”Αυτός που βλέπετε εδώ μπροστά σας είναι ο γνωστός συγγραφέας Χανς Φάλλαντα, ή μάλλον ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν, ύστερα από χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ και τη μορφίνη”, ήταν τα λόγια ενός καθηγητή της πανεπιστημιακής κλινικής όπου νοσηλευόταν ο ψευδώνυμος συγγραφέας ενώ τον παρουσίαζε στους φοιτητές του σε αναπηρικό καροτσάκι.
Ήταν γεννημένος ως Ρούντολφ Ντίτσεν στις 21 Ιουλίου 1893. Τρίτο παιδί και πρώτος γιος του δικαστή Βίλχελμ Ντίτσεν και της Ελιζαμπέτ από την Βαλτική. Έμελλε να ταυτιστεί με το πρότυπο του άσωτου υιού, απέναντι σε μια τυπική πρωσική οικογένεια, αφού πρώτα είχε πάρει όρκο να μην γίνει σαν κι αυτούς. Ψυχρές οι προτροπές του πατέρα για να γίνει χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία και να στρώσει μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία, αλλιώς…
Αλλιώς θα είχε την τύχη του δέκα χρόνια πρεσβύτερου του Φραντς Κάφκα, που δεν τόλμησε να στείλει το γράμμα που έγραψε στον πατέρα του. Η αποξένωση από τους γονείς του ήταν εκείνη που τον οδήγησε αποφασιστικά σε μια άλλη σταδιοδρομία που δεν θα άρεσε καθόλου στον πατέρα, που καταγόταν από οικογένεια νομομαθών, ενώ η μητέρα ήταν θυγατέρα κληρικού, που υπηρετούσε σε σωφρονιστήριο. Η προτεσταντική ηθική, η πρωσική καταγωγή, η πειθαρχία, η υπακοή ήταν πολύ βαριές για τον ώμο του. Όταν ήταν παιδί ακόμα είχαν καταλάβει οι γύρω του, την ευαισθησία την ευεξαψία, την υπερκινητικότητα και την αστασία που τον διακατείχε. Άλλωστε ο δικαστής πατέρας μετακινιόταν συνεχώς, από μέρος σε μέρος ακολουθώντας μια λαμπρή καριέρα που έφθασε στο απόγειό της το 1900, όταν έγινε εφέτης στο Βερολίνο και οκτώ χρόνια αργότερα καθόταν στην έδρα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Λειψίας.
Η σχολική του ζωή ξεκίνησε το 1901. Πήγε στο πρότυπο γυμνάσιο «Πρίγκιψ Ερρίκος», όπου φοιτούσαν οι γιοι της στρατιωτικής και δημοσιοϋπαλληλικής αριστοκρατίας. Όπου υπέστη έναν κανονικό ”παιδαγωγικό στρατωνισμό”, με πολλά καψώνια και άλλες κακουχίες που τον έκαναν να πει αργότερα ”απ’ το σημερινό σχολείο βγαίνεις είτε κακούργος, είτε ανισόρροπος”. Αυτός έγινε το δεύτερο, αν και πέρασε κάπως κι απ’ το πρώτο, αφού εξαιτίας μιας οικονομικής ατασθαλίας μπήκε στη φυλακή.
Ως τα δεκαέξι του αρρώσταινε κάθε χρονιά βαριά. Πάθαινε ατυχήματα κάθε λογής και δυο φορές έμεινε στην ίδια τάξη. Τότε ένιωσε τι σημαίνει απόβλητος, απροσάρμοστος, δακτυλοδεικτούμενος.
Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να πει κανείς ότι θυμίζει την μοίρα του νεώτερού του και σπουδαίου αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ που φιλοξενήθηκε σε άσυλο σ’ όλη την διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. (κάτι που περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα στην αυτοβιογραφία του).
Ο Ρούντολφ υπέφερε από αϋπνίες, εφιάλτες, φαντασιώσεις κατάθλιψη, αλλά και αναγνωστική και συγγραφική βουλιμία από πολύ νωρίς. Πριν το τέλος της σχολικής του ζωής διαβάζει Όσκαρ Ουάιλντ και Νίτσε, δυο συγγραφείς που τον σημαδεύουν.
Όσο έμενε σπίτι του γλιστρούσε αθόρυβα στο γραφείο του πατέρα του και διάβαζε έγγραφα της δουλειάς του. Προτάσεις και αποφάσεις του Δικαστηρίου. Διάβαζε με καρδιοχτύπι όπως λέει ο ίδιος, ολόκληρες στοίβες με τα πρωτόκολλα των ανακρίσεων, όπου συνήθως ο κατηγορούμενος ψευδόταν προσπαθώντας να ξεφύγει υποκρινόμενος τον αθώο.
Αυτός όμως, θαρρείς, πως δεν ήταν αθώος ποτέ σ’ αυτό το περιβάλλον που γεννήθηκε και μ’ αυτήν την οικογένεια, από την οποία έπρεπε να ζητάει συγνώμη γιατί δεν ήθελε να της μοιάσει ή γιατί απλώς υπήρχε. Ίσως εδώ θα μπορούσε να μνημονεύσει κανείς τον Άλντους Χάξλεϋ που ισχυριζόταν: ”μισώ τους γονείς μου, οι γονείς μου με μισούν, όλα είναι εντάξει”. Κάποια στιγμή όταν ο Ρούντολφ τραυματίστηκε σε μονομαχία μ’ ένα φίλο του, η κυρία Ντίτσεν αναφώνησε ανακουφισμένη: ”Δόξα τω θεώ, τουλάχιστον δεν είναι τίποτα σεξουαλικό!”. Είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικογένεια όταν είχε στείλει ερωτικές επιστολές σε κάποια κοπέλα, οι οποίες είχαν θεωρηθεί πολύ τολμηρές. Πάντως, αφότου εγκατέλειψε την οικογένειά του, διατήρησε πυκνή αλληλογραφία με την μητέρα, τον πατέρα και την θεία Άντα.
Το πάθος που είχε ο πατέρας για την μουσική το υπέτασσε και αυτό στην άτεγκτη πειθαρχία, έχοντας έτσι περιορίσει τις ώρες που καθόταν να παίξει για την σύζυγό του. Οι ηδονές ήταν κάτι αμαρτωλό στην οικογένεια Ντίτσεν. Ο Ρούντολφ, σχεδίασε μ’ ένα φίλο του διπλή απόπειρα αυτοκτονίας σκηνοθετημένη όμως ως μονομαχία. Ο ίδιος στάθηκε τυχερός, επέζησε, ο φίλος του όμως σκοτώθηκε. Λίγο μετά γράφει: ”Κύριε μείνε μαζί μου. Έρχεσαι νύχτα και φοβάμαι τόσο πολύ το σκοτάδι”. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, αλλά ο Ρούντολφ αθωώθηκε, γιατί θεώρησαν πως είχε το ακαταλόγιστο.
Διετέλεσε διαχειριστής αγροκτήματος από ηλικίας είκοσι ετών. Το 1927, διέπραξε το αδίκημα της υπεξαίρεσης και παρουσιάστηκε αυτοβούλως στον εισαγγελέα. Παντρεύτηκε την Σούζε και απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. ”Μαζί σου είμαι σαν παιδάκι. Τα παιδιά πάντα τρέχουν στη μαμά τους όταν έχουν σπάσει κάποιο παιχνίδι και της το δείχνουν κλαίγοντας παρακαλώντας την να τους το φτιάξει. Είμαι περήφανος που είσαι μια γυναίκα τόσο ανεξάρτητη, τόσο αξιοπρεπής που προτιμάς να υποφέρεις παρά να ανεχθείς την παραμικρή προσβολή της αλήθειας.
Δεν ξέρω, μπορεί στο μέλλον να χρειαστεί να μου συγχωρήσεις πολλά. Θα ‘χεις μεγάλο βάρος με μένα στο πλάι σου.
Είμαι ένας – γερο-γάτος που έπεσε από μια σκεπή και ακόμα γυρνοβολάει εδώ και εκεί”.
Και φυσικά παρόλο που την αγαπούσε και αυτήν και την οικογένειά του πάρα πολύ, την πίκρανε και την έκανε να υποφέρει όταν έπεσε στον αλκοολισμό και στα ναρκωτικά. Νωρίτερα είχε απολυθεί από τον στρατό ως ανίκανος υπηρεσίας.
Ως Ντίτσεν ακόμη γνώρισε τον μετέπειτα εκδότη του Έρνστ Ρόβολτ, ο οποίος τον παρακίνησε να γράψει. Και έγραψε. Αλλά γι’ αυτό χρειαζόταν μιαν άλλη ταυτότητα. Για να προστατεύσει τους οικείους του, λοιπόν, επέλεξε το ψευδώνυμο Χανς Φάλλαντα, ένα ευοίωνο όνομα από το γνωστό παραμύθι των αδελφών Γκριμ, που παραπέμπει σε ένα άλλο της ίδιας συλλογής και μιλάει για ένα λευκό άλογο, το οποίο προτιμάει να πεθάνει παρά να πει ψέματα. Ο ίδιος όμως δεν ακολούθησε αυτό το ενάρετο άλογο. Βρήκε θέση στον εκδοτικό οίκο του Ρόβολτ και ξεκίνησε ένα πιο φιλόδοξο βιβλίο από κείνο το πρώτο που είχε ήρωα ένα γυμνασιόπαιδο, το οποίο το ακολούθησε ένα τρίτο και ένα τέταρτο. Αυτό θα είναι βουτηγμένο μέσα σε θάλασσες αλκοόλ και θα λέγεται ”Και τώρα Ανθρωπάκο;’’ (Kleiner Mann – was nun? μτφρ.: Ιωάννα Αβραμίδου, Gutenberg, 2017). Πρόκειται για μια λαμπρή περιγραφή των κατωτέρων στρωμάτων της κοινωνίας που θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο θρίαμβό του και θα σημειώσει παγκόσμια επιτυχία. Θα απαλλαγεί με μιας από τις οικονομικές του δυσκολίες, θα κερδίσει πάνω από 12.000 μάρκα για μια γερμανική ταινία βασισμένη σ’ αυτό και 50.000 μάρκα απ’ την πώληση των κινηματογραφικών δικαιωμάτων στην Αμερική. Παρασύρεται από την επιτυχία και βουλιάζει ακόμη βαθύτερα στα πάθη που δεν μπορεί να χαλιναγωγήσει.
Επιπλέον κάθε άλλο παρά τολμηρός και θαρραλέος υπήρξε. Υπέκυψε στις πιέσεις του Γκαίμπελς να προσαρμόσει ένα μυθιστόρημά του σύμφωνα με τις επιταγές του εθνικοσοσιαλισμού, προκειμένου να γυριστεί ταινία με πρωταγωνιστή τον μεγάλο Έμιλ Γιάννιγκς που ήταν ναζιστής. Σφάλμα το οποίο δεν συγχώρεσε στον εαυτό του ούτε αυτός ούτε οι άλλοι. Απομονώθηκε κοινωνικά και πολιτικά, αλλά δεν έζησε πολύ μεταπολεμικά για να εισπράξει την αποδοκιμασία και την περιφρόνηση όσων αντιστάθηκαν, που ήταν ελάχιστοι φυσικά. Ήταν ψυχαναγκαστικός, έγραφε με δαιμονισμένη ταχύτητα. Σε μια μόνο βδομάδα μπορούσε να ολοκληρώσει εκατόν είκοσι σελίδες. Στο τέλος της, είχε εξαντληθεί πλήρως. Άρχισε να παίρνει υπνωτικά εκτός από το αλκοόλ και την μορφίνη. Υπέστη αλλεπάλληλες κρίσεις παράνοιας, κάτι που μαζί με την επιστολή προς την σύζυγό του που παραθέσαμε πιο πάνω, θυμίζει τον ήρωα του ”Πότη” (μτφρ.:Έμη Βαϊκούση, Κίχλη 2013), τον αξιοσέβαστο κύριο Έρβιν Ζόμερ, (το επώνυμό του στα γερμανικά σημαίνει καλοκαίρι) που καταλήγει εξαιτίας του αλκοολισμού σε άσυλο στη διάρκεια της δεκαετία του ’30 ότι αναδύθηκε και εδραιώθηκε η ναζιστική φρίκη. Ευοίωνα ονόματα, καταθλιπτικές καταστάσεις. Ωστόσο με το τελευταίο μυθιστόρημά του παίρνει την εκδίκησή του: 540 σελίδες, 72 κεφάλαια και ο τίτλος ”Καθένας πεθαίνει για λογαριασμό του” που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ”Μόνος στο Βερολίνο”, από την Άντζη Σαλταμπάση και τις εκδόσεις ‘’Πόλις’’, 2016. Και άλλα βιβλία του έγιναν επιτυχίες και ο ίδιος απέκτησε μεγάλη φήμη στους αριστοκρατικούς μάλιστα κύκλους, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την εικοσιδυάχρονη δεύτερη σύζυγό του Ούρσουλα Λος στα πενήντα ένα του χρόνια. Η Ούρσουλα, ήταν όμως γι αυτόν ‘’άγγελος θανάτου’’, αφού ήταν εθισμένη στα σκληρά ναρκωτικά και έκαναν χρήση παρέα. Λίγο καιρό αργότερα, έκανε χρήση πυροβόλου όπλου κατά την διάρκεια μια κρίσης.
Δεν κατάφερε να βγάλει από πάνω του την μομφή που τον ακολουθούσε (“νεροκουβαλητή των ναζί’” τον αποκαλούσαν). Το 1946 εισάγεται σε νευρολογική κλινική στο Βερολίνο όπου γράφει:
”Υπάρχει κάτι μέσα μου που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, κάτι που μου λείπει. Με συνέπεια να μην είμαι άντρας σωστός, μόνο ένας γερασμένος άνθρωπος, ένα πρόωρα γερασμένο γυμνασιόπαιδο”.
Τρεις μήνες αργότερα, πέθανε και αυτός όπως και ο ‘’καθένας για λογαριασμό του’’, διαφορετικό λογαριασμό όμως, αφού στο τελευταίο του αυτό βιβλίο μιλάει για έναν πατέρα που χάνει τον μοναχογιό του στο μέτωπο και πραγματοποιεί μια προσωπική αντίσταση εναντίον του καθεστώτος, κάτι που ο Φάλλαντα φοβήθηκε να κάνει.
“Είχε πάντα μια ακατασίγαστη έλξη για τις σκοτεινές όψεις της ζωής, για χαρακτήρες ασταθείς, νοσηρούς, απελπισμένους, έγραψε στην μονογραφία του γι’ αυτόν, ο Γύργκεν Μάντθεϊ. Η όψη του: κανονικά χαρακτηριστικά, πλατύ μέτωπο, μάτια που σε κοιτούν μεγεθυμένα πίσω από στρογγυλά γυαλιά, μαλλιά περιποιημένα, αλλά χωρίς να φορά γραβάτα, μοιάζει σε αυτή τη φωτογραφία του 1935 με γραφειοκράτη ή επιχειρηματία, επαγγέλματα τα οποία δεν άσκησε ποτέ.
Τρία χρόνια πριν πεθάνει, ενώ παραδιδόταν σε ξενύχτια και εξωσυζυγικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να πέσει εκ νέου σε βαθιά κρίση, έγραψε στην αδερφή του:
”Έχω γεράσει πολύ, όχι μόνο εξωτερικά, η ζωή με έχει κουράσει. Τ’ όνειρο να γίνω μεγάλος καλλιτέχνης έχει πια χαθεί. Είμαι τόσο μόνος, όσο ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα μπορούσα… Όλοι οι φίλοι μου μ’ εγκαταλείπουν και όμως οι προθέσεις μου ήταν οι καλύτερες πάντα – τον εαυτό μου δεν τον έφτιαξα εγώ”.