους γονείς του. Ο πατέρας του που ήταν επιχειρηματίας καταστράφηκε οικονομικά και αυτό προκάλεσε και την ψυχική απομάκρυνση του Ίψεν απ’ το οικογενειακό περιβάλλον. Η οικογένειά του βούλιαξε μέσα στον πουριτανισμό ενός παρακλαδιού του Προτεσταντισμού.
Εκείνος αφού διάλεξε να μαθητεύσει κοντά σ’ ένα φαρμακοποιό και αφού άφησε έγκυο την υπηρέτριά του και έγινε πατέρας σε ηλικία 18 ετών έφυγε μακριά απ’ όλα.
Μπήκε στο Πανεπιστήμιο αλλά δεν σπούδασε παρά μόνο δημιουργική γραφή. Παρέδιδε μαθήματα σε κυριακάτικα σχολεία εργατικών συλλόγων ενώ άρχισε να δημοσιογραφεί.
Το 1852 ταξίδεψε στην Κοπεγχάγη, το Βερολίνο, τη Δρέσδη και το Αμβούργο. Είχε αρχίσει ήδη να γράφει, κατά τη μόδα της εποχής, ιστορικά δράματα τα οποία είχαν μικρή επιτυχία.
Στα τριάντα του παντρεύτηκε την Σουζάνα Θόρεσεν και ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε ο γιος του Σίγκουρντ, που ακολούθησε πολιτική καριέρα και ήταν ο αρχιτέκτονας της αυτονομίας της χώρας του.
Τα δύο πρώτα ποιητικά δράματά του τα έγραψε σε ηλικία σαράντα ετών. Ήταν ο ”Μπραντ” και ο ”Πέερ Γκυντ” και πριν ακόμα βρει το δρόμο του αυτόν που θα τον οδηγούσε στο να επηρεάσει, όχι μόνο την θεατρική φιλολογία αλλά και την τέχνη της σκηνοθεσίας και της ερμηνείας, αυτοεξορίζεται στην Ευρώπη για 27 ολόκληρα χρόνια.
Το 1869 παραβρίσκεται στα εγκαίνια της Διώρυγας του Σουέζ ως εκπρόσωπος της Νορβηγικής Κυβέρνησης. Την ίδια περίοδο επισκέφτηκε την Στοκχόλμη όπου οι Σουηδοί τον υποδέχθηκαν ως μεγάλο συγγραφέα. Ωστόσο, δεν έχει γράψει ακόμα τα μεγάλα του έργα, αυτά που τον καθιέρωσαν στην συνείδηση του κόσμου. Όταν η δραματουργία του στράφηκε προς την αμείλικτη βολιδοσκόπηση της ανθρώπινης συνείδησης και προσπάθησε να φωτίσει τις ψυχολογικές συγκρούσεις που λάβαιναν χώρα στη ψυχή του ανθρώπου, τότε άρχισε να κάνει σκληρή κριτική στην υποκρισία, την απληστία, τη φιληδονία, τη φιλοδοξία, αλλά και σ’ όλες τις αστικές αξίες που είχαν αρχίσει πια να παρακμάζουν. Έτσι πέρασε από τα ιστορικά δράματα στα ποιητικά έργα και μετά σ’ ένα θέατρο κοινωνικού προβληματισμού με ρεαλιστικό και νατουραλιστικό υπόβαθρο και στο τέλος στα συμβολικά δράματα που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν τραγωδίες. Ο Φρόυντ μάλιστα τον έβαζε δίπλα στον Σαίξπηρ και τους αρχαίους τραγικούς.
Στην σειρά των κοινωνικών δραμάτων που κάποια απ’ αυτά υπερασπίζονται τα δικαιώματα των γυναικών, συγκαταλέγονται: ”Το Κουκλόσπιτο”, η ‘’Έντα Γκάμπλερ”, ”Η κυρά της θάλασσας”, ενώ τα ”Στηρίγματα της Κοινωνίας”, ”Οι Βρυκόλακες”, και ”Ο Εχθρός του Λαού” είναι καυτές απεικονίσεις της επαρχιακής ζωής.
Μετά γράφει έργα όπως: ”Η Αγριόπαπια” που για πολλούς αποτελεί το αριστούργημά του, ”Ο Οικοδόμος Σόλνες”, στο οποίο ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας καταστρέφεται από την επαφή του με ένα νεαρό κορίτσι, ο ”Μικρός Έγιολφ” όπου ο συγγραφέας κάνει κριτική στους γονείς και το ”ο Γιόν Γαβριήλ Μπόρκμαν”.
Φτάνοντας στα εβδομήντα γράφει το ”Όταν ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς”. Ένα κείμενο που εμπνέεται, μεταξύ άλλων, και από τη φιλοσοφία του Νίτσε και όπως επισημαίνει η Χάρτνολ πλησιάζει την ωριμότητα και τη σοφία του κύκνειου άσματος του Σαίξπηρ, ”Τρικυμία”.
Στα 61 του χρόνια γνωρίζει την δεκαοκτάχρονη Βιεννέζα Έμιλυ Μπάρνταχ και αλληλογραφεί μαζί της για μεγάλο διάστημα την εποχή ακριβώς που σχεδιάζει την ”Έντα Γκάμπλερ”. Οι εξομολογήσεις της αφοσιωμένης αυτής νεαρής ευαισθητοποιούν το πνεύμα του και αφήνουν έντονα ίχνη σ’ αυτό το έργο. Η γνωριμία του με μία άλλη νεαρή αργότερα, του δίνει την έμπνευση για τον ”Οικοδόμο Σόλνες”. Ολοκληρώνοντας το τελευταίο του έργο και για έξι ολόκληρα χρόνια δε μπορεί πια να γράψει εξαιτίας αλλεπάλληλων εγκεφαλικών. Πεθαίνει σε ηλικία εβδομήντα οκτώ ετών το 1906.
Ο Αντρέ Αντουάν (1859-1943) είναι ο σκηνοθέτης που προσπάθησε πολύ ν’ απαλλάξει το θέατρο στην Ευρώπη από την κυριαρχία του καλοφτιαγμένου έργου. Ίδρυσε το ‘’Τεάτρ Λίμπρ’’ στο Παρίσι και ανέβασε την πρώτη γαλλική μετάφραση των ‘’Βρυκολάκων’’ όπου ο ίδιος έπαιξε τον Όσβαλντ. Ο άλλος σκηνοθέτης, που εδραίωσε τη φήμη του Ίψεν στο ευρωπαϊκό κοινό είναι ο Λιν Πο.
Ο πατέρας του Ίψεν ήταν Δανός, η μητέρα της μητέρας του Γερμανίδα και η γιαγιά της Σκωτσέζα. Οι ήρωές του έχουν και αυτοί μικτή καταγωγή. Είναι: Νορβηγοί, Δανοί, Σουηδοί, Ιταλοί, Γερμανοί, όντα πανανθρώπινα, αλλά και όντα της Ανάγκης. Είναι αδελφές της Ηλέκτρας, της Αντιγόνης, της Λαίδης Μάκβεθ, της Μπερνάρντα Άλμπα, της Μάνας Κουράγιο.
Όταν γυναικείες οργανώσεις του ζήτησαν να προσχωρήσει στον αγώνα για την απελευθέρωσή τους, εκείνος αρνήθηκε γιατί δεν θέλησε ποτέ να δεσμευτεί από καμιά θεωρία. Πάντως εκτός απ’ τις γυναίκες στα έργα του υποφέρουν εξίσου και οι άντρες και στο τέλος γυναίκες και άντρες αλληλοεξοντώνονται όπως υποστηρίζει η Λεία Χατζοπούλου- Καραβία (‘’οι γυναίκες δεν είναι πιο φωτισμένες από τους άντρες οι οποίοι καταστρέφουν και καταστρέφονται εξίσου’’). Θα προσθέταμε πως ακριβώς το ίδιο υποφέρουν και καταστρέφονται άντρες και γυναίκες στο έργο του Στρίντμπεργκ, ο οποίος έγραψε πολλά έργα του μόνο και μόνο για να αντιπαρατεθεί στον Ίψεν, ο οποίος έλεγε: ”Δεν μπορώ να γράψω αράδα αν δεν έχω το βλέμμα αυτού του αλήτη πάνω μου”.
Ο Ίψεν θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή παρά κοινωνικό μεταρρυθμιστή. Στον πυρήνα της κοσμοθεωρίας του βρίσκεται το άτομο και η υπαρξιακή του θέση μέσα στο σύνολο.
Ο σημαντικός κριτικός Μπραντές τον θεωρούσε ατομικιστή και σοσιαλιστή, ενώ ο Μπέρναρν Σω, μέγας υποστηρικτής του, τον ήθελε στρατευμένο, αλλά εκείνος απεχθανόταν την οργανωμένη πάλη και το μόνο που τον ενέπνεε ήταν η εμπειρία.
Εκείνο που βαραίνει αποφασιστικά την οικογένεια Άλβινγκ στους ”Βρυκόλακες” είναι το παρελθόν, όπως ακριβώς και στον οίκο των Ατρειδών στην ”Ορέστεια”. Το παρελθόν παραλύει, όπως λέει ο Γιαν Κοτ, σωματικά και ηθικά όλα τα πρόσωπα του έργου μετατρέποντάς τα σε ζωντανούς νεκρούς.
”Βρυκόλακες παντού – τόσοι πολλοί, αμέτρητοι σαν τους κόκκους της άμμου. Κι εμείς, οι περισσότεροι από μας τρέμουμε άθλια το φως”.
Η επήρεια του Ίψεν στο έργο του νεαρού ακόμα τότε Τζαίημς Τζόυς ήταν σημαντική καθώς οι ”Βρυκόλακες” τον οδήγησαν να γράψει το μοναδικό θεατρικό του έργο με τίτλο ”Οι Εξόριστοι”. Ένας θαυμασμός απεριόριστος τον παρακίνησε να μάθει νορβηγικά μόνο και μόνο για να γράψει γι’ αυτόν τον θαυμασμό του στον Ίψεν: ”Είμαι ένας νέος Ιρλανδός δεκαοχτώ χρονών και θα κρατήσω τα λόγια του Ίψεν μέσα στην καρδιά μου για όλη μου τη ζωή”.
”Στην πραγματικότητα παρότι πρόκειται για έναν εξόχως ανδροπρεπή συγγραφέα, υπάρχει ένα περίεργο κομμάτι γυναικείας ευαισθησίας στη φύση του. Και μάλλον σ’ αυτή τη δυαδικότητα οφείλουμε την καταπληκτική ακρίβεια, τα ελαφρά ίχνη θηλυκότητας, τη λεπτότητα της γρήγορης πινελιάς. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι γνωρίζει θαυμάσια τις γυναίκες: φαίνεται να έχει βυθομετρήσει την καρδιά των γυναικών σε απροσμέτρητο βάθος”.
Το κείμενο αυτό λέγεται ότι έπεσε στα χέρια του Ίψεν, τον ευχαρίστησε αφάνταστα και έγραψε τα εξής: ”Το άρθρο του κ. Τζόυς που είναι πολύ καλοπροαίρετος και θα ήθελα πάρα πολύ να τον ευχαριστήσω, αν διέθετα επαρκή γνώση της γλώσσας”.
Η γυναίκα του ανήγειρε στο τάφο του μια απλή στήλη χωρίς επιγραφή, αλλά με μια σκαπάνη σκαλισμένη επάνω, τη σκαπάνη του μεταλλωρύχου που είναι ολοφάνερο τι θέλει να συμβολίσει.
Ο Ίψεν αυτήν είχε χρησιμοποιήσει για να ανασκαλέψει το μετάλλευμα της ανθρώπινης ψυχής.
Βοηθήματα