Ο Όσκαρ Ουάιλντ, όπως ισχυριζόταν ο ανεψιός του από τη μεριά της μητέρας του, Αρτύρ Κραβάν ήταν προικισμένος μ’ ένα ανεπτυγμένο μέτωπο (…) , το οποίο όμως υποχωρούσε και (…) εξωγκούτο προς τα πίσω Απ’ αυτό το πίσω μέρος του κεφαλιού ξεπηδούσαν οι μεγαλύτερες ιδέες. Και συνεχίζει: η κατατομή του έμοιαζε πολύ με κείνη του Βύρωνα. Το ύφος του ήταν ελληνοπρεπές, τα χείλη ωχρά και σαρκώδη, το στόμα ήταν κατά τι κτηνωδώς σχηματισμένο, το γέλιο του ήταν πλούσιο. Ανάβρυζε από πηγή βαθιά και άφθονη. Ιδού, ένα σχεδόν ακριβές πορτραίτο του συγγραφέα, ποιητή, θεατρικού συγγραφέα, δοκιμιογράφου Όσκαρ Ουάιλντ, δευτερότοκου γιου του γιατρού Ουίλιαμ Ουάιλντ και της Τζάκυ Φραντσέσκα Έλτζιλ, που γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1854 ή το 1855 ή το 1856. Και πάντως σίγουρα πέθανε το 1900 στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν μικροκαμωμένος, γλεντζές, ερωτύλος, ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ενώ η μητέρα του ήταν μία θεόρατη ιδεαλίστρια. Και οι δυο τους ήταν πατριώτες και φανατικοί Ιρλανδοί. Ο Όσκαρ μεγαλώνει πλάι στον μεγαλύτερο αδελφό του σε ένα πολύβουο σπίτι χωρίς κανένα περιορισμό, όπου τα ξενύχτια είναι μία κατάσταση μόνιμη.
Γι’ αυτό ίσως δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί, γιατί η βικτωριανή κοινωνία στην οποία έζησε ήταν τόσο λίγο ανεκτική, τόσο πουριτανική, τόσο εχθρική απέναντι στην σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Πάντως εκείνος όταν έμπαινε σ’ ένα σαλόνι, έμπαινε μαζί του και η κυριαρχία, το κύρος, η νωχέλεια, η κομψότητα και όλες οι αποχρώσεις από την βλοσυρότητα ως το γέλιο, όπως συμπληρώνει το πορτραίτο του ο Κραβάν.
Η μητέρα του τον παραχαϊδεύει και τον ντύνει σαν κορίτσι.
Στα δέκα του στο προτεσταντικό σχολείο όπου φοιτά ξεχωρίζει από τους συμμαθητές του επειδή σιχαίνεται τα σπορ, και κρατάει μια απίστευτη ισορροπία ανάμεσα στα βρομόλογα που ξεστομίζει και στους πολύ λεπτούς του τρόπους, ενώ πολύ πρώιμα αχνοφαίνεται ο ιδεαλισμός του.
Στα δώδεκα διαβάζει Όμηρο και Βιργίλιο στο πρωτότυπο. Ο θάνατος της μικρής του αδερφής τον πικραίνει αφάνταστα. Σ’ ένα ποίημά του ανακαλεί την αγάπη του γι’ αυτήν. Η Κόνστανς, η γυναίκα που διάλεξε να παντρευτεί, είναι προέκταση της αδελφής του.
Μπαίνει στο περίφημο κολέγιο Τρίνιτυ, όπου η αγάπη του για τα κλασικά γράμματα γιγαντώνεται. Ένας πάστορας και δάσκαλός του τον μαθαίνει έναν τρόπο να ξεχωρίζει, τον σνομπισμό, αλλά πάνω απ’ όλα τον μαθαίνει να λατρεύει οτιδήποτε ελληνικό. Απότοκο αυτής της μαθητείας είναι το σπουδαίο δοκίμιό του ”Ο κριτικός ως δημιουργός”, όπου σε διαλογική μορφή κάνει ορισμένες παρατηρήσεις επί της σημασίας τού να μην κάνεις τίποτα.
Οι μόνοι συγγραφείς που με επηρέασαν είναι ο Κητς, ο Φλωμπέρ και ο Πέητερ. Προτού ακόμα τους γνωρίσω είχα προχωρήσει αρκετά και ήταν φυσικό να τους ανταμώσω, ομολογεί. Ο τελευταίος μαζί με τον Τζων Ράσκιν ήταν οι δύο μεγάλες φυσιογνωμίες που καθοδήγησαν την αισθητική του τοποθέτηση. Ο μεν Ράσκιν με τον σοσιαλισμό που κήρυττε. Ο δε Πέητερ με τον μυστικισμό που τον διέκρινε, και τη λατρεία της ομορφιάς και της τέχνης. Πάντως ο Ουάιλντ το είχε αποφασίσει, όταν φοιτητής ακόμα, δήλωνε: Θα γίνω ποιητής, συγγραφέας, δραματουργός. Έτσι ή αλλιώς θα γίνω διάσημος και αν όχι διάσημος, σίγουρα διαβόητος.
Στο πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία εντυπωσιάζεται από την εξωτερική όψη του Καθολικισμού.
Στο ταξίδι του στην Ελλάδα σαγηνεύεται από τον ειδωλολατρικό κόσμο. Η λαμπερή και εμπνευσμένη του ζωή βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την επίσκεψη. Το 1879 πηγαίνει στο Λονδίνο. Γνωρίζεται με αριστοκράτες και γίνεται μόνιμος θαμώνας των σαλονιών τους, που είναι ακριβώς οι χώροι στους οποίους θα αναπτύξει την ευφυΐα και τη ρητορική του. Λίγο πριν γράψει τα θεατρικά του έργα, θα αρχίσει να εξαπολύει στην κοσμική του ζωή τα ευφυολογήματα, τις παραδοξολογίες και τις παραβολές του. Έτσι γίνεται περιζήτητος. Μετά μια πρώτη ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί το 1881, γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Η Βέρα ή οι Νιχιλιστές, οι οποίοι έχουν δολοφονήσει τον Τσάρο. Τον επόμενο χρόνο θα ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να δώσει πενήντα διαλέξεις. Οι Αμερικανοί τον βλέπουν σαν έναν παράξενο υψηλόσωμο άντρα ο οποίος τρώει λουλούδια, ντύνεται αλλόκοτα και βάφει πράσινο το τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του. Όταν τον ρώτησαν στο τελωνείο τι έχει να δηλώσει απάντησε: την μεγαλοφυΐα μου. Η Βέρα…, παίχτηκε μόλις μια βδομάδα στην Νέα Υόρκη. Στο Παρίσι τον επόμενο χρόνο δεν άφησε κανέναν να μην γνωρίσει. Τον Ουγκώ, τον Βερλαίν, τον Πιέρ Λουίς, τον Μαλαρμέ, και τη Σάρα Μπερνάρ για την οποία έγραψε στα γαλλικά τη Σαλώμη.
Το Νοέμβριο του 1883, αρραβωνιάζεται την αγαπημένη του Κόνστανς Λόιντ, μια γλυκιά και ήρεμη γυναίκα που ήταν τρισευτυχισμένη που την διάλεξε ανάμεσα σε τόσες άλλες που τον πολιορκούσαν γοητευμένες απ’ το πνεύμα και τον αέρα του. Όταν τον ρώτησαν γιατί την ερωτεύτηκε, απάντησε: δεν μιλάει ποτέ της και αναρωτιέμαι συνεχώς τι μπορεί να σκέφτεται. Εκείνη πάντως τον λάτρευε και αποστήθιζε τα γράμματά του.
Μετά το θεαματικό του γάμο εγκαθίσταται στο Τσέλσι του Λονδίνου. Με διαφορά ενός χρόνου γεννιούνται οι γιοι του Σύριλ και Βίβιαν. Το 1886 έχει την πρώτη ομοφυλοφιλική του εμπειρία με τον αιώνια ερωτευμένο μαζί του Ρόμπερτ Ρος.
Από το 1887 ως το 1891 γράφει ακούραστα για βιοποριστικούς λόγους διηγήματα, παραμύθια, δοκίμια και τα δημοσιεύει: Το Φάντασμα του Κάντερβιλ, Το έγκλημα του Λόρδου Σάβιλ, Ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας κ.ά. παραμύθια, τα δοκίμια: Η παρακμή του ψεύτη, Πένα μολύβι και δηλητήριο, Η ψυχή του Ανθρώπου στο Σοσιαλισμό. Tο Πορτραίτο του Κυρίου WH και τον διάσημο Ντόριαν Γκρέυ.
Το Ιούλιο του 1891 γνώρισε τον εικοσάχρονο λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας που σημάδεψε ανεξίτηλα τη μοίρα του. Αμέσως αρχίζει ο έκλυτος βίος, τα κρυφά δωμάτια, η νυχτερινή ζωή με τους πειρασμούς της, οι περιθωριακοί, οι εκβιαστές, οι μαστροποί.
Τα θεατρικά του έργα: Ένας ιδανικός σύζυγος, το καλύτερό του λέει ο βιογράφος του Ρίτσαρντ Έλμαν, πιο γνωστό με τον τίτλο Τι σημασία έχει να είσαι σοβαρός, του 1895, και νωρίτερα η ”Βεντάλια της λαίδης Ουίντερμιρ” ολοκληρώνουν σχεδόν το λαμπερό του έργο, το οποίο στο θέατρο είχε τόση επιτυχία που έκανε τον Χένρυ Τζαίημς, που τα έργα του παίζονταν σε άδειες αίθουσες, να λυσσάξει.
Ο πατέρας του Λόρδου Ντάγκλας, μαρκήσιος του Κουήνσμπερι άφησε ένα επισκεπτήριο στη λέσχη που σύχναζε ο Όσκαρ Ουάιλντ με τη φράση: Στον Όσκαρ Ουάιλντ που παριστάνει τον σοδομίτη. Όταν το διαβάζει ο Ουάιλντ το δείχνει στον Άλφρεντ Ντάγκλας, ο οποίος μισούσε τον πατέρα του και αποφασίζει χωρίς να το καλοσκεφτεί να μηνύσει τον μαρκήσιο για την προσβολή που του έκανε. Αυτό ήταν και το μεγάλο του λάθος, γιατί ο μαρκήσιος αποφασίζει να τον εξουθενώσει. Ο Μπέρναρ Σω τον συμβουλεύει να εγκαταλείψει τη χώρα, ο λόρδος ‘Αλφρεντ επιμένει να αντιμετωπίσει ο Ουάιλντ τον πατέρα του. Ο δικηγόρος του μαρκήσιου ήταν συμφοιτητής του Ουάιλντ στην Οξφόρδη, ενώ ο δικηγόρος του Ουάιλντ είναι ένας από τους πιο φημισμένους νομικούς, που όμως αγνοεί ολόκληρη την αλήθεια. Ο Ουάιλντ κατά τον Αντρέ Ζιντ: Φρόντιζε πάντα ώστε ο μυημένος αναγνώστης να μπορεί να σηκώσει τη μάσκα και να μισοδιακρίνει, πίσω απ’ αυτήν, το αληθινό πρόσωπο, που ο Ουάιλντ είχε τους λόγους του να κρύβει. Αυτή την καλλιτεχνική υποκρισία του την είχε επιβάλει η πολύ δυνατή αίσθηση που είχε για την ευπρέπεια. Όπως άλλωστε και ο Προυστ, αυτός ο μεγάλος μάστορας της απόκρυψης.
Η δίκη μεταβάλλεται σε φιλολογικούς διαξιφισμούς και ο πρώην συμφοιτητής του Ουάιλντ αλιεύει τολμηρά γνωμικά από το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ καθώς και αποσπάσματα από επιστολή στον λόρδο φίλο του. Ο Ουάιλντ δεν έχει καταλάβει πού βρίσκεται. Με την άνεση που τον διέκρινε στα σαλόνια πετάει διάφορες έξυπνες απαντήσεις, αλλά σιγά σιγά καταλαβαίνει ότι μάλλον έχει αρχίσει να χάνει. Στο μεταξύ παρελαύνουν ως μάρτυρες κατηγορίας διάφοροι μαστροποί κι εκβιαστές. Τότε ο δικηγόρος του μαρκήσιου ρωτάει τον Ουάιλντ μήπως είχε δίκιο ο μαρκήσιος όταν τον αποκαλούσε σοδομίτη. Ο Ουάιλντ πανικοβάλλεται, αποσύρει τη μήνυση και ο μαρκήσιος απαλλάσσεται. Οι φίλοι του θέλουν να τον πείσουν να φύγει από την Αγγλία. Η μητέρα του, του γράφει: Αν μείνεις στην Αγγλία και αν πας φυλακή θα είσαι πάντα το παιδί μου – δεν θα αλλάξει τίποτα στην αγάπη μου για σένα. Αλλά αν φύγεις, δεν θα σου ξαναμιλήσω.
Ακολουθεί δεύτερη δίκη. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου συμβουλεύει τους ενόρκους να μην κρίνουν έναν άνθρωπο απ’ τα βιβλία του, πράγμα που θα οδηγούσε στην προσωρινή απαλλαγή του. Ο Ουάιλντ ίσως από ένα σύμπλεγμα γοήτρου που τον κατέχει αρνείται να φύγει από την Αγγλία. Ο επίτροπος του στέμματος ζητά να δικαστεί για τις σχέσεις του με κάποιον μαστροπό που τον ενοχοποίησε για όλες τις αμαρτίες των κατοίκων των Σοδόμων. Τα στοιχεία είναι τόσο επιβαρυντικά στην τρίτη δίκη ώστε είναι πλέον αδύνατον να σωθεί. Ωστόσο καταδικάζεται σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα με την ελάσσονα κατηγορία της απρεπούς συμπεριφοράς με άντρες.
Πόρνες και νταβατζήδες χορεύουν στην πλατεία Πικαντίλυ. Οι εκβιαστές οργιάζουν. Η περιουσία του Ουάιλντ εξανεμίζεται. Το σπίτι του στο Τσέλσι λεηλατείται και εκείνος οδηγείται με χειροπέδες στη φυλακή.
Η γυναίκα του με τα παιδιά τους φεύγουν στο εξωτερικό. Στην φυλακή του Ρήντινγκ είναι πλέον ο κατάδικος C33.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1896 η μητέρα του πεθαίνει λέγοντας: ελπίζω πως η φυλακή θα του κάνει καλό.
Η γυναίκα του τον χωρίζει και δίνει στα παιδιά τους το όνομα Χόλαντ. Ίσως κανένας άλλος κατάδικος δεν πέρασε τόσο άσχημα στη φυλακή όσο αυτός ο καλομαθημένος νεαρός που ζούσε στον μαγεμένο του κόσμο ντυμένος με πολυτελή ρούχα. Μετά τη φυλακή γράφει τη περίφημη Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ, ενώ τους τελευταίους μήνες της φυλακής ένα μακροσκελές γράμμα, που είναι η εκ βαθέων εξομολόγησή του στον λόρδο Άλφρεντ, το De Profundis.
Η μοίρα αυτού του ανθρώπου τον ανάγκασε να φορέσει διαδοχικά τρεις μάσκες, Όσκαρ Ουάιλντ, C33, Σεβαστιανός Μέλμοθ. Ο ήχος του πρώτου θυμίζει αίγλη, αλαζονεία, γοητεία. Το δεύτερο όνομα είναι φοβερό, είναι μια από εκείνες τις σφραγίδες που σημαδεύουν με καυτό σίδερο τον ώμο του κακούργου. Το τρίτο είναι το όνομα κάποιου φαντάσματος, ενός μισολησμονημένου μπαλζακικού ήρωα. Τρεις μάσκες, η μία μετά την άλλη. Η πρώτη με ένα ωραίο μέτωπο, αισθησιακά χείλη, υγρά και κυνικά μάτια – μια μάσκα Βάκχου. Η δεύτερη ένα σιδερένιο προσωπείο με χαραμάδες, μες από τις οποίες μας ατενίζει η απελπισία. Η τρίτη, ένα αξιολύπητο ντόμινο, νοικιασμένο για να κρύβει την αργόσυρτη αγωνία, γράφει ο Χούγκο φον Χόφμανσταλ. Πράγματι, μόλις απελευθερώνεται ξεθυμασμένος, στιγματισμένος, αποθαρρυμένος, απολησμονημένος ο μεγάλος συγγραφέας ταξιδεύει στη Γαλλία με το καινούργιο του όνομα, Σεβαστιανός Μέλμοθ παρμένο από τον ήρωα του θείου του από τη μεριά της μητέρας του, Μάτσιουριν, και αποτελεί την ενσάρκωση του Απόλυτου Κακού.
Μαζί με την Μπαλάντα γράφει επιστολή στην εφημερίδα Daily Chronicle όπου καταγγέλλει τους όρους διαβίωσης στη φυλακή.
Ο λόρδος Άλφρεντ ξαναμπαίνει στη ζωή του και βρίσκονται στην Νάπολη.
Στην Γένοβα πεθαίνει η γυναίκα του το 1898.
Ο Ουάιλντ πηγαίνει στο Παρίσι, άπορος πλέον, ζει με τη βοήθεια μερικών φίλων. Δεν γράφει τίποτα, δεν μπορεί να γράψει. Πέφτει όλο πιο χαμηλά, σέρνεται, παχαίνει, ασχημαίνει, χάνει και ξαναβρίσκει τον λόρδο Άλφρεντ, ενώ ο Ρόμπερτ Ρος τού είναι πάντα πιστός.
Παρόλα αυτά ταξιδεύει στην Ιταλία, την Ελβετία και τη Νότιο Γαλλία.
Πουθενά δεν τον δέχονται γιατί χρωστάει. Πίνει αψέντι που τον αποτελειώνει. Παθαίνει κρίσεις υστερίας. Πεθαίνει στα χέρια του ξενοδόχου του, αφού είχε πέσει σε κωματώδη κατάσταση από εγκεφαλική μηνιγγίτιδα. Είναι 46 ετών, μπορεί και λίγο νεότερος. Αλλά τι σημασία έχει πια; Κηδεύεται στο κοιμητήριο Μπανιέ έξω από το Παρίσι. Το λείψανό του συνοδεύουν ελάχιστοι φίλοι. Ο λόρδος Άλφρεντ πληρώνει τα έξοδα της κηδείας. Αυτά στις 30 Νοεμβρίου του 1900. Το 1909 μεταφέρεται στο κοιμητήριο Περ Λασέζ. Ο γλύπτης Επστάιν φιλοτέχνησε ένα μνημείο όπου ο επισκέπτης διαβάζει:
Και ξένα δάκρυα θα γεμίσουν, για χάρη του,
την σπασμένη από παλιά υδρία
γιατί θα τον πενθούν οι απόκληροι της τύχης
και οι απόκληροι πάντοτε πενθούν.
Μόνος με το Χριστό, έρημος, παρατημένος απ’ τους ανθρώπους.
Ο Ρίτσαρντ Έλμαν στην σπουδαία βιογραφία που έγραψε για τον συμπατριώτη του γράφει:
Σήμερα δεν μπορούν να τον αγγίξουν τα σκάνδαλα, τα καλύτερα κείμενά του έχουν την επικύρωση του χρόνου και η πανύψηλη φιγούρα του εξακολουθεί να εμφανίζεται μπροστά μας, γελάει και κλαίει, λέει παραβολές και παράδοξα, είναι τόσο γενναιόδωρος, τόσο διασκεδαστικός και τόσο σωστός.
Αντίθετα με ότι πίστευαν ή πιστεύουν μερικοί ομότεχνοι και μη, το ενδιαφέρον του Ουάιλντ σήμερα είναι η ζωή του και όχι το έργο του.
Info:
-Αφιέρωμα στον Όσκαρ Ουάιλντ, του περιοδικού Διαβάζω, Αριθμ. 152, 8-10-86, σελ. 6 έως 64.
-Αρτύρ Κραβάν, Ο Όσκαρ Ουάιλντ, Ζει!, κ.α. κείμενα, Εισαγωγή – Μετάφραση Νίκος Σταμπάκης, Φαρφουλάς 2009, σελ. 21 έως 23.
-Ρίτσαρντ Έλμαν, Όσκαρ Ουάιλντ, μτφρ. Ελεάνα Πανάγου, Πατάκης 2009.
-Αντρέ Ζιντ, Όσκαρ Γουάιλντ, Απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ίνδικτος 2005.