You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: 100 χρόνια «Οδυσσέας» του Τζόυς  [1922-2022] ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Κώστας Γιαννόπουλος: 100 χρόνια «Οδυσσέας» του Τζόυς  [1922-2022] ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Πολιτικές πεποιθήσεις

 

Ο Τζόυς δεν είχε πολιτικές πεποιθήσεις στις οποίες να είναι πιστός. Φλέρταρε με τον σοσιαλισμό αλλά και με τα έργα των αναρχικών, του Προυντόν και του Μπακούνιν. Ο καθηγητής της Οξφόρδης και ένας από τους σοβαρότερους μελετητές του και βιογράφος του ο Ρίτσαρντ  Έλμαν λέει: «ο Τζόυς θα γνωρίσει την πολιτική δράση, μόνον σαν θέαμα, περίπου με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθούσε την ορθόδοξη λειτουργία στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Τεργέστη».

 Ο ίδιος βέβαια ισχυρίζεται ότι είναι σοσιαλιστής. Αλλά κάτι τέτοιο μόνο για τον Στάνι μπορούμε να το πούμε. Ο Τζόυς απλώς θέλει να παραστήσει πως είναι μέσα στην εποχή του μέσα στα πράγματα.  Ο Τζόυς δεν υπήρξε οπαδός καμιάς εκκλησίας κανενός δόγματος. Αυτός «τήδε ίσταται της ένδον ρήμασι  πειθόμενος»,  γι’ αυτό και δεν τον συντάραξε τόσο η έναρξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Όμως όταν συνέλαβαν τον Στανίσλαο είδε τον κίνδυνο να γνέφει σε όλη την οικογένειά του γι’ αυτό ζήτησε βοήθεια από τον βαρώνο Αμβρόσιο Ράλλη, ο οποίος έπεισε τους Αυστριακούς να επιτρέψουν στην οικογένεια Τζόυς να ταξιδέψει. Ο μόνος όρος που έθεσαν ήταν να μην ανακατευτεί ποτέ ο Τζόυς με την πολιτική. Η οικογένεια Τζόυς εγκαταστάθηκε στην Ζυρίχη.

Ο Τζόυς μόλις είχε τελειώσει το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη», και ξαφνικά θεόσταλτος, θαρρείς, εμφανίζεται ο Έζρα Πάουντ που  ζήτησε να δημοσιεύσει το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη», στο περιοδικό του,   «Egoist». Ο Τζόυς δεν γνωρίζει ούτε αυτόν ούτε το περιοδικό του. Ωστόσο δεν έχει αντίρρηση και στέλνει το βιβλίο του, το οποίο ‘’τύχη αγαθή’’ ο Ιρλανδός εκδότης δέχεται να το εκδώσει.

 

Ο Πάουντ

Ο Πάουντ ένας αβάντ γκάρντ της γραφής και της ποίησης, ιδρυτής του «εικονισμού» που είναι επιπλέον σύμβουλος σε περιοδικά και σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους σε Ευρώπη και Αμερική, έχει ανακαλύψει ένα τραπεζικό υπάλληλο τον Τόμας Στερν Ελιοτ, ο οποίος εκδίδει χάρη σ’ αυτόν  την «Έρημη Χώρα», μια μεγαλόπνοη ποιητική σύνθεση, την οποία και του αφιερώνει γιατί η επέμβασή του αποδείχθηκε αποτελεσματική. Την υπέβαλε σε πολλές και απαραίτητες αφαιρέσεις αλλά και προσθήκες καθιστώντας την αξιανάγνωστη.

Κατά μία ευτυχή σύμπτωση η «΄Ερημη Χώρα» και ο «Οδυσσεάς» εκδόθηκαν την ίδια χρονιά, το 1922. Ο Έλιοτ, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του ‘’Οδυσσέα’’ αναφώνησε:

«Πώς μπορεί κανείς να ξαναγράψει όταν διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο!», εννοώντας το μονόλογο της Μόλλυ».

 

 

Οι Ιρλανδοί, ο Όμηρος, η «Οδύσσεια», ο εσωτερικός μονόλογος

 

 

Οι Ιρλανδοί χλευάζουν εξίσου θύτη και θύμα, κατακτητή και κατεχόμενο, κοροϊδεύουν την ρητορεία, την υποκρισία, τους θεατρινισμούς, τους λεονταρισμούς, την εκκλησία, την θρησκεία, την εξουσία, και όπως είπε ο Σουίφτ, «όλοι παίζουμε την ίδια άθλια φάρσα».

 

«Στο διάβολο ο Όμηρος, στο διάβολο ο Οδυσσέας, στο διάβολο και ο Μπλουμ.»       

 

 Ο Τζόυς είχε παρατηρήσει τις προσεγγίσεις του εσωτερικού μονόλογου στον Εντουάρ Ντυζαρντέν, στον Τζορτζ Μουρ, τον Τολστόι, ακόμη και στο ημερολόγιο του αδερφού του. Είχε παίξει με τις θεωρίες του Φρόυντ για τον λεκτικό συνειρμό. Οι σημειώσεις του, για τους «Εξόριστους», δίνουν έναν πρώτο κατάλογο συναθροισμένων λέξεων: ‘’Αμπούλα – κεχριμπάρι – ασήμι – πορτοκάλι – κριθαρένιο γλύκισμα – μαλλιά – σαβουαγιάρ – κισσός- ρόδα – κορδέλα». Έπειτα αρχίζει να τα λειαίνει:

  

«Η αμπούλα της θυμίζει ότι της έκαψε το χέρι όταν ήταν παιδί. Βλέπει τα κεχριμπαρένια της μαλλιά και τα ασημένια μαλλιά της μάνας της». Οι λέξεις κλειδιά, έτσι δουλεμένες, κάνουν να ηχούν μέσ’ στο πνεύμα ένα πλήθος από καμπανίτσες.

«Ο πρώτος εσωτερικός μονόλογος του Τζόυς εντάχθηκε στο τέλος του «Πορτραίτου», όπου φαίνεται λιγότερο παράξενος λόγω του ότι ο Στέφεν τον βάζει στο προσωπικό του ημερολόγιο. Βρίσκει την δραματική του δικαίωση στο ότι ο Στέφεν δεν είχε πια την δυνατότητα να επικοινωνεί στην Ιρλανδία εκτός από τον ίδιο τον εαυτό του», λέει ο βιογράφος του Ρίτσαρντ  Έλμαν.

 

Η μις Γουήβερ

 

      Ένα ανώνυμος μαικήνας (η Μις Χάριετ Γουήβερ, όπως αποδεικνύεται αργότερα η οποία καθοδηγεί την επιθεώρηση και τις εκδόσεις «The Egoist»), καταβάλλει μέσω ενός γραφείου ένα ποσό διακοσίων λιρών σε τέσσερις δόσεις. Ο Έλμαν λέει πως, η γενναιοδωρία αυτής της εκπληκτικής γυναίκας συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Τζόυς αλλά και πέραν αυτού, γιατί ήταν αυτή που κάλυψε και τα έξοδα της κηδείας του. Οι Τζόυς περνούν τον χειμώνας τους στο Λοκάρνο. Αυτά το 1917. Το επόμενο έτος δημοσιεύεται αποσπασματικά ο «Οδυσσέας» στο «The Little Review». Τέσσερα τεύχη της επιθεώρησης κατάσχονται και καίγονται από την ταχυδρομική υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών επειδή περιέχουν κομμάτια του «Οδυσσέα».

 Για ένα κεφάλαιο του «Οδυσσέα» με τίτλο «Σειρήνες», ο Πάουντ διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις για το αν έπρεπε να αλλάζει το ύφος σε κάθε κεφάλαιο: «Τελείωσα τις μέρες αυτές», έλεγε ο Τζόυς σε φίλο του, «Το κεφάλαιο των ‘’Σειρήνων’’. Φοβερή δουλειά. Το έγραψα   χρησιμοποιώντας τις τεχνικές δυνατότητες της μουσικής. Πρόκειται για μια Φούγκα με όλες τις μουσικές ενδείξεις: πιάνο φόρτε, ραλάντο και ούτω καθεξής. Βρίσκουμε επίσης ένα κουιντέτο όπως στους ‘’Αρχιτραγουδιστές’’, την όπερα του Βάγκνερ που αγαπώ πιο πολύ… Από τότε που εξερεύνησα τις δυνατότητες και τα τεχνάσματα της μουσικής και τα χρησιμοποίησα στο κεφάλαιο αυτό, δεν νιώθω πια κανένα ενδιαφέρον για την μουσική. Εγώ, ο μεγάλος φίλος της μουσικής, ούτε που θέλω πια να την ακούω. Διακρίνω όλα τα κόλπα της, και δεν μπορώ πια να την απολαύσω».

Ο «Οδυσσέας», παρότι αναφέρεται αποκλειστικά στο Δουβλίνο, δεν γράφτηκε στο Δουβλίνο, αλλά σε τρεις άλλες πόλεις με την εξής σειρά, πρώτα στην Τεργέστη, όπου επέστρεψε ο Τζόυς μετά τον πόλεμο, ύστερα στην Ζυρίχη και τέλος στο Παρίσι το οποίο επισκέφτηκε με προτροπή του Έζρα Πάουντ, και εγκαταστάθηκε εκεί για είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Ο Τζόυς δεν ήταν μόνο ένας εντελώς ιδιαίτερος συγγραφέας, μια «απόκρημνη μεγαλοφυία», όπως είναι ο υπότιτλος της έξοχης βιογραφίας που του έχει αφιερώσει η Έντνα Ο’ Μπράιαν, αλλά και ένας, θαρρείς, επίτηδες αδιαφανής και δύσβατος και χαώδης συγγραφέας. Στα δύο τελευταία βιβλία του επικρατεί μια χαώδης, αβυσσαλέα κατάσταση. Παράκουσε τις συμβουλές του Πάουντ, αλλά και οποιουδήποτε άλλου, που τον βοηθούσε  – είχε πολλούς γραμματείς, μεταφραστές, διερμηνείς και παρατρεχάμενους που τον ακολουθούσαν σε κάθε καινούργια σελίδα, σε κάθε καινούργιο επεισόδιο- και μεταχειρίστηκε του κόσμου τις τεχνικές  τερατωδίες, καθώς και μια αντι-ανθρωπιστική αδιαφορία και έναν ιερόσυλο τρόπο με τον οποίο απομυθοποίησε κάθε έννοια στυλ και γι αυτό  δυσκόλεψε σε μεγάλο βαθμό και θα δυσκολεύει πάντα πολλούς από τους αναγνώστες του. Η εμμονή του με τις εκκρίσεις του σώματος καταντούσε κάτι το μακάβριο. Σε όσους τον κατηγορούσαν γι΄ αυτά και για άλλα απαντούσε λέγοντας ότι αυτή η άσεμνη βωμολοχία υπάρχει και μέσα στις σελίδες της ζωής και πως αυτός δεν έκανε τίποτε περισσότερο παρά να τις καταγράψει. Ακόμα σημαντικότερο, θα έπρεπε να προσθέσουμε είναι αυτό που έλεγε, ότι «το μέτρο ενός έργου τέχνης έχει να κάνει με το από ποια βάθη εκπηγάζει.» Και όπως ξαναείπαμε τα βάθη αυτά ήταν απολύτως αβυσσαλέα.

 

 

     «Γνωρίζετε», ρώτησε κάποια μέρα ο Τζόυς ένα φίλο του ηθοποιό, ‘’τη θεωρία του Ράιτερ Χάγκαρντ για την ‘’Οδύσσεια’’;

  -Όχι, αποκρίθηκε ο Ρόουσον.

 – Νομίζει ότι δύο ραψωδίες της «Οδύσσειας» έχουν χαθεί και ότι περιείχαν δύο προφητείες του Τειρεσία: Η μία σχετική με την επιθυμία του Οδυσσέα να αποκτήσει ένα δεύτερο γιο και η άλλη για μια χώρα χωρίς αλάτι.         

  Ο Χάγκαρντ νομίζει ότι οι προφητείες δεν πραγματοποιήθηκαν, όμως εγώ υποστηρίζω ότι πραγματοποιήθηκαν, και ότι η «Οδύσσεια» δεν μεταφράστηκε σωστά.’’

  «Μια μέρα θα υπερισχύσει η θεωρία του Τζόυς»

 

 Είχε στο νου του το διακαή πόθο του Μπλουμ να αποκτήσει ένα δεύτερο γιο, όσο για την χώρα χωρίς αλάτι, αυτή δεν είναι άλλη από την Ιρλανδία.   Αυτά ισχυρίζεται ο Έλμαν στην βιογραφία του για το Τζόυς.

 

 Ξέσπασμα αμμοθύελλας

 

 

Ένα ‘’ξέσπασμα αμμοθύελλας’’ ήταν το γράψιμο του «Οδυσσέα» για τον Τζόυς. Η δύναμη και η καθαρότητα της γραφής του αυξανόταν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ενώ καινούργια χρώματα, τεχνικές, τρόποι γραφής ξεπηδούσαν όσο προχωρούσε. Ο Έλιοτ έλεγε πως ο Τζόυς είχε αποκαλύψει « την ματαιότητα κάθε στιλιστικής επιδίωξης». Ο Τζόυς ένιωθε στ’ αλήθεια προσβεβλημένος εξαιτίας όλων αυτών που του καταμαρτυρούσαν και προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του συνέχισε να χρησιμοποιεί στο έργο του αυτό το εντελώς καινούργιο και το αδοκίμαστο. Πολλοί νόμιζαν ότι αυτό ήταν ένα καπρίτσιο. Αλλά εκείνος τόνιζε σ’ ένα γράμμα του στην δεσποινίδα Γουήβερ ότι εφόσον θεματολογικά ήταν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα εκείνος έπρεπε να ντύνει κάθε κεφάλαιο με διαφορετική μουσική. Και επίσης ισχυριζόταν πως το βιβλίο μπορούσε κανείς να το καταλάβει αν ένωνε όλα αυτά μαζί τα στοιχεία. Ήξερε ότι κάποιοι δεν ήθελαν να πειραματίζεται μ’ αυτόν τον ανοικονόμητο αρχαίο ήρωα για τον οποίο πίστευαν πως δεν έπρεπε ποτέ να φύγει απ’ την Ιθάκη αλλά να μείνει δεμένος πάνω σ’ ένα βράχο. Στο μπαρ ενός ξενοδοχείου στο κεφάλαιο οι «Σειρήνες», επικρατεί μια έντονη οχλοβοή. Ακούγονται θόρυβοι από οπλές αλόγων, το κουδούνισμα της ταμειακής μηχανής, ένα παιχνιδιάρικο τζινγκλ τζινγκλ τζινγκ τζινγκ …. κέρματα… ρολόγια… κλαπ …. κλοπ …κλαπ… κλαπ ….

 

    «Τα σημεία όλων των πραγμάτων για να διαβάσω παρίσταμαι εδώ, γόνος της θάλασσας, ξεβράσματα των νερών, την παλίρροια που όπου να ναι φτάνει». Μία από τις Αμερικανίδες εκδότριες του περιοδικού «Little Review”, που δημοσιεύει σε συνέχειες το έργο, συγκινήθηκε μέχρι δακρύων από αυτό το απόσπασμα και ισχυρίστηκε πως δεν είχε διαβάσει ποτέ της κάτι πιο όμορφο και πιο υπερβατικό από αυτό. Σήμερα το κεφάλαιο αυτό, οι «Σειρήνες», φαντάζει σαν ένα εκτυφλωτικό κατόρθωμα ήχου και λόγου και ακόμα ένας ζωγραφικός πίνακας όπου «οι επάνω και οι κάτω»,  ευγενείς και πληβείοι, διασχίζουν την πόλη του Δουβλίνου. Οι συναντήσεις που συμβαίνουν υπογραμμίζονται «από ήχους αποσπασμένες χορδές και οξείς σαρκαστικούς διαλόγους».

 

Σύλβια Μπητς

   Μια πανέξυπνη νεαρή γυναίκα, η Σύλβια Μπητς που είχε έρθει από τη Βαλτιμόρη για να εγκατασταθεί σε μια προστατευμένη, θαρρείς, φωλιά ανάμεσα στους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες του Παρισιού ίδρυσε το βιβλιοπωλείο ‘’Σαίξπηρ εντ Κομπανυ’’ το οποίο αποτέλεσε χώρο συναναστροφής, ταχυδρομείο , δανειστική βιβλιοθήκη και αυτοσχέδια τράπεζα για μια χούφτα αμερικανούς συγγραφείς. Αυτή η γυναίκα ήταν η καλή μάγισσα που θα εξέδιδε μετά από πολλές περιπέτειες, το πιο δύσκολο ως τότε βιβλίο του Τζόυς, επειδή μετά ακολούθησε η «Αγρύπνια…». Όταν ήρθε σε συνεννόηση μαζί της για να εκδώσουν το βιβλίο δεν φανταζόταν εκείνη το τι θα ακολουθούσε. Επιπλέον διορθώσεις, εξαιρετικά δυσανάγνωστες, στριμωγμένες στα περιθώρια μ’ ένα γραφικό χαρακτήρα που θύμιζε ιστό αράχνης. Φυσικά στην συνέχεια της εκδοτικής διαδικασίας ο Τζόυς είχε γνώμη για όλα. Απαιτούσε συγκεκριμένο είδος χαρτιού, δεσίματος, τυπογραφικών χαρακτήρων. Οι δακτυλογράφοι όταν ανακάλυψαν τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις το ‘βαλαν στα πόδια. Κάποιοι που διάβασαν μερικά αποσπάσματα σκανδαλίστηκαν. Είναι  γνωστό και ξαναειπωμένο πολλές φορές πως όπου εμφανιζόταν ο Τζόυς δημιουργούσε χάος. Αυτός ο άνθρωπος είχε το χάος μέσα του. Και το μετάγγιζε σε όλα σχεδόν τα βιβλία του. Όχι μόνο το χάος αλλά και την ομορφιά. Επέμενε σε πέντε διορθώσεις, έκανε συνεχώς αλλαγές μέχρι που ο τυπογράφος απειλούσε να φύγει. Όμως η δεσποινίς Μπητς διατηρούσε την ψυχραιμία, την αυτοκυριαρχία και την αισιοδοξία της πως όλα θα πάνε στο τέλος καλά. Μέχρι τότε όμως;

 

Η πρώτη έκδοση

 

  Έξω από το βιβλιοπωλείο ανέμιζε η ελληνική σημαία, πληροφορώντας ενδιαφερόμενους και μη για το μεγάλο επικείμενο γεγονός. Ο Τζόυς ήθελε το μπλε κοβαλτίου της ελληνικής σημαίας πάνω στο εξώφυλλο αλλά ήταν δυσχερές να βρεθεί το κατάλληλο χαρτί για κάτι τέτοιο. Η δεσποινίς Μπητς συγκέντρωσε συνδρομητές μεταξύ των οποίων ήταν οι: Ουίστον Τσώρτσιλ, Έρνεστ Χεμινγουέι , Αντρέ Ζιντ, ένας άγγλος επίσκοπος πολλοί διανοούμενοι και ένας που αρνήθηκε λέγοντας ότι πρόκειται για μια αποκρουστική αν και ακριβή περιγραφή της Ιρλανδίας και πρόσθεσε ότι θα ήθελε κάθε αρσενικό να την διαβάσει, αλλά το κόστος του βιβλίου ήταν απαγορευτικό. Ο αρνητής αυτός ήτανε ο Μπέρναρ Σω.

Ο Τζόυς ήθελε να κυκλοφορήσει το βιβλίο του την ημέρα που συμπλήρωνε τα σαράντα του χρόνια.  Δώρισε ένα αντίτυπο με την υπογραφή του στη Νόρα αλλά αυτή η κατεργάρα το πούλησε αμέσως σ’ ένα Δουβλινέζο που επισκεπτόταν εκείνες τις μέρες το Παρίσι. Ένα δεύτερο αντίτυπο μπήκε σε μια γυάλινη προθήκη στο μαγαζί της δεσποινίδας Μπητς ώστε να το θαυμάζει ο κόσμος σαν κάτι ιερό χωρίς να το αγγίζει και το ίδιο βράδυ σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο ο Τζόυς πείστηκε ν’ ανοίξει το πακέτο και να το δείξει στους καλεσμένους. Ο «Οδυσσέας» είχε γεννηθεί με ενα τρόπο ξανά, αλλά στην πραγματικότητα για πρώτη φορά. Και ή κυοφορία του ξεπέρασε κατά πολύ κάθε άλλη κυοφορία παρόμοιου πράγματος.

 

 

 Ο Φρόυντ

 

 

«Στην διάλεξή του για τη θηλυκότητα, ο Φρόυντ υποστηρίζει πως οι γυναίκες ελάχιστα συνέβαλαν με ανακαλύψεις ή εφευρέσεις στην ιστορία και πρόοδο του πολιτισμού. Εξαίρεση αποτέλεσε μία τεχνική που ίσως εφηύραν, αυτή της πλεκτικής και της υφαντικής. Ωστόσο όμως το μοντέλο το οποίο μιμήθηκε αυτή η τεχνική προσφέρθηκε από την ίδια τη φύση, η οποία, κατά την ήβη, προξενεί την βλάστηση τριχώματος στα γυναικεία μέρη. Το βήμα που έμενε να γίνει ήταν να βρεθεί τρόπος συνένωσης των επιμέρους «κλωστών», ώστε να δημιουργηθεί ο μίτος της Αριάδνης.

Σύμφωνα με τον Φρόυντ η αινιγματικότης που περιβάλλει την Γυναίκα, ανάγεται και αυτή στη παραπάνω πρόνοια της φύσης. Η γυναίκα έκρινε ο Φρόυντ, είναι αναγκασμένη να κρύβει το γεγονός ότι δεν έχει τίποτα να κρύψει. Η αινιγματικότης, λοιπόν, ακόμη συνεχίζει το έργο της φύσης η οποία έντεχνα κάλυψε με πυκνό τρίχωμα την απουσία, το «κενό». Προς το τέλος της διάλεξης ο Φρόυντ δεν παραλείπει να αποδώσει την  εφεύρεση της υφαντικής στο περίφημο υποσυνείδητο εκείνο κίνητρο που ονόμασε «Φθόνο του Πέους» (…) Διαπλοκή, πλοκή, πλεκτάνη, αίνιγμα, κόκκινη αιμάτινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη – «αναστόμωση ομφάλιων λώρων»- όπως λέει και ο Τζόυς. (…)

Εξυφαίνω, αφηγούμαι, ιστορώ, μυθολογώ. Δημιουργώ όντα φανταστικά, υφαίνω σκηνές, ζωές ομοιωματικές, φάσματα και υφάσματα για να καλύψω την πληγή, την απουσία, το κενό, το θάνατο», αρχίζει ένα δοκίμιό της για τον Τζόυς η Τζίνα Πολίτη.

 

 Το αντίτυπο της Νόρας,η φυγή της κι η γούνα

 

«Η έκδοση που έχεις στα χέρια σου είναι γεμάτη τυπογραφικά λάθη», γράφει ο Τζόυς στη Νόρα, «Αν θέλεις διάβασε το βιβλίο σε τούτη την έκδοση (αναφέρεται στην έκδοση του ‘’Οδυσσέα’’ της Σύλβια Μπητς) , έχω κόψει τις σελίδες. Υπάρχει ένας κατάλογος με λάθη στο τέλος.

Η Νόρα έφυγε για την Ιρλανδία με τα παιδιά της ενάντια στη θέληση του Τζιμ την Πρωταπριλιά του 1922. Αλλά οι εμφύλιες συγκρούσεις την ανάγκασαν να επιστρέψει στο Παρίσι περί τα τέλη Απριλίου.

«Το έμβασμα για τη γούνα σου», της γράφει από το Παρίσι «ακολουθεί σε μερικές ώρες καθώς και χρήματα για σένα. Αν επιθυμείς να ζεις εκεί πέρα (μια και μου ζητάς να σου στέλνω δύο βιβλία τη βδομάδα) θα σου στέλνω αυτό το ποσόν (8 λίρες και 4 λίρες του ενοικίου) την πρώτη κάθε μήνα. Όμως με ρωτάς επίσης αν θα δεχόμουν να έρθω στο Λονδίνο μαζί σου. Θα πήγαινα οπουδήποτε στον κόσμο αν ήμουν βέβαιος ότι θα μπορούσα να είμαι μόνος με σένα πολυαγαπημένη, έστω και δίχως οικογένεια και φίλους. Ή έτσι πρέπει να γίνει ή αλλιώς οφείλουμε να χωρίσουμε για πάντα, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο θα έκανε την καρδιά μου να σπάσει. Είναι εντελώς αδύνατον να σου περιγράψω την απελπισία μου από τότε που έφυγες. Εχτές ένιωσα πολύ άσχημα μέσα στο κατάστημα της Μις Μπητς, και εκείνη έσπευσε να μου βρει κάποιο φάρμακο. Η εικόνα σου είναι πάντα στην καρδιά μου. Πόσο χαίρομαι που μου γράφεΙς ότι νιώθεις πολύ νεώτερη! Ω! Αγαπημένη μου, μονάχα να ‘θελες να γυρίσεις σε μένα έστω και τώρα, για να διαβάσεις αυτό το τρομερό βιβλίο που ράγισε την καρδιά μου και να με πάρεις κοντά σου και να με κάνεις ό,τι θέλεις».

 Το πρώτο κεφάλαιο

 

 Ο Τζόυς θύμιζε πάντα στον εαυτό του ότι είχε αρχίσει να φιλοτεχνεί αυτήν την απέραντη τοιχογραφία του «Οδυσσέα» γύρω στα τριάντα πέντε του χρόνια, την ίδια εποχή δηλαδή που άρχισε την ‘’Θεία Κωμωδία’’ ο Δάντης, και ο Σαίξπηρ να δουλεύει με την ‘’Σκοτεινή Κυρία’’ των «Σονέτων».

 

           Ο Στήβεν είναι ένας σε εμβρυακή κατάσταση Τηλέμαχος. Ο Λέοπολντ Μπλουμ ξεκινάει τη μέρα του (16 Ιουνίου 1904), πηγαίνοντας να αγοράσει νεφρά για το πρωινό της γυναίκας του. Είναι ένας απόλυτα θηλυκός άντρας. Αν και σε πρώτη ματιά η ιστορία του ‘’Οδυσσέα’’ μοιάζει απολύτως συμβατική, είναι πάλι οι ήρωες και οι ηρωίδες κάποιες Δουβλινέζες και Δουβλινέζοι που κάνουν τη διαφορά. Αλλά το προεξάρχον στοιχείο που διαφοροποιεί αυτό το βιβλίο από τα άλλα μυθιστορήματά του είναι το αδιάλειπτο «ξετύλιγμα τη σκέψης», όπως αποκλήθηκε εκείνη την  εποχή ή όπως ονομάστηκε πιο φιλολογικά αργότερα «ροή συνείδησης», αλλιώς, εσωτερικός μονόλογος. Διαλέγει και παίρνει κανείς. Την  ίδια μέθοδο χρησιμοποίησε ο Μαρσέλ Προυστ,  η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ουίλλιαμ Φώκνερ, ο Άρθρουρ Σνίτσλερ, ο Κάρλο Εμίλιο Γκάντα, Σάμιουελ Μπέκετ κ.α.

 Στις πρώτες αράδες του, διαβάζουμε: «Γιατί μέσα στο χάος των φαινομένων, ανάμεσα στο χώρο και στον χρόνο, μέσα στην ψευδαίσθηση των πραγμάτων που γεννιούνται και μεγαλώνουν πρόβαλλα και εγώ, ένας ανάμεσα στους άλλους, ένας όπως οι άλλοι , ένας ίδιος και ένας παραπάνω, ένας ακόμα από τις άπειρες πιθανές υπάρξεις – και να που ο χρόνος και ο χώρος διασαφηνίζονται – είναι το σήμερα, είναι το εδώ, η ώρα που σημαίνει, και, γύρω μου, η ζωή, ο χρόνος, ο χώρος, ένα Απριλιάτικο βράδυ, Παρίσι, βράδυ φωτεινό από έναν ήλιο που βασιλεύει, οι μονότονοι θόρυβοι, τα λευκά σπίτια, οι σκοτεινές φυλλωσιές, το βράδυ γλυκαίνει, χαίρεσαι που υπάρχεις, που βαδίζεις, ο δρόμος και οι άνθρωποι, και στον αέρα πολύ μακριά διακρίνεται ο ουρανός – γύρω από όλα αυτά το Παρίσι τραγουδά και πλαισιώνει μαλακά την ιδέα, μέσα στην ομίχλη των μορφών που διακρίνονται».

 

Επίλογος

 

 Ο κόσμος για τον Τζόυς δεν τελειώνει ούτε «με ένα βρόντο ούτε με λυγμό» όπως για τον Έλιοτ.

Ο τελευταίος του ήρωας πεθαίνει και ανασταίνεται. Άρα ο πολιτισμός δεν τελειώνει. Συνεχίζεται και μετά από μας. Ο αέρας που φθάνει ως εμάς από το 1914 ή το 1922 ή το 1939 και πιο πριν τότε που ο Τζόυς δημιουργούσε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες το έργο του είναι αέρας μυρωδάτος, ανθηρός, ζωντανός αλλά και υπόγειος. Κανένας δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει το επίτευγμα αυτού του πεισματάρη Ιρλανδού αυτού του ρομαντικού αυτοεξόριστου καλλιτέχνη που πέθανε το 1941 και ανασταίνεται κάθε χρονιά στις 16 Ιουνίου την ημέρα του Μπλουμ που αντί οι αναγνώστες του και οι οπαδοί του να πηγαίνουν λουλούδια στο τάφο του γιορτάζουν και πίνουν στην υγεία του και ξαναδιαβάζουν αυτό το αν μη τι άλλο ερεθιστικό έργο.    

 

 

 

   Βοηθήματα:
-Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης- επιμελ. Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Κέδρος, 1990
-Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μτφρ.- εισαγ.-σχόλια: Ελευθέριος Ανευλαβής, πρόλογος: Πάρις Τακόπουλος, Κάκτος, 2014
-Ρίτσαρντ Έλμαν, Τζαίημς Τζόυς, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου-επιμέλεια: Άρης Μπερλής, SCRIPTA, 2005
-ΤΖΕΗΜΣ ΤΖΟΫΣ, Γράμματα στη Νόρα, εις.-μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Πατάκης, 2014, 4η έκδοση
-Έντνα Ο’ Μπράιαν, JAMES JOYCE, Η Απόκρημνη όψη μιας μεγαλοφυΐας, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, Νεφέλη, 2002
Μαντώ Αραβαντινού, Τζαίημς Τζόυς, Ζωή & Έργο, Θεμέλιο, 1983
-Μαντώ Αραβαντινού, Τα Ελληνικά του James Joyce, Ερμής, 1977
-Τζίνα Πολίτη, Υ-φάσματα Υ-φάντρας: ή Δύο σε ένα [σελ. 55-71] στο Τζ. Π., Στα Όρια της Γραφής, δοκίμια για τους Μπέκετ- Τζόυς- Κάφκα, Άγρα, 1999
-περ. Διαβάζω, τχ. 62, 9/2/1983, αφιέρωμα στον Τζόυς

 

 

 

 

 

 

 

           

 

  

 

        

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.