You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Αινιγματικός

Κώστας Γιαννόπουλος: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Αινιγματικός

”Ο χρόνος είναι ένα ποτάμι που με σέρνει, αλλά το ποτάμι είμαι εγώ

είναι ένας τίγρης που με σπαράζει, αλλά εγώ είμαι ο τίγρης.

Είναι μια φωτιά που με καίει, αλλά η φωτιά είμαι εγώ.

Ο κόσμος, δυστυχώς, είναι πραγματικός

Εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες”.

 

Γραφή εγωτισμού, κάτι σαν το βιβλίο ”Αναμνήσεις Εγωτισμού” του Σταντάλ ή εγωπάθεια; Ο Μπόρχες τοποθετεί τον εαυτό του απέναντι στον πραγματικό κόσμο. Δεν περιαυτολογεί ακριβώς, αλλά εξαιρεί το Εγώ του από την πραγματικότητα που δεν τον ενδιαφέρει. ”Έπασχε από πλήρη έλλειψη της αίσθησης του πραγματικού… τώρα που πέθανε δεν είναι καν το φάντασμα που υπήρξε τότε”, γράφει για τον Χέρμπερτ Ας, ήρωα μίας ιστορίας από τους ”Λαβυρίνθους”.

Το μπορχεσιανό σύμπαν δεν βρίσκεται σε μια πόλη, στη πόλη του, ωστόσο ήταν εραστής του Μπουένος Άιρες, της γενέτειράς του.  Το Μπουένος Άιρες έχει μυριάδες σταυροδρόμια, δρόμους που μοιάζουν να τέμνονται ξανά και ξανά σε επαναλαμβανόμενα σημεία, έτσι που σου υποβάλλεται η αίσθηση ότι η πόλη δομήθηκε από έναν αρχιτέκτονα, εκείνων των αρχαίων λαβυρίνθων που δημιούργησαν μυθολογικά πρότυπα αψηφώντας χρόνο και χώρο.  Ο ήρωας του Μπόρχες δεν είναι ο ‘’άνθρωπος του πλήθους’’ του Ε. Α. Πόε, είναι κάποιο φάντασμα με ιδιαίτερες ικανότητες που μπορεί να κυκλοφορεί σ’ αυτούς χωρίς να χάνεται.

Ο Μπόρχες έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μόνος, κρατώντας αγκαλιά το αίνιγμα που έστησε ο ίδιος. Ο Μπόρχες πέθανε 86 ετών και δεν ξέρω αν είχε πολύ ή λίγο χρόνο μπροστά του, αφού από τα έξι του χρόνια άρχισε να διαβάζει – όπως ο Σαρτρ στις ”Λέξεις”- πρώτα τις ”Περιπέτειες του Χωκ Φιν” του Μαρκ Τουέην, τους ”Πρώτους Ανθρώπους στο Φεγγάρι” του Χ. Τζ. Γουέλς, Πόε, Λονγκφέλλοου, το ”Νησί των θησαυρών” του Στήβενσον, Ντίκενς, παραμύθια των Γκριμ, Λούις Κάρολ, ”Χίλιες και μια Νύχτες”. Στα εννιά του χρόνια μετέφρασε τον ”Ευτυχισμένο Πρίγκιπα” του Όσκαρ Ουάιλντ στ’ αγγλικά. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην πιο έγκυρη ισπανική εφημερίδα, την ”Ελ Παΐς”. Στην ίδια γλώσσα κατάρτισε και ένα εγχειρίδιο ελληνικής μυθολογίας. Αγγλικά έμαθε να διαβάζει στην βιβλιοθήκη του πατέρα του, ο οποίος δίδασκε αγγλικά και ψυχολογία στην Ecole Normal Ανατολικών Γλωσσών, ήταν οπαδός του Γουίλιαμ Τζέημς, μεταφραστής του Ομάρ Καγιάμ, και ο πρώτος του δάσκαλος. Του ενέπνευσε το μεγαλείο της ποίησης, του έδωσε τα πρώτα μαθήματα φιλοσοφίας. Με την βοήθεια μιας σκακιέρας του εξήγησε το παράδοξο του Ζήνωνα, με το παράδειγμα του Αχιλλέα με τη χελώνα και του βέλους που φαίνεται να πετά χωρίς να κινείται στην πραγματικότητα. Ο ίδιος λέει πως η βιβλιοθήκη του πατέρα του ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του. Δεν βγήκε ποτέ απ’ τη σκόνη και το ημίφως αυτού του μαγικού χώρου. Όχι πολύ αργότερα, άρχισε να χάνει το φως του ώσπου τυφλώθηκε, αλλά είχε δει το φως της γνώσης και τώρα πια θα γινόταν ο τυφλός ραψωδός, ο Όμηρος, ο Βιργίλιος, ο Τάκιτος… Θα μετερχόταν όλους τους ρόλους, θα μελετούσε την ισπανική παράδοση της ποίησης του 17ου αιώνα, τον Γκόνγκορα και τον Κεβέδο, τον Θερβάντες στον οποίο ένιωθε πιο κοντά απ’ όλους. Έγραψε μάλιστα δοκίμια για τον «Δον Κιχώτη» και υποστήριξε πως ο συγγραφέας του δεν ήταν τάχα ο Θερβάντες, αλλά ένα δικό του λογοτεχνικό προσωπείο. Διάβαζε την ”Θεία Κωμωδία” σε διαδρομές με το μετρό.

Όταν αυτός και οι ομότεχνοί του εδραίωσαν την φήμη τους, δεν αντάλλασσαν πια ούτε μισή κουβέντα μεταξύ τους. Πρώτα τα χάλασε με τον χιλιανό κομμουνιστή ποιητή Πάμπλο Νερούδα, επειδή μάλλον ο ίδιος σ’ όλη του τη ζωή ήταν συντηρητικός, αντίθετα με τον πατέρα του που ήταν αναρχικός. Έπειτα με τον συμπατριώτη του Ερνέστο Σάμπατο. Ο Χούλιο Κορτάσαρ είχε προλάβει να εγκατασταθεί στο Παρίσι πριν τα χαλάσουν. Καμιά χώρα ούτε η Αργεντινή μπορούσε να αντέξει τόσο μεγάλους συγγραφείς. Συνεργάστηκε με την Βικτώρια Οκάμπο, στενή φίλη του Αδόλφο Μπιου Κασάρες, με τον οποίο έγραψε πολλά βιβλία. Επινόησε μαζί τους τον ”ουλτραϊσμό”. Οι ”Λαβύρινθοι” μια συλλογή διηγημάτων όταν μεταφράστηκε αγγλικά και γαλλικά τον έκανε διάσημο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αν και δεν ήταν απ’ τα σημαντικότερα έργα του. Δημιούργησε σχολή, τον «μαγικό ρεαλισμό» απ’ τον οποίο απομακρύνθηκε γρήγορα. Βραβεύτηκε με το βραβείο ‘’Φορμεντόρ’’ για τη συλλογή διηγημάτων ”Μυθοπλασίες” (που είχε μηδαμινή απήχηση), μαζί με τον Σάμιουελ Μπέκετ (για το ”Περιμένοντας τον Γκοντό”).

Ο Μπόρχες με το διονυσιακό ύφος, τις άφθονες αφηγηματικές του ταχυδακτυλουργίες, ανήκει στους μεταμοντέρνους συγγραφείς. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα εξαίρει την υφολογική του οικονομία και τους παράδοξους κόσμους που πλάθει.

Διάβαζε μετά μανίας το εμβληματικό έργο του Μέλβιλ, ”Μόμπι Ντικ”, τον Χένρι Τζέημς, τον Κάφκα, για τον οποίο έγραψε το περίφημο δοκίμιο ”Οι Πρόδρομοι του Κάφκα”, όπου ισχυρίζεται ότι οι πρόδρομοι δημιουργούνται από την μεταγενέστερη από αυτούς εμφάνιση ενός συγγραφέα. Εκτιμούσε πάρα πολύ τον Τζόυς και είχε υπόψη του το έργο του εν προόδω η ”Αγρύπνια των Φίννεγκανς”.

Η τύφλωση λειτούργησε σαν ασπίδα προστασίας. Καλλιέργησε την περσόνα που ο κόσμος επιζητούσε, βασιζόμενος στην εκπληκτική του μνήμη η οποία, βάσει των θεωριών του πατέρα του, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Κάθε ανάμνηση αναφέρεται μόνο στην αμέσως προηγούμενή της, κι αυτή με την σειρά της στην προηγούμενη απ’ αυτήν. Επομένως μνήμη δεν υπάρχει. Είναι μία αίθουσα με κάτοπτρα και έχει πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα.

Ο ήρωάς του Φούνες, στο αριστουργηματικό του διήγημα «Φούνες ο Μνήμων» δεν είναι άλλος από τον ίδιο. Πρόκειται για μια πνευματική αυτοβιογραφία. Ο Φούνες, ένας νεαρός Ουρουγουανός, ”πέφτοντας από τ’ άλογο, έχασε τις αισθήσεις του και όταν συνήλθε το παρόν του φάνηκε σχεδόν ανυπόφορο, τόσο ξεκάθαρα έβλεπε όλο τον πλούτο των λεπτομερειών του και το ίδιο συνέβαινε και με τις ασήμαντες αναμνήσεις του”. Και διαπίστωσε ότι ήταν πια ανάπηρος. Είχε μνήμες από αιώνες πριν και θυμόταν εξωφρενικά απίθανες λεπτομέρειες τις οποίες δεν μπορούσε να λησμονήσει.

Στον ”Θάνατο και την Πυξίδα”, ο ήρωας περιπλανιέται σ’ ένα παλιό κτήμα, περνά μέσα από τις ίδιες και τις ίδιες αυλές, ανεβαίνει και κατεβαίνει σκονισμένες σκάλες, επισκέπτεται ημικυκλικές κάμαρες που πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον όταν καθρεφτίζονται σε γιγάντιους καθρέφτες, ενώ βλέπει μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες τον ίδιο έρημο κήπο.

Το πρώτο πράγμα που ένιωσε όταν πέθανε ο πατέρας του, ”ήταν μια αδιαθεσία στο στομάχι και η εντύπωση πως τα γόνατά του είχαν κοπεί. Κατόπιν ένιωσε μια ανεξήγητη ενοχή (…) ύστερα κρύο και φόβο. Μετά, την  επιθυμία να είχε συμβεί αυτό αύριο’’.

Αγαπούσε περισσότερο από τα διηγήματα και τα δοκίμια, τα ποιήματά του γιατί μπορούσε να τα απαγγέλει από μνήμης και έτσι τα ένιωθε πολύ δικά του. Αγαπούσε πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον, τον κόσμο της φαντασίας. Ήταν διακεκριμένος συγγραφέας του φανταστικού με πολλά φανταστικά διηγήματα στο ενεργητικό του. Εμπνεύστηκε από τον ”Λαβύρινθο” της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Κυκλοφόρησε μέσα σε λαβυρίνθους, συνάντησε τον Μινώταυρο, χρησιμοποίησε τον μίτο της Αριάδνης, είδε τον Θησέα να γκρεμίζεται στο πέλαγος εξαιτίας μιας παρεξήγησης. Είχε εμμονή με τον ίλιγγο που προκαλούσε ο πολλαπλασιασμός των ειδώλων μέσα στους καθρέφτες. Μισούσε το να βγαίνει εκτός των ορίων του εαυτού του. Έτσι απέφυγε το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, ακόμα και το σεξ που το δοκίμασε μάλλον αργά, αλλά δεν του άρεσε και πάρα πολύ.

Ο Μπόρχες επαναλάμβανε μια φράση του Καρλάιλ, επειδή δεν πίστευε όπως και εκείνος στην ελεύθερη βούληση: ”Παγκόσμια ιστορία είναι ένα κείμενο που είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάζουμε και να γράφουμε αδιάκοπα και όπου επίσης μας καταγράφουν και εμάς”.

Στα εξήντα εννιά του ζούσε ακόμη με την μητέρα του. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1967 με την Έλσα Αστέτ Μιλάν, νεανική του φίλη. Επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες, έγραψε την ‘’Ιστορία της Ατιμίας”, την ‘’Ιστορία της Αιωνιότητας”, το ”Αλεφ” (πρώτο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου), εννιά δοκίμια για το Δάντη, την «Αναφορά στον Μπρόντι», το «Βιβλίο της Άμμου», (οι αναγνώστες του θεωρούν ότι είχε διαβάσει τόσα βιβλία όσα οι κόκκοι της άμμου. Κάποιοι μάλιστα λένε πως εκτός από ένας σχολαστικός κάτοχος της γνώσης, είναι επιπλέον βλάκας, γιατί γράφει με βάση βιβλία, σκέφτεται με βάση βιβλία, ζει με βάση βιβλία. Είναι αδύνατον να ζήσει και να συμπεριφερθεί αλλιώς. Παρέμεινε δέσμιος της γνώσης και ευτυχώς που είχε την φαντασία για να μπορέσει να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο).

Έγραψε το 1974 ένα λήμμα με το όνομά του στην νοτιοαμερικάνικη εγκυκλοπαίδεια του 2074, διασκεδάζοντας με τον τρόπο που φαντάζεται ότι θα τον σκέφτονται, θα τον διαβάζουν και θα τον συζητούν οι άνθρωποι μετά από 100 χρόνια. Το λήμμα αρχίζει έτσι:

Μπόρχες, Χόρχε Φρανθίσκο Ιζιντόρο Λουίς, αυτοδίδακτος συγγραφέας γεννημένος στο Μπουένος Άιρες το 1899. Η ημερομηνία του θανάτου του παραμένει άγνωστη τάχα, όπως γράφει. Τα λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και το λογοτεχνικό είδος της εποχής ”εξέλειπαν κατά την διάρκεια των μεγάλων συγκρούσεων που περιγράφουν σήμερα οι ιστορικοί της περιοχής μας”. Λέει ακόμα πως του άρεσε να ανήκει στην αστική τάξη, ενώ ο όχλος και η αριστοκρατία που λατρεύουν τα τυχερά παιχνίδια, τα χρήματα, τα σπορ, τον εθνικισμό, την επιτυχία, και την διαφήμιση είναι δύο τάξεις που του φαίνονταν ταυτόσημες. Μόνο το συντηρητικό κόμμα δεν μπορούσε να προκαλέσει οποιοδήποτε φανατισμό, γι’ αυτό το 1960 προσχώρησε σ’ αυτό.

Γνώρισε μεγάλη φήμη πράγμα που φαίνεται από μια σωρεία μονογραφιών και βιογραφιών που γράφτηκαν γι’ αυτόν. Ο ίδιος φοβόταν καθώς λέει μήπως περάσει για αγύρτης ή αερολόγος. Έπλεξε την μυθολογία του Μπουένος Άιρες  και έφυγε μακριά από ένα επιτηδευμένο λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν όσοι με συγκατάβαση επαινούσαν το ύφος του.

Το 1986, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παντρεύτηκε τη γραμματέα του Μαρία Κοδάμα και εγκαταστάθηκαν στην Γενεύη. Ήθελε να κλείσει τον κύκλο της ζωής του στην πόλη που είχε ζήσει τα εφηβικά του χρόνια, όταν με τους γονείς του ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ευρώπη.

Δυο χρόνια πριν τον θάνατό του έλεγε:

”Σχεδόν όλοι οι γνωστοί μου έχουν πεθάνει. Προτιμώ να ζω τη ζωή μου σκεπτόμενος το μέλλον παρόλο που δεν έχω και πολύ μέλλον μπροστά μου. Ελπίζω να διατηρήσω το πνεύμα μου. Να συνεχίσω να ονειρεύομαι και να γράφω. Κατάγομαι από μια θλιμμένη χώρα.”

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.