You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: O Ζαν Πωλ Σαρτρ και οι Λέξεις

Κώστας Γιαννόπουλος: O Ζαν Πωλ Σαρτρ και οι Λέξεις

 Ο πατέρας του Ζαν-Πωλ Σαρτρ ήταν ένα από τα ”παιδιά της σιωπής”, γιατί ο δικός του πατέρας -δηλαδή ο παππούς του Ζαν-Πωλ-για σαράντα χρόνια δεν απηύθυνε ποτέ το λόγο στη γυναίκα του, τη γιαγιά του, αλλά την «γκάστρωνε»… Ο πρωτότοκος ήταν ο Ζαν- Μπατίστ που «θέλησε να φοιτήσει στη Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού, για να δει τη θάλασσα. Το 1904 στο Χερβούργο, αξιωματικός του Ναυτικού, και ταλαιπωρημένος ήδη από τους πυρετούς, γνώρισε την Αν-Μαρί Σβάιτσερ, άρπαξε αυτή την παραμελημένη, ψηλή κοπέλα, την παντρεύτηκε, της έκανε στα γρήγορα ένα παιδί, εμένα, και επιχείρησε να βρει καταφύγιο στο θάνατο».

«Η μητέρα μου που δεν είχε γνωρίσει καλά καλά τον πατέρα μου, ούτε πριν ούτε μετά από τον γάμο […] προτίμησε το καθήκον από την απόλαυση» 

Όπως γράφει στη συνέχεια της αυτοβιογραφίας του ο Σαρτρ, «άρρωστος, απογαλακτίστηκα βίαια στην ηλικία των εννέα μηνών, ο πυρετός και η αποβλάκωση δε μου επέτρεψαν να νιώσω την τελευταία ψαλιδιά που κόβει τους δεσμούς της μητέρας και του παιδιού, βυθιζόμουν σ’ έναν κόσμο θολό, στοιχειωμένο από απλές παραισθήσεις και φθαρμένα είδωλα».

Σ’ αυτόν τον θολό παραισθητικό κόσμο ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να υπάρξει. Ως ο τρίτος  στη σειρά φιλόσοφος του Υπαρξισμού – οι δύο προηγούμενοι ήταν ο Κίρκεγκωρ και ο Χάιντεγκερ – δημιούργησε μία δική του φιλοσοφία της ύπαρξης.

Ο Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι 21 Ιουνίου του 1905. Από το 1906 ως το 1915, ως δηλαδή τα δέκα του χρόνια, ζούσε «μόνος ανάμεσα σ’ ένα γέρο (τον παππού Σβάιτσερ) και δύο γυναίκες, (την μητέρα του και την μητέρα της)». Τεσσάρων ετών μαθαίνει να διαβάζει συλλαβίζοντας το Χωρίς Οικογένεια του Έκτορα Μαλό.

Μεταξύ πέντε και εφτά χρονών έχει ένα έντονο αίσθημα θανάτου: «Με ‘πιανε ρίγος, παρέλυα από τη σκέψη του θανάτου μου, αληθινό νόημα όλων των πράξεων μου, στερημένος από τον εαυτό μου, προσπαθούσα να ξαναδιασχίσω τη σελίδα από την αντίθετη κατεύθυνση και να ξαναβρεθώ από την πλευρά των αναγνωστών, σήκωνα το κεφάλι, ζητούσα βοήθεια από το φως: Ωστόσο κι αυτό επίσης ήταν ένα μήνυμα, αυτή η αιφνίδια ανησυχία, αυτή η αμφιβολία, αυτή η κίνηση των ματιών και του λαιμού, πώς θα ερμηνευόταν το 2013, όταν θα είχαν τα δύο κλειδιά που θα μπορούσαν να με ανοίγουν, το έργο μου και το θάνατο μου;».

Τώρα λοιπόν που απέχουμε, μόλις εφτά χρόνια, από το 2013 που εκείνος δεν το πρόλαβε, γιατί όταν έγραφε τις Λέξεις, το 1964, ήταν ήδη 59 ετών και πέθανε το 1980 στα 75 του, έχουμε το έργο του και το θάνατό του. Κρατάμε τα κλειδιά. Το μόνο που μένει είναι να τα σπρώξουμε στην κλειδαριά. Είναι μεγάλο το έργο και πολυποίκιλο, αν και ο ίδιος ήταν μικρόσωμος και δεν έζησε μόνος, είχε πάντα ένα στήριγμα την Σιμόν ντε Μποβουάρ και αμέτρητες μικρές ερωμένες. Είχε τις αμφεταμίνες, γιατί δε θα προλάβαινε να ολοκληρώσει κανένα έργο αν τον έπαιρνε συνεχώς ο ύπνος – που είναι έτσι κι αλλιώς ένας προσωρινός θάνατος –  γι’ αυτό αυτοί που τον ψυχανεμίζονται, οι τρελοί και οι ονειροπόλοι, δεν κοιμούνται ποτέ. Το ερώτημα είναι πότε βλέπουν όνειρα.

 Δεν ξέρουμε τι όνειρα έβλεπε και δεν ήταν βέβαια τρελός, ήταν όμως ονειροπόλος από τότε που έλεγε πως μέσα στα βιβλία αντάμωσε την οικουμένη, βρήκε τη θρησκεία του, ένιωσε πως ένα βιβλίο ήταν το σημαντικότερο πράγμα. «Χωρίς αδελφό μήτε αδελφή και χωρίς συντρόφους, οι μεγάλοι συγγραφείς στάθηκαν οι πρώτοι μου φίλοι». Στα επτά του διαβάζει την Μαντάμ Μποβαρύ, το Γαργαντούα του Ραμπελαί, Κορνέιγ, Βολταίρο, Ουγκώ… εντυπωσιάζεται απ’ τον κινηματογράφο, που είναι ακόμα βωβός, μαζεύει εικονογραφημένα περιοδικά, παθιάζεται με ήρωες σαν τον Μιχαήλ Στρογγόφ και τον Παρνταγιάν από ένα παιδικό κόμικ και αναπαράγει αενάως τις περιπέτειες του.. Αφού. Όλες αυτές οι προσπάθειες να συνθέσει ”μυθιστορήματα” ή στίχους, αποτυγχάνουν. Φοιτά στο λύκειο Ανρί IV. Είναι λαμπρός μαθητής. Γνωρίζει τον Πωλ Νιζάν.

Όταν γίνεται 12 ετών η μητέρα του ξαναπαντρεύεται ένα διευθυντή εργοστασίου. Αυτόν το γάμο τον νιώθει σαν προδοσία όπως ακριβώς και ο Μπωντλαίρ ένιωθε για τον δεύτερο γάμο της δικής του μητέρας. Καθόλου τυχαίο πως αργότερα γράφει μια μελέτη για τον ομοιοπαθή Μπωντλαίρ. Γράφει και μια εκτενέστερη μελέτη για τον Ζαν Ζενέ, τον οποίο προσπάθησε πολύ με μια ομάδα διανοουμένων να τον βγάλει απ’ τη φυλακή όπου είχε καταδικασθεί σαν κλέφτης. Ο τίτλος της μελέτης αυτής είναι: Ζαν Ζενέ, ο Κωμωδός ο Μάρτυρας. Κάνει ζωηρές πολιτικές συζητήσεις με τον πατριό του, κλέβει χρήματα και βιβλία απ’ το σπίτι του για να τα δώσει στους συμμαθητές του και χάνει τον κόσμο όταν συνειδητοποιεί την ασχήμια του. Οι συμμαθητές τον πειράζουν και τον ταλαιπωρούν. Ξεχωρίζει ως ψεύτης και παραμυθάς.. Στην προτελευταία τάξη πια είναι ο μόνος ελληνιστής. Από τη Λα Ροσέλ (τα τρία ή τέσσερα χειρότερα χρόνια της ζωή του), όπου φοιτούσε, η οικογένειά του μετακομίζει στο Παρίσι. Είχε πληθωρική φαντασία, μεγάλες φιλοδοξίες και ήταν ένας συναρπαστικός ομιλητής.

Λατρεύει βαθιά τη γιαγιά, παίζει πιάνο με τις ώρες, διαβάζει Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, ξαναβρίσκει τον Νιζάν κι ανακαλύπτουν μαζί τον Προυστ και αντιμετωπίζουν τους ήρωές του σαν αληθινά πρόσωπα. Αντιπαθεί τον Φλωμπέρ, για τον οποίο όμως γράφει το 1971-72 μια τρίτομη βιογραφία οποίας.

«Είπα στον εαυτό μου: μα είναι κάτι καταπληκτικό η φιλοσοφία, σου μαθαίνει την αλήθεια!”. Άρχισε να τον ενδιαφέρεται γι αυτήν όταν διάβασε το Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της Συνείδησης του Μπερξόν.

Ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας: Κόνραντ, Λαφόργκ, Βαλερύ, Σοπενχάουερ, Νίτσε, Χόφμανσταλ.

«Δεν είχε τη θλιβερή σοβαρότητα του σπασίκλα. Γοήτευε τους συμμαθητές τους με το χιούμορ του, πέθαινε για καλαμπούρια και καζούρα», θυμάται ένας συμμαθητής του.

Μπαίνει έβδομος στην Εκόλ Νορμάλ. Σχηματίζει μια βίαιη ομάδα με ωμό λεξιλόγιο και τρόπους για να τρομοκρατούν τη σχολή και ρίχνουν στους νιτσεϊκούς συμμαθητές τους μπόμπες με νερό, φωνάζοντας: Τάδε κατουρούσε Ζαρατούστρα!”. Συμπαθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά αναπτύσσει ατομικιστικές και αναρχικές απόψεις. Στη σχολή δουλεύει σκληρά και φυσικά συνεχίζει να διαβάζει: Ντεκάρτ, Σπινόζα, Ρουσσώ, Μαρξ (που δεν τον καταλαβαίνει), Φρόυντ (που τον απωθεί λόγω του ντετερμινισμού του) και Σταντάλ (που τον βάζει στην υψηλότερη θέση).

Παίρνει το δίπλωμα ανωτέρων σπουδών με άριστα. Αποτυχαίνει στις εξετάσεις για υφηγεσία και σκέφτεται να παντρευτεί. Γνωρίζεται με τη γυναίκα της ζωής του, τη Μποβουάρ: «Ήξερα πως ποτέ πια δεν θα έβγαινε από τη ζωή μου… μεταξύ μας, πρόκειται για έναν αναγκαίο έρωτα και πρέπει να γνωρίζουμε και έρωτες τυχαίους». Αποτυχαίνει ξανά ως υποψήφιος λέκτωρ και αρχίζει μια δεκαοκτάμηνη στρατιωτική θητεία. Χάνει τη γιαγιά του που του αφήνει κληρονομιά 100.000 φράγκα τα οποία σκέφτεται να ξοδέψει μέσα σε δύο τρία χρόνια. Το 1931 διορίζεται καθηγητής φιλοσοφίας σε Λύκειο της Χάβρης και η Μποβουάρ στη Μασσαλία. Βιβλία που τον σημαδεύουν: Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας του Σελίν, Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε του Ρίλκε, ο 42ος Παράλληλος του Ντος Πάσος.

Το 1933 αντικαθιστά το φίλο και πολιό συμφοιτητή του Ραιημόν Αρόν (με τον οποίο θα διαφωνήσει πολιτικά αργότερα) στο Γαλλικό Ινστιτούτο στο Βερολίνο για να μελετήσει τον Χούσερλ. Παρακολουθεί την άνοδο του Χίτλερ, αλλά πιστεύει πως είναι ένα φαινόμενο που δε θα επιβιώσει.

Παίρνει μεσκαλίνη την εποχή ακριβώς που δυσκολεύεται να ενηλικιωθεί.  Με τη Μποβουάρ γνωρίζουν την Όλγα Καζάκιεβιτς και δημιουργούν μαζί της τρίο. Ο Σαρτρ δημοσιεύει το πρώτο του έργο τη Φαντασία ενώ καταθέτει στον Γκαλιμάρ το πρώτο χειρόγραφο της Ναυτίας αλλά δεν γίνεται δεκτό. Ισχυρίζεται πως είχε βάλει όλο του τον εαυτό εκεί μέσα, το είχε δουλέψει πολύ καιρό και ένιωσε αυτήν την απόρριψη σαν να ήταν απόρριψη για τον ίδιο.

Παρόλο που δεν ψηφίζει στις εκλογές πανηγυρίζει για την νίκη του Λαϊκού Μετώπου. Γίνεται πολύ αγαπητός στο λύκειο που διδάσκει δημιουργώντας σχέσεις φιλίας με τους μαθητές του.

Δημοσιεύεται το διήγημά του ο Τοίχος, για το οποίο ο Ζιντ γράφει πως το θεωρεί αριστούργημα και αναρωτιέται ποιος είναι αλήθεια αυτός ο νεαρός Ζαν-Πωλ; Κάνει διακοπές στην Ελλάδα και γνωρίζεται με την αδελφή της Όλγας που αργότερα θα πρωταγωνιστήσει στα θεατρικά του έργα .

Το 1938 κυκλοφορεί τελικά η Ναυτία που παίρνει πολύ επαινετικές κριτικές. Σχεδιάζει ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη που αργότερα κυκλοφορεί σε τρία, με τίτλο Οι Δρόμοι της Ελευθερίας.

Αρχίζει να συχνάζει στο Σεν Ζερμαίν ντε Πρε. Γνωρίζεται με τον Ηλία Έρεμπουργκ που θα τον συντροφεύσει ιδεολογικά μέχρι το τέλος.

Το 1939 επιστρατεύεται ελπίζοντας πως ο πόλεμος δε θα κρατήσει πολύ, και δεν κρατάει. Πριν προλάβει να πολεμήσει όμως συλλαμβάνεται.   «Ξαναβρήκα στο στρατόπεδο μια μορφή ομαδικής ζωής που δεν γνώρισα στην Εκόλ Νορμάλ και μπορώ να πω, πως ήμουν ευτυχισμένος. Δεν είχα όρεξη να δραπετεύσω αλλά έλεγα μέσα μου πρέπει για να μείνεις μέσα στα πράγματα. Ωστόσο στο στρατόπεδο είχα την αίσθηση πως ανήκα κάπου. Ήταν μια επαφή χωρίς κενά, μέρα νύχτα, όπου μιλούσε ο ένας στον άλλο απευθείας και χωρίς διάκριση. Θεωρώ πως αυτή η εμπειρία μου έμαθε πολλά». Τελικά το 1941 δραπετεύει μ’ ένα ψεύτικο ιατρικό πιστοποιητικό.

Βρίσκει μια θέση στο λύκειο Παστέρ, ενώ μαζί με τον Μερλώ Ποντύ ιδρύει μια αντιστασιακή ομάδα διανοουμένων το «Σοσιαλισμός και Ελευθερία». Η ομάδα όμως διαλύεται γρήγορα. Αρχίζει να γράφει το θεατρικό έργο Μύγες, βασισμένο στην τραγωδία του Ορέστη. Ξεκινάει το Είναι και το Μηδέν, το opus magnum. Εργάζεται εντατικά στο καφενείο Λεφόρ που είχε θέρμανση και μέσα σε ελάχιστο χρόνο τελειώνει και τα δύο. Γνωρίζεται με τον Αλμπέρ Καμύ.

 Ακάματος, γράφει το ένα έργο κατόπιν του άλλου.

Το 1944 γνωρίζει τον Ζενέ και αρνείται το επόμενο έτος μαζί με τον Καμύ το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Γίνεται απεσταλμένος εφημερίδων στις ΗΠΑ, πεθαίνει ο πατριός του και έχει την ευτυχία να δει τον Υπαρξισμό να γίνεται της μόδας, όπως και ο ίδιος με τη Μποβουάρ κυριαρχούν στη γαλλική λογοτεχνική, φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική, ακτιβιστική σκηνή της Γαλλίας.

Το 1945 ιδρύει το περιοδικό Μοντέρνοι Καιροί και δίνει την περίφημη διάλεξη ο Υπαρξισμός είναι ένας Ανθρωπισμός.

«Το πήραμε απόφαση να επωμιστούμε το επίθετο Υπαρξιστές που χρησιμοποιούσε όλος ο κόσμος για μας».

Δυσφορεί με όλο το θόρυβο που γίνεται γύρω απ’ αυτά που γράφει: «δεν είναι ευχάριστο να σου φέρονται σαν να ήσουν ένα δημόσιο μνημείο… όταν σε διαβάζουνε εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες που δεν είχες στο νου σου καθόλου όταν έγραφες το βιβλίο, τότε γίνεσαι κάτι ολωσδιόλου άλλο που πρέπει να υπολογίζεις. Με αυτή την έννοια υπάρχει αυτό το πρόσωπο, αυτός ο άλλος που κουβαλάς όλη την ώρα μαζί σου». «Ο άλλος είναι εκείνος που μου επιτρέπει να συλλάβω τον εαυτό μου». Έτσι προέκυψε το περιώνυμο η κόλαση είναι οι Άλλοι στο Κεκλεισμένων των θυρών που σημαίνει ότι οι σχέσεις με τους άλλους δεν μπορούν παρά να είναι σχέσεις ανταγωνιστικότητας και εχθρότητας.

«Η ουσία των σχέσεων ανάμεσα στις συνειδήσεις δεν είναι η συνύπαρξη, αλλά η σύγκρουση», όπως αναφέρει στο Είναι και το Μηδέν. Το τι συμβαίνει λοιπόν όταν τα βλέμματα δύο ανθρώπων διασταυρωθούν το μαθαίνουμε στο Κεκλεισμένων των Θυρών.

Να συμπληρώσουμε: «το σώμα μου έχει την ίδια έκταση με τον κόσμο απλωμένο ολόκληρο και ταυτόχρονα συσπειρωμένο σε κείνο το μοναδικό σημείο το οποίο υποδείχνουν όλα τα πράγματα, και το οποίο είμαι χωρίς να μπορώ να το γνωρίσω».

Στα έργα του μπορεί να δει κάποιος πώς αντιμετωπίζει το θέμα της πάλης του ανθρώπου ενάντια στο πεπρωμένο, δηλαδή πώς βλέπει το θέμα της ελευθερίας του ατόμου.

Στη Ναυτία μιλάει για το ότι η ύπαρξη δεν έχει νόημα από μόνη της και κατά συνέπεια ο αντι-ήρωας Ροκαντέν βρίσκεται αντιμέτωπος με την απεριόριστη ελευθερία και έχει την επιλογή των πράξεών του και την ευθύνη του.

Γράφει τα θεατρικά έργα: Άταφοι Νεκροί, η Πόρνη που σέβεται και τις Σκέψεις για το Ιουδαϊκό Πρόβλημα.

Αποχωρεί από την συντακτική επιτροπή των Μοντέρνων Καιρών ο Ρεημόν Αρόν.

Πηγαίνει να ζήσει με τη μητέρα του στο Σεν Ζερμαίν ντε Πρε, την καρδιά του Υπαρξισμού. «Ως τότε ζούσα στο ξενοδοχείο, έγραφα στο καφενείο, έτρωγα στο εστιατόριο, κι ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα, που δεν είχα τίποτα δικό μου. Ήταν ένας τρόπος προσωπικής σωτηρίας».

Το 1947 αρχίζει να δημοσιεύει στους Μοντέρνους Καιρούς τη μελέτη του Τι είναι Λογοτεχνία, όπου εξηγεί γιατί είναι στρατευμένος λογοτέχνης και σημειώνει: «πως είναι τελείως αδύνατο να περιορίσει κανείς τις λέξεις στον εαυτό τους όπως την ιδέα ενός καθαρού ήχου είναι μια αφαίρεση. Δεδομένου ότι οι νότες, τα χρώματα, οι μορφές δεν παραπέμπουν σε τίποτα που να είναι έξω από αυτά».

«Το αντικείμενο της λογοτεχνίας είναι μια περίεργη σβούρα που δεν υπάρχει παρά μόνο σε κίνηση. Για να αναφανεί χρειάζεται κάτι που ονομάζεται ανάγνωση και η εμφάνιση αυτή διαρκεί όσο και η ανάγνωση. Πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχουν παρά μόνο μαύρα σχέδια πάνω στο χαρτί. (…) η ανάγνωση είναι μία σύνθεση από άπειρες υποθέσεις, από όνειρα που τ’ ακολουθούν αφυπνίσεις, από ελπίδες και απογοητεύσεις».

Η Ουμανιτέ γράφει πως είναι «ερμητικός φιλόσοφος, εμετικός συγγραφέας, δραματουργός των σκανδάλων, δημαγωγός τρίτης σειράς». Σε συνέδριο στο Βερολίνο ένας κάποιος Ρώσος συγγραφέας τον αποκαλεί  «Ύαινα με στυλογράφο».

Στις 30 Οκτωβρίου του 1948 το Βατικανό απαγορεύει όλο του το έργο.

Το 1950 διαμαρτύρονται μαζί με τον Μερλώ – Ποντί για τα σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διαφωνεί πολιτικά μαζί του, πελαγοδρομεί μέσα στην αβεβαιότητά του. 

Διακηρύσσει το μίσος του για την αστική τάξη στο όνομα των αρχών του Ουμανισμού και της κλασικής παιδείας, στο όνομα της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας. Γράφει τον Διάβολο και τον Καλό Θεό για να λύσει την αντίφαση ανάμεσα στο διανοούμενο και τον άνθρωπο της δράσης.

Τον Αύγουστο του 1952 η διαμάχη με τον Καμύ οδηγεί στη ρήξη μεταξύ τους. Ο Σαρτρ βλέπει αναγκαία μια συνεργασία με τους Γάλλους Κομμουνιστές για την υπεράσπιση της ειρήνης, ενώ ο Καμύ επιμένει στον αντι-σοβιετισμό του.

Στα επόμενα χρόνια η πολιτική θα κυριαρχήσει στη ζωή του.

«Είχα διαβάσει τα πάντα, έπρεπε να ξαναδιαβάσω τα πάντα, δεν είχα παρά έναν, αλλά επαρκή, μίτο της Αριάδνης: την ανεξάντλητη και δύσκολη εμπειρία της πάλης των τάξεων».

Στο τέλος της χρονιάς αυτής συναντά τον Χάιντεγκερ στο Φράιμπουργκ.

Σχεδιάζει την αυτοβιογραφία του «χρειάστηκε να περάσει καιρός για να δώσω σημασία στην παιδική μου ηλικία».

Στις αρχές του 1954 συναντά τον Μπρεχτ και το Μάη ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση.

Το 1956 δραστηριοποιείται εναντίον του πολέμου των Γάλλων στην Αλγερία «μας κατηγορούν πως υπονομεύουμε το ηθικό του έθνους», ισχυρίζεται η Μποβουάρ.

Αντιτίθεται στην επέμβαση του Σουέζ από τους Αγγλογάλλους, ενώ καταδικάζει την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία διακόπτοντας τις σχέσεις του με το ΚΚΓ. Καταδικάζει τα βασανιστήρια στο πόλεμο της Αλγερίας, μαζί με τους Μαλρό, Μωριάκ, Μαρτέν Ντι Γκάρ.

Καταδικάζει την άνοδο στην εξουσία του Ντε Γκωλ, ενώ η κατάχρηση διεγερτικών που παίρνει για να γράφει πέρα από τις δυνάμεις του κλονίζει την υγεία του.

Την Άνοιξη του 1960 ταξιδεύει στην Κούβα και ξεκινά η φιλία του με τον Κάστρο. Την ίδια χρονιά συναντά τον Τίτο. Ταξιδεύει στη Βραζιλία, υπογράφει μανιφέστο κατά του πολέμου στην Αλγερία, ενώ οι παλιοί πολεμιστές φωνάζουν στους δρόμους, ”τουφεκίστε τον Σαρτρ”, αλλά γλιτώνει ύστερα από επέμβαση του Ντε Γκωλ που λέει ”ένας Βολταίρος δεν συλλαμβάνεται”.

Στη Ρώμη κάνει διάλεξη με θέμα Υποκειμενισμός και Μαρξισμός. Μπορεί να γλίτωσε από την κρατική εξουσία, αλλά το διαμέρισμά του δεν γλιτώνει από μια ακόμα τρομοκρατική επίθεση εναντίον του.

Στη Σοβιετική Ένωση τον δέχεται ο Χρουστώφ.

Το 1964 δημοσιεύει τις Λέξεις και το σχόλιο της μητέρας του είναι: ”Ο Πουλού δεν κατάλαβε τίποτα από την παιδική του ηλικία”.

Του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1964, το οποίο αποποιείται επειδή έχει αποφασίσει  να μη δέχεται οποιαδήποτε θεσμοθετημένη τιμή γι’ αυτό που θα έκανε έτσι και αλλιώς.

Ο Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάσει σε διασκευή του Σαρτρ τις Τρωάδες.

Μαζί με το μεγάλο φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ σχηματίζουν το δικαστήριο που θα δικάσει τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ. Συναντά τον Νάσερ, ενώ ταξιδεύει στο Ισραήλ για να διεκδικήσει το δικαίωμα των Παλαιστινίων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Το Μάη του ’68 δηλώνει: «η μόνη σχέση που μπορούν να έχουν οι φοιτητές μ’ αυτό το Πανεπιστήμιο, είναι να το διαλύσουν και για να γίνει αυτό δεν υπάρχει παρά μια λύση: το πεζοδρόμιο».

Κατηγορεί το Κομμουνιστικό Κόμμα πως πρόδωσε το Μάη και καταδικάζει απερίφραστα τη Σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία.

Το Γενάρη του 1969 χάνει τη μητέρα του.

Το 1970  «τα φτιάχνει» με τους Μαοϊκούς και παντρεύεται τον αριστερισμό αρχίζοντας μια νέα περίοδο μαχητικής δράσης.

Όταν μιλάει στους εργάτες της ”Ρενώ”, είναι ανεβασμένος πάνω σ’ ένα βαρέλι φορώντας ένα φθαρμένο μπουφάν. Όλες οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη φωτογραφία του. Τίποτα δεν τον καταβάλλει ούτε καν τα συνεχή εγκεφαλικά.

Τον Ιούνιο του 1971 μια δεξιά εφημερίδα κυκλοφορεί με τίτλο «Φυλακίστε τον Σαρτρ, το κόκκινο καρκίνωμα του Έθνους’. Μηνύεται για τα άρθρα του σε αριστερίστικες εφημερίδες και κείνος ζητάει λαϊκό δικαστήριο για την Αστυνομία.

Παίρνει μέρος σε αντιρατσιστικές διαδηλώσεις.

Με τον τρίτο τόμο που κυκλοφορεί από τον Γκαλιμάρ ολοκληρώνεται ο Ηλίθιος της Οικογένειας. Πρόκειται για μια αναλυτική μελέτη πάνω στον Φλωμπέρ και την εποχή του, μια θεωρία της παθητικότητας, η φιλοσοφική του αυτοβιογραφία, αν και ο ίδιος ήθελε να θεωρηθεί μυθιστόρημα.

Το 1973 αναγκάζεται να περιστείλει κάποιες από τις δραστηριότητές του, γιατί παθαίνει αποπληξία. Αλλά αν και την ξεπερνάει αρχίζει να μην βλέπει καλά και δε μπορεί ούτε να γράψει ούτε να διαβάσει.

Το 1974 επισκέπτεται στη φυλακή τον Αντρέας Μπάααντερ της ομάδας RAF και καταγγέλλει τις συνθήκες των «λευκών κελιών», αλλά δηλώνει ότι δεν συμφωνεί με τη δράση της φράξιας.

Δηλώνει την μετοίκησή του από τον Μαρξισμό στον ελευθεριακό σοσιαλιασμό.

Το 1976 εκφράζει τη ”φρίκη του για το τραγικό τέλος” των μελών της RAF. Γράφει άρθρο για τη δολοφονία του Παζολίνι.

Το Μάρτιο του 1980 δημοσιεύει την τελευταία του συνεύντεξη: ”Η ελπίδα τώρα” και στις 13 Απριλίου πέφτει σε κώμα. Δύο μέρες αργότερα στις 9 το βράδυ πεθαίνει. Οι εφημερίδες αναγγέλλουν το θάνατό του στις πρώτες σελίδες τους. 50.000 άνθρωποι τον συνοδεύουν νεκρό στο κοιμητήρι του Μονπαρνάς,

Η τέφρα του βρίσκεται στο 31 Μπουλβάρ Εντγκάρ -Κινέ. Στην πλάκα γράφει:

«Ζαν – Πωλ Σαρτρ 1905 -1980».

Βιβλιογραφία

  1. Ζαν Πωλ Σαρτρ, οι Λέξεις, μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη, εκδόσεις Άγρα 2003.
  2. Ζ. Π. Σαρτρ, μτφρ. Μαρία Αθανασίου, εκδόσεις 70, 1971.
  3. Encyclopedie de la Pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 20ος αιώνας, μτφρ. Νίκος Νασοφίδης, Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις ΜΙΕΤ 2002, σελ.199 έως 261.
  4. Περ. Διαβάζω, τχ. 127, |25-9-85| Αφιέρωμα στον Σαρτρ, σελ. 12 έως 62.

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.