Κι όταν πλησίασα -παράξενο πολύ- μύριζε κίτρο η ομορφιά της, πράσινο μήλο η ανάσα της, κάστανο η ματιά της- κι εγώ δεν ήξερα ποια απ’ τις αισθήσεις μου να βάλω πρώτη.
Πάντα η ανάσα μου δε μύριζε τίποτ’ άλλο από καπνό κι αλκοόλ σ’ ένα συνδυασμό αξόδευτου πάθους, εμποδισμένης μνήμης, ακρωτηριασμένης.
Γι’ αυτό όταν την συνάντησα την είπα αμέσως Πέντε- αλλά δεν ήταν ο αριθμός
αλλά το όνομά της
οι αισθήσεις της
το άρωμά της
η αναπνοή μου
τα μυστικά της
Πώς να τη πω;
Έτσι που μακριά μου είναι;
Έτσι κοντά μου
Τόσο κοντά που όταν κοντανασαίνει το χορτάρι ψηλώνει
το πράσινο καταλαμβάνει τον αμφιβληστροειδή,
η σέπια ξασπρίζει στο φως
το σκοτεινό φωτίζεται όταν χαμογελά,
τα χείλη της ροζ γίνονται πορφυρά
Και δε μίλησα καθόλου γα τα μάτια της,
το μέτωπό της,
τα μαλλιά που σκαρφαλώνουν στους ώμους της σαν τα χέρια του ορειβάτη που προσπαθεί να πιαστεί απ’ τα βράχια με τα δυο του χέρια για να μην γκρεμιστεί στη σάρα.
Δεν είπα τίποτα για ό, τι δεν είδα:
Τα νώτα της, την κόψη της, το παράστημά της, τη στάση… όταν με περίμενε… όταν εγώ δεν μπορούσα να αρθρώσω καμιά λέξη όταν βρεθήκαμε στην πολυκοσμία, όταν την έχασα, όταν την ξαναβρήκα.