You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΣΕ ΛΑΔΙ  Ζωγραφική στο έργο του Νίκου Καββαδία,  Ο ΕΝΣΟΡ, Ο ΣΕΡΑ, ΚΙ Ο ΣΑΓΚΑΛ   

Κώστας Γιαννόπουλος: ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΣΕ ΛΑΔΙ Ζωγραφική στο έργο του Νίκου Καββαδία, Ο ΕΝΣΟΡ, Ο ΣΕΡΑ, ΚΙ Ο ΣΑΓΚΑΛ  

Για δύο πράγματα δε γελιέμαι εγώ

για τα ποτά και τις γυναίκες.

Δεν ήταν όμως μόνο γι αυτά που ήξερε να σου πει ο αρμενιστής ποιητής Νίκος Καββαδίας, ήταν και κάτι άλλο, με το οποίο είναι κατάστικτο το κορμί της ποίησής του, οι ζωγραφιές και τα σχέδια:

Τυφλό κορίτσι σε οδηγάει παιδί του Modigliani.

 Η αναφορά μπορεί να είναι συνοπτική, αλλά ακριβής. Έτσι και αλλιώς η λαμαρίνα όλα τα σβήνει πράγμα που δεν είναι και τόσο σίγουρο. Αν πέσουν σε θύελλα και θαλασσοπνιγούνε ποιος θα βρεθεί άραγε να τους νεκρολογήσει; Κανείς. Συνοπτική θα είναι η αναφορά για το ναυάγιο.

 Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί

πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,

πως τις γυναίκες μ’ έναν τρόπον ύπουλο μισώ

κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δε πηγαίνω.

Όποιος φθάνει να μισήσει έχει αγαπήσει πριν πολύ. Άρα τις ξέρει τις γυναίκες. Και αυτή η σύνδεση που επιχείρησε σχεδόν έφηβος ακόμη με το βλακώδες Μαραμπού που επίμονα τον κοιτά και τελικά ταυτίστηκε μ’ αυτό είναι μια λογοτεχνική ταύτιση έτσι που όλοι να νομίζουν πως ο ποιητής και ασυρματιστής γεννήθηκε ‘αμαρτωλός’. Ποτά, γυναίκες του λιμανιού, λιμάνια, ζωγραφιές, φυγή, αν και αυτή μόνο μέσα από την ποίηση λένε μπορεί να βιωθεί, γιατί όσοι έχουν επιχειρήσει τη φυγή, μάλλον στο ίδιο μέρος κάθε φορά γυρίζουνε, στο μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν.

Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό / έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη την μικρή / σ’ όλη τη γη τη χάλασες.

Ωστόσο το Mal du depart είναι μια αρρώστια που παραμένει και επαναλαμβάνεται είτε τη ζεις, είτε τη γράφεις.

Κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω

στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Αν η ποίηση είναι το ‘’καταφύγιο που φθονούμε’’, γιατί πρέπει να το εγκαταλείψουμε για ένα άλλο, όπως κάθε καταφύγιο, γιατί δεν μπορούμε να καταφύγουμε πουθενά (έτσι μας λέει ο Κάφκα) είναι γιατί κάτι που πολύ σε θέλγει από αυτό ακριβώς είναι που κρατάς αποστάσεις. Ό,τι σε έλκει  ταυτόχρονα σε απωθεί. Μια διαρκής αμφιθυμία μας κατέχει απέναντι σε ό,τι μας κάνει να σταθούμε για να το δούμε από πιο κοντά.

 Το κόκκινο που φουντώνει την πυρκαγιά της επιθυμίας, θα ‘ρθει η στιγμή που αυτή ακριβώς η πυρκαγιά θα ενώσει όλα τα πράγματα για τα οποία ο ποιητής μας ξέρει να μιλά: Γυναίκες, ποτά, γεωγραφία, φυγή και ζωγραφιές και ακόμα για την αμαρτία και για την επιθυμία του Παραδείσου, που άλλος ποιητής, ο Ελύτης, λέει πως είναι δικαίωμά μας. Ο Μικρός Ναυτίλος του αρχίζει έτσι:

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό, τι να ‘ναι

το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο

στην τσέπη μου έναν Οδηγό τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι.

Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι.

Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο.

Τι τού ‘δωσαν ποιος ξέρει; Τι δίνουν οι άλλοι; Τι σου δίνουν; Τι τού ‘δωσαν οι γονείς; Με την αδελφή του, μεγαλώσανε μαζί. Η μαμά ήταν ο ‘στρατηγός’, ο μπαμπάς πήγε μέχρι και φυλακή στη Ρωσία το ’17. Καταστράφηκε οικονομικά. Για τον Κόλια ήταν ο πιο ”ανελέητος άνθρωπος” που γνώρισε.
 Ενώ για τον πατέρα του θα μπορούσε να είναι:

… ένα παράξενο παιδί, χλωμό πολύ

βραδύγλωσσο και ιδιότροπο

και πάντα είχε τη σκέψη

να φύγει απ’ το σπίτι του με κάποιο φορτηγό

πλοίαρχος να γίνει και πολύ μακριά να ταξιδέψει.

Μια άσκηση ύφους σχεδόν παιδική αλλά και μια επιθυμία που πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο ποιητής ζαλιζότανε, λέει, στη στεριά.  

”Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια, γράφει στη Βάρδια.

Εκκεντρικότητα; Μάλλον αλήθεια.

        Παρά το γεγονός πως γράφει τα καλύτερα ποιήματά του εκείνη τη χρονιά και μάλιστα εν πλω, ανακοινώνοντας το νέο στον Καραγάτση που ήταν φίλος του, την ίδια εκείνη χρονιά παραπονιέται Να μπορούσα να γράψω.

        Δεν είναι και πολύ νεαρός βέβαια όταν εκδίδει το διαβόητο πεζογράφημά του τη Βάρδια, είναι 44 ετών και ο κόσμος έχει μπει στο 1954. Να και οι πρόδρομοι του πεζογραφήματός του: Κόνραντ, Λόντον, Στήβενσον, Μέλβιλ.

Κάθε σπουδαίος ποιητής έχει και ένα πεζό πλάι στα ποιήματα να καμαρώνει μοναχό του: Ο Σεφέρης τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, ο Εμπειρίκος τα Γραπτά την Αργώ και τον Ανατολικό και αυτός στο μεσοστράτι της ζωής, στο μέσον της φιλολογικής του σταδιοδρομίας και ενώ είχε σταματήσει να ταξιδεύει και δεν τον συντρόφευε μια γάτα στην μοναξιά της καμπίνας του σύνθεσε τη Βάρδια, όταν δεν περίμενε κανείς τίποτα πια απ’ αυτόν.  

        Κάποιοι λένε πως δεν έγραψε ποτέ στ’ αλήθεια, αλλά πως ήταν ένας ασυγκράτητος εραστής της προφορικότητας. Μίλαγε, λένε, στην πλώρη, στο κύμα, ή στα δελφίνια που ακολουθούσαν το βαπόρι κι έλεγε τον ποιητικό του λόγο που ύστερα κατέγραφε. Έτσι προφορικό και ακατέργαστο. Ίσως να ‘χε γίνει πια το ίδιο νευρικός σαν τον πατέρα του, που ανακαλούσε όμως όχι στραπάτσα οικονομικά, αλλά σπαρταριστές εικόνες μέσα απ’ τη ζωή, ανάκατα ειπωμένες σαν παραλήρημα, σαν εξομολόγηση, σαν λόγο εκ βαθέων, μπορεί και σαν ονειροπόλημα- κάτι που πιο πολύ ακούγεται παρά διαβάζεται:

(…) Γυναίκες. Στενά του San Lorenzo, Genova Rue Bouterie… που τώρα ζεις μονάχα στο μολύβι του Dignimont και στο νου μου. Στενοί κινέζικοι δρόμοι, που οι πόρτες σας ανασαίνουν όπιο και σκόρδο …Bombay… σιδερένια κλουβιά γιομάτα, μαύρες που μυρίζουνε ταύρο. Αλγέρι … σκαλοπάτια της Gasbah … περιμένεις την πιστολιά. Ρίο … όπου και να ‘ναι. Φθάνει να φωτίζει το σταυροδρόμι κόκκινο φως. Στάσου καθώς τότε, βαμμένη με σπάτουλα. Τζέημς Ένσορ …

Εκείνος ο Βέλγος απ’ την Οστάνδη [1860-1949], εκείνος ο ζωγράφος και χαράκτης από τους πιο αυθεντικούς της εποχής του, εκεί γεννήθηκε και εκεί πέθανε, τόσο αντίθετος χαρακτήρας απ’ τον ποιητή δεν μετακινήθηκε διόλου σ’ όλη του τη ζωή, γιατί η ζωή του ήταν άχρωμη χωρίς κάποια γεγονότα να αφήσουν σ’ αυτήν το στίγμα τους κι έπαθε νευρικό κλονισμό.

        Οι μάσκες του καρναβαλιού, οι γκροτέσκες φιγούρες, οι σκελετωμένοι άνθρωποι, κάποια τερατώδη όντα άγνωστης προέλευσης, η ειρωνική ματιά του, η μακάβρια διάθεση, η στωικότητα, η μακριά αναμονή, αναμονή για όλα, αλλά όχι για να φύγει, αυτός ή κάποιος άλλος, ούτε για να φτάσει εκεί απ’ όπου αυτός δεν έφευγε. Ήταν μόνο η ανάμνηση, σχεδόν αταβιστική, του Ιερώνυμου Μπος, του Μπρέγκελ, η ανάμνηση της Αφρικής που από τα βάθη της, τους μύθους και τις παραδόσεις της έρχονταν οι μάσκες που πουλούσαν στο μαγαζί τους οι Ένσορ. Πολλά προσωπεία, αλλά και πολλή κοινωνική και ηθική κριτική. Ένα κανιβαλικό γεύμα, ένας σερβιτόρος που φέρνει ένα κεφάλι στο πιάτο, ο Χριστός που σουλατσάρει στις Βρυξέλλες. Μετά απ’ αυτό τον απομόνωσαν και προσβλήθηκε από μισανθρωπισμό..

        Έπειτα … αυτά που συνοδεύουν κάθε σκοτεινή ή άγνωστη σελίδα κάποιου. Εξάλλου είναι πολλοί εκείνοι που κρύβονται. Που έχουν μυστικά που κρύβουν, γιατί έτσι το θέλουν και άλλοι που βιογραφούνται και αυτοβιογραφούνται ακαταπαύστως. Περίπου η περίπτωση του Καββαδία. Και έπειτα το διάστικτο με ζωγραφιές και έργα ποιητικό του κείμενο:

Κούλικο στο στήθος σου τατού

που όσο και αν το καις δεν λέει να σβήσει.

[Λένε πως ήταν γεμάτα τα μπράτσα του με γοργόνες. Μυθικό σύμβολο η γοργόνα των αρχαίων και των λαϊκών μύθων πάντα συνδεδεμένη με τη θάλασσα].

Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες του Chagall άλογα – τσίρκο του Seurat.

Ο κόσμος του τσίρκου ζωγραφισμένος μάλιστα αλλάζει εντελώς το σκηνικό του ποιήματος, δεν το εμπλουτίζει απλώς, αλλά το σπρώχνει στις ίδιες κατευθύνσεις που ακολουθούν οι γραμμές της πινελιάς του Seurat ή των ιπτάμενων όντων του Chagall.

        Ο Ζωρζ Σερά (1859 -1891), δούλευε σε πολύ πλατιές επιφάνειες, βελούδινους τόνους με την βοήθεια μολυβιού σε χαρτί με απαλή υφή, ήταν δεξιοτέχνης του μαύρου και του άσπρου. Ανέπτυξε μια μέθοδο με την οποία τοποθετούσε μικρές κηλίδες αμιγούς χρώματος, τη μια δίπλα στην άλλη έτσι που να δημιουργεί μια οπτική μίξη μεγαλύτερης φωτεινότητας παλλόμενης πολύ περισσότερο από τo αν είχαν αναμιχθεί τα χρώματα στη παλέτα. Από μια στιγμή και έπειτα έστρεψε την προσοχή του στην σημασία της γραμμής πιστεύοντας πως οι κατευθύνσεις των γραμμών μπορούν να εκφράσουν συγκεκριμένα συναισθήματα. Ας πούμε, οι οριζόντιες γραμμές αντιπροσωπεύουν την ηρεμία, ενώ αυτές που πάνε προς τα πάνω ή προς τα κάτω και είναι πλάγιες συμβολίζουν τη χαρά ή την θλίψη αντίστοιχα. Αυτές ακριβώς οι γραμμές, είναι αυτές που υπαινίσσεται ο Καββαδίας. 

        Ο παραισθητικός κόσμος που πετάει στον αέρα, εκείνου του Ρωσοεβραίου του Σαγκάλ, που εργάστηκε στο Παρίσι (1887 -1985), που τίμησε τις λαϊκές παραδόσεις των Εβραίων και της Βίβλου και των αναμνήσεων από τα πρώτα του χρόνια στη Ρωσία είναι ένας κόσμος παραμυθένιος, πνιγμένος στο κόκκινο και στο γαλάζιο. Στα χρώματα που άρεσαν στον Καββαδία: γαλάζιο της θάλασσας, κόκκινο και πορφυρό των παθών του, όπως κυλάει στις φλέβες μας, το αίμα, και που τρέχει άφθονο στην παλιά ελαιογραφία του Γκόγια.

Κάτασπρα φοράς και έχεις βραχεί. Τι χρώμα άραγε έχει πάνω σου η βροχή; Τι χρώμα έχει ο αφρός που κάνει το κύμα που σκάει στην ακτή ή ο αφρός σ’ ένα ποτήρι μπύρα; Αδυνατώ να δώσω μιαν απάντηση. Ο Καββαδίας θα μπορούσε. Άλλωστε τα χρωματικά του επίθετα που απαντούν συχνότερα είναι το μαύρο και το γκρίζο του θανάτου, των ματιών, του σίδερου, των δακρύων, των ωρών, του καπνού, των νερών, το κόκκινο των χειλιών και του αίματος, το γαλάζιο του πόντου, το άσπρο όχι του λαμπρού φωτός, αλλά το πένθιμο της σκόνης και της ωχρότητας του προσώπου. Οι τόνοι του γκρίζου, του γαλάζιου και του μαβί, επενδύουν την απέραντη υδάτινη έκταση μ’ ένα μελαγχολικό κενό. Το χρυσό των γαλονιών συνδυάζεται σχεδόν πάντα με την φθορά, το θάνατο, τη βίαιη απομάκρυνση από το ζωτικό χώρο, τη θάλασσα, γράφει στην μελέτη της με τίτλο: ”Η Βάρδια του Νίκου Καββαδία, εικονογραφήσεις και μεταμορφώσεις” η Μαίρη Μικέ.

Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή

Τα ωραία του ρούχα επούλησε, την πέτσινή του τσάντα,

Και ένα εργαλείον  εκράτησε μονάχα, ναυτικό,

το όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.

Όλα τελειώνουν, αλλά όχι τα όργανα προσανατολισμού σ’ αυτή που μέλλεται να μείνει πίσω, την απέραντη αγαπημένη, τη θάλασσα. Όσο για την πτώση:

Κύριε … ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό

σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει …

μα τέσσερα όμως σκέφτομαι

γαλόνια έχω χρυσά και ένα θλιμμένο δόκιμο,

που δε θα τα φορέσει …”.

Ενώ στο Federico Garcia Lorca εκεί που μιλάει για την αντίσταση, τις ανθρώπινες αξίες, τους εκτελεσμένους στην Καισαριανή, τις κοπέλες απ’ το Δίστομο, εκεί που ανακατεύει υλικά ετερόκλητα, και έχει σουρεαλιστικούς τόνους- μην ξεχνάμε πως ο Καββαδίας είναι ως ένα μεγάλο βαθμό φιλολογικά ακατάτακτος – λέει

”Και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι

(…)

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά

και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι

 (…)

Ατσίγγανε και αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;

φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.

    Καμιά φορά χάνεις το μπούσουλα και όχι μόνο εσύ. Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;. Αλλά έτσι γίνεται σ’ όλα τα ταξίδια από καταβολής κόσμου, πόσο μάλλον όταν οι Μπωντλαιρικοί Παράδεισοι είναι μέσα τις συνήθειες των ναυτικών.

Και τώρα τι έμεινε; Τι άλλο από τους τόπους και αυτούς που τους ανακάλυψαν τον Μαγγελάνο, τον Μάρκο Πόλο. Η Αλταμίρα, η αρχαία σπηλιά. Το Τζιμπουτί, το Μαδράς, η Σιγκαπούρη, το Αλγέρι και το Σφαξ, τα φορτηγά πλοία- μ’ αυτά ταξίδευε:

    Η καμπίνα του ασυρματιστή. Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο και από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό, ένα τραπέζι… φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακέρα και σκόρπια τσιγάρα. Ένα τασάκι γιομάτο αποτσίγαρα. Πάνω στο κρεβάτι, κάτω στο πάτωμα, στην καρέκλα σκόρπια τσιγάρα. Το κρύσταλλο του λαβομάνου γιομάτο φάρμακα. (…) Από τη μιαν άκρη ως την άλλη, σ’ ένα τεντωμένο σκοινάκι κρέμονταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλα κ’ ένα ζευγάρι κάλτσες. (…) Μια κάσα μισογιομάτη μήλα και πορτοκάλια σκόρπιζε μιαν ελαφρά μυρωδιά μούχλας. Οι τοίχοι γιομάτοι χρωματιστές reproductions από το Life.

Και ακόμα: Σεζάν, Νταλί, Ντονατέλλο, Τζορτζόνε, Τζιότο, Καντίνσκι, Κλέε, Λωτρέκ, Τισσιανός, Ντιξ, Μπέκμαν. Ζωγραφικό πανόραμα κι ύστερα ο κόσμος σου έχει άλλο χρώμα απ’ τον κόσμο και ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές. Άσε που μπορεί όλα αυτά να μην υπάρχουν στ’ αλήθεια, μπορεί να ναι απλά ένας αντικατοπτρισμός- Fata Morgana. 

        Η παλάμη του καιρού είναι σήμερα κούφια κι ωστόσο κάτι θα συγκρατήσει απ’ όλα αυτά γιατί: Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.