You are currently viewing Κώστας Γιαννόπουλος: Wols, ένας περιπλανώμενος ραβδοσκόπος της ύπαρξης – Α’ ΜΈΡΟΣ

Κώστας Γιαννόπουλος: Wols, ένας περιπλανώμενος ραβδοσκόπος της ύπαρξης – Α’ ΜΈΡΟΣ

«Είμαι σαν το μικρό παιδί που δε χαμογέλασε ακόμα στη μάνα του». Λάο Τσε

 

 

 

         Η περιέργεια, οι δεξιότητες, οι ασχολίες

 

 

Από μικρός ήταν περίεργος. Για να παρατηρεί, να μαθαίνει να εκτελεί. Έπρεπε να γνωρίσει πρώτα την ασχήμια για να μπορέσει  να δει και ν’ απολαύσει την ομορφιά. Αργότερα μόνο κατάλαβε πως η ομορφιά βρίσκεται στην ψυχή πριν την αντικρίσει το μάτι. «Ζωγράφισε το μυστήριο της ψυχής του και το φρικίασμά του», έλεγε η γυναίκα του. Ήταν ένας περιπλανώμενος θηρευτής πραγμάτων, καταστάσεων, μεταμορφώσεων, ουτοπιών που δεν κατάφερνε να πραγματοποιήσει – τουλάχιστον στον απόλυτο βαθμό που προσδοκούσε. Περιέπιπτε από την ένταση και την έκσταση στην δημιουργική απάθεια. Ένας φλανέρ αεικίνητος.  Ένας αυτοδίδακτος, καλλιτέχνης μέχρι μυελού οστέων, απρόσιτος αλλά συναισθηματικά ευάλωτος. Μεταπηδούσε από τον ακραίο ατομικισμό στην φορτισμένη συναισθηματικά συντροφικότητα.

 

            Ένας Γερμανός στο Παρίσι

 

Αν και αποστρεφόταν τον ναζισμό κι εγκατέλειψε την πατρίδα του και την οικογένειά του, αν κι έγραψε τα μικρά  κομψά και φιλοσοφημένα ποιήματά του ζώντας στη Γαλλία-την οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ- δεν πέρασε στην παρανομία, δεν έκανε αντίσταση ακόμα κι όταν βρέθηκε στην Ισπανία στη διάρκεια του Εμφυλίου. Τον απασχολούσε πάντα ο βιοπορισμός. Αλλά δεν είχε χαρτιά, ταυτότητα, ιθαγένεια, πατρίδα, ούτε τυπικά προσόντα, τίτλους σπουδών ούτε κανένα επάγγελμα. Κι ακόμα δεν είχε συντρόφους στη ζωή και την τέχνη του. Είχε γνωριμίες και συμπάθειες, αλλά δεν είχε δεσμούς με τους άλλους. Επικοινωνούσε περισσότερο με το Λάο Τσε παρά με τον Σαρτρ κι ας υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ τους αλλά και με τον υπαρξισμό. Ήταν ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης, ένας μποέμ, παθιασμένος αναζητητής του Απόλυτου. Θυμίζει το ήρωα του «Άγνωστου αριστουργήματος» του Μπαλζάκ, όπου ο γηραιός πλούσιος ζωγράφος Φρενχόφερ αναζητά την τελειότητα, το απόλυτο, την αιωνιότητα  και καταστρέφεται όταν ανακαλύπτει το ανέφικτο αυτού του στόχου. «Ήταν πεπεισμένος πως τίποτα δεν μπορεί να εκφράσει κανείς χωρίς ο ίδιος να καταστραφεί…», έλεγε ο Σαρτρ  γι αυτόν, «Αυτός ο πρίγκιπας – παρίας ζούσε μέρα-νύχτα τη γόνιμη αυτοκτονία του… Ήταν αιώνιος μέσα στην κάθε στιγμή. Έλεγε πάντοτε με την πρώτη τα πάντα- και ύστερα πάλι από την αρχή ξανάλεγε τα ίδια με διαφορετικό τρόπο.

‘’Καθώς τα μικρά κύματα του λιμανιού/ που πάνε κι έρχονται / χωρίς ποτέ να είναι τα ίδια’’»

Εκτός από τη Γαλλορουμάνα γυναίκα του που τον ακολουθούσε παντού, κουβαλούσε στο δισάκι του σχέδια, ακουαρέλες, βιβλία, τρόφιμα, στιχάκια κι αποφθέγματα δικά του και ξένα, πέτρες που ήθελε να μελετήσει, τη φωτογραφική μηχανή του, καθώς και μερικά σκουριασμένα πινέλα , μερικά σωληνάρια με χρώματα, αλλά παλέτα, καβαλέτο, μοντέλα δεν είχε ποτέ του. Τον ακολουθούσε ο σκύλος του ο Ριπ κι αυτός ξαπλωμένος ανάσκελα έπαιζε σ’ ένα μπάντζο Μπαχ.

 

                     Πριν γίνει ο Wols

 

O Άλφρεντ Όττο Βόλφγκανγκ Σούλτσε, γνωστός μέχρι σήμερα, με το όνομα Wols – το οποίο είναι σύνθεμα του Βόλφγκανγκ και δύο γραμμάτων από το επώνυμό του –  γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 27 Μαΐου 1913 και ανήκει στο ζώδιο των Διδύμων. Η οικογένειά του καταγόταν απ’ τη Δρέσδη. Είχε μία μεγαλύτερη αδερφή την Ελφρίντε και ένα μικρότερο αδερφό τον Χέλμουτ. Το οικογενειακό περιβάλλον όπου έζησε ήταν αυστηρό, εξαιρετικά εκλεπτυσμένο, ανοιχτό στις επιστήμες και στις τέχνες. Η οικογένειά του ήταν μία πλούσια μεγαλοαστική οικογένεια Διαμαρτυρομένων. Όταν εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Δρέσδη απ’ όπου κατάγονταν ο πατέρας του Άλφρεντ Σούλτσε, κορυφαίος κρατικός λειτουργός, διακεκριμένος νομομαθής που είχε βοηθήσει στην κατάρτιση του Συντάγματος της Βαϊμάρης το 1918, ανακηρύχτηκε το 1919, Καγκελάριος της Σαξονίας – ”βασιλιά δίχως στέμμα” τον αποκαλούσαν. Ήταν από τους πρώτους ένθερμους θαυμαστές του Πάουλ Κλέε και του Βασίλι Καντίνσκι, των οποίων τους πρώτους πίνακες αγόρασε και δώρισε στο μουσείο της Δρέσδης. Στο σπίτι τους σύχναζε όλη η αφρόκρεμα των τεχνών και των επιστημών. Ο ίδιος έπαιζε μουσική και ήταν συγγραφέας και διακοσμητής εσωτερικών χώρων. Έγραψε πολλές νομικές διατριβές και το βιβλίο ”Ελλάδα και Αμερική”, μία σύγκριση των δύο πολιτισμών.

Ο Wols από μικρός εκδήλωσε μια ιδιαίτερη κλίση σε χίλια δυο πράγματα. Αγαπούσε την εξοχή, τα ζώα στα οποία φερόταν στοργικά, τα βιβλία, τη μουσική, τη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική, τα ποτάμια, το γαλαξία. Ενδιαφερόταν ακόμα και για τη γνώμη που είχαν οι ταπεινοί άνθρωποι και θαύμαζε την κρίση τους. Αντίθετα αντιπαθούσε την κοσμική ζωή, τον θόρυβο που την ακολουθούσε και την φλυαρία των ανθρώπων. Δεν του άρεσε η παρέα των γυναικών. Ήταν δεν ήταν τεσσάρων ετών όταν πηγαίνοντας στους στάβλους έλεγε στον πατέρα του: «Να μην πάρουμε μαζί μας τις κυρίες! Τι τις χρειαζόμαστε για να μιλήσουμε με τ’ άλογα;». Του άρεσε να φαντάζεται τον πατέρα του και εκείνον πάνω στ’ άλογά τους να κουβεντιάζουν διάφορα θέματα. Ο πατέρας του, του έλυνε όλες τις απορίες και προλάβαινε όλες τις επιθυμίες του. Άρχισε να μελετά πιάνο, βιολί και αρμονία από τα τέσσερά του χρόνια. Έδιναν συναυλίες στο σπίτι τους αυτός παίζοντας βιολί και ο πατέρας του πιάνο με ακροατές σαν τον Άρνολντ Σένμπεργκ. Μεγαλώνοντας όμως φαντάστηκε με φρίκη τον εαυτό του μαυροφορεμένο να παίζει βιολί μαζί με άλλους συνομηλίκους του στην προτεσταντική εκκλησία και εγκατέλειψε το βιολί. Έντεκα χρονών εξέτρεφε σπανιότατα είδη ψαριών που συμπεριλάμβανε ο ζωολογικός κήπος της Δρέσδης στη συλλογή του. Συντηρούσε κάθε λογής ζώα και μάλιστα σε ζευγάρια: κουνέλια, ινδικά χοιρίδια, αμφίβιες σαλαμάνδρες, ενώ κάποτε απέκτησε και έναν ιπποπόταμο. Όταν διέσχιζε την πόλη είχε πάντοτε μαζί του έναν ντενεκέ μαρμελάδες, ένα καλάμι, ένα δίχτυ που είχε πλέξει μόνος του για να ψαρέψει τις καλύτερες νερόψειρες του ζωολογικού κήπου. Ο διευθυντής του, που του το είχε επιτρέψει του έλεγε πως μια μέρα θα γινόταν ο αντικαταστάτης του.

Στο Βερολίνο επισκέφτηκαν το ενυδρείο της πόλης μαζί με τη μητέρα του, η οποία κατέγραφε στο ημερολόγιό της όλες τις εκκεντρικότητες του κανακάρη της. Ήταν το αγαπημένο της παιδί. Σημείωσε, λοιπόν, σ’ αυτό, ένα πολύ περίεργο γεγονός: ο γιός της έμεινε μέρες ολόκληρες ξαπλωμένος στο πάτωμα του δωματίου παριστάνοντας τον κροκόδειλο και σερνόταν αργά από το ένα δωμάτιο στο άλλο αφήνοντας το στόμα του ορθάνοιχτο και ύστερα το έκλεινε για πολλές ώρες και δεν έβγαζε άχνα. Το μόνο που έτρωγε ήταν κοκκινογούλια. Αυτό θύμιζε έντονα όπως είπε κάποιος φίλος του, τον ήρωα του Κάφκα Γκέοργκ Σάμσα που ένα πρωί μεταμορφώθηκε σ’ ένα τεράστιο σκαθάρι.  Τη νουβέλα αυτή με τίτλο «Μεταμόρφωση» είχε γράψει ο Κάφκα τη χρονιά ακριβώς που γεννήθηκε ο Wols. Πάντως αυτή η ηθελημένη μεταμόρφωση του μικρού Wols, αλλά και του ήρωα του Κάφκα, είχε να κάνει με τη υπόγεια απέχθεια που ένιωθαν και οι δύο για τις οικογένειές τους. Ο μικρός κροκόδειλος δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, ούτε να μακροημερεύσει ως κροκόδειλος, γιατί ο πατέρας του πέθανε και ο χαμός του τον  έκανε χίλια κομμάτια. Ο ευφυής νεαρός είχε γίνει πια 16 χρονών αλλά δεν ήθελε να ακολουθήσει την προτροπή του πατέρα του να γίνει ένας εξαιρετικός νομικός. Δεν ήξερε κιόλας τί ήθελε να γίνει. Δεν πήρε καν απολυτήριο γυμνασίου, γιατί φοίτησε πιο νωρίς από ό,τι έπρεπε στο σχολείο, και έπρεπε να περιμένει έναν ολόκληρο χρόνο-πράγμα το οποίο βαριόταν θανάσιμα.

 

              Κουρελιασμένη νιότη

 

Ο Wols ήταν ένας απ’ αυτούς που ήρθε νωρίς σ’ αυτόν τον κόσμο. Όταν η μητέρα του, η οποία έζησε και μετά το θάνατό του, ματαίωσε τα σχέδιά του να πάει στην Αφρική και να μελετήσει τη μουσική των ιθαγενών, βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει απ’ το σπίτι και από τη Γερμανία και να εγκατασταθεί στο Παρίσι.

«Όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μένα, όλα όσα θα μπορούσα ή θα ήθελα να κάνω ακόμη και αυτά που κάνω τώρα – μα δε μπορούσα να κάνω αλλιώς», είπε στη μητέρα του όταν τον επισκέφτηκε στο Παρίσι το 1950. Ήξεραν και οι δυο τους πως ήταν ικανός να εκφραστεί με όλους τους δυνατούς τρόπους και η ζωή του πρόσφερε πολλές και μεγάλες δυνατότητες. Και αυτό ήταν γι’ αυτόν ένα μεγάλο βάρος που δεν μπορούσε να σηκώσει. Ίσως γι’ αυτό δε μπόρεσε ποτέ να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τη νιότη του:

«Ύστερα από μια νιότη τόσο δυστυχισμένη, τόσο κουρελιασμένη, χωρίς καμιά ομοιογένεια, βρέθηκα αντιμέτωπος με κάθε λογής προβλήματα, μέσα στην πιο μεγάλη σύγχυση. Ποτέ δεν κατάλαβα τι γινόταν μέσα μου και τι στον περίγυρό μου, παρόλες  μου τις προσπάθειες και το χάρισμα της παρατηρητικότητας που διαθέτω».

                      Το ξεκίνημα

 

Είναι φανερό πως αυτός ο λαμπρός νέος που σκορπούσε γύρω του το φως της ιδιοφυίας του, με τα τόσα ταλέντα, τις τόσες δεξιότητες κόντευε να βαλτώσει και να μη διαλέξει τίποτα να κάνει στη ζωή του. Τελικά διάλεξε τη φωτογραφία. Ήταν μια αρχή και όπως έδειξε η εξαιρετική ποιότητα των φωτογραφιών του – μια εξαιρετική αρχή.

Πέρασε τρεις όλους κι όλους μήνες στο Bauhaus, που ήταν αρκετοί για να καταλάβει ο δάσκαλός του Μοχόλυ Νάγκυ πως δεν είχε να του προσφέρει τίποτα το περίφημο αυτό σχολείο εφαρμοσμένων τεχνών. Αυτός ήταν ήδη πριν καν έρθει σ’ αυτό ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Τον φόρτωσε, λοιπόν, με ένα σωρό συστατικές επιστολές για τους Αρπ, Μιρό, Λεζέ και τον αποχαιρέτισε. Ο Νάγκυ είχε διακρίνει σ’ αυτόν ένα πολύ προσωπικό ζωγραφικό ταλέντο. Η ζωγραφική για τον Wols θα γίνει  σταθερό και μόνιμο πεδίο γόνιμης αναζήτησης πριν αρχίσει να την υπηρετεί με αφοσίωση. Κρατήθηκε μακριά από κινήματα κι ομάδες. Αν και του πήγαινε ο σουρεαλισμός ήταν ήδη γερασμένος όταν αυτός δεν είχε συμπληρώσει ούτε τα είκοσί του χρόνια ακόμη.

Φτάνει στο Παρίσι, χωρίς να μιλά καθόλου γαλλικά, την ημέρα της πτώσης της Βαστίλης, 14 Ιουλίου του 1932, σχεδόν ένα εξάμηνο πριν ανέβει ο Χίτλερ στην εξουσία. Κατέλυσε στον έκτο όροφο του ξενοδοχείου Medical Hotel. Στην ταράτσα του είχε όργανα γυμναστικής με τα οποία αθλούνταν, ενώ υπήρχε και μια πισίνα όπου κολυμπούσε. Ζούσε με το επίδομα που του έστελνε η μητέρα του.

Έπεσε, όπως και πολλοί άλλοι θύμα της θυρωρού, που τον έκοψε σαν πολύ μποέμ, πολύ ελεύθερο και τον κατήγγειλε σαν ύποπτο για  χρήση ναρκωτικών  ή κατασκοπίας. Την κατηγορία αυτή θ’ ακολουθήσουν κι άλλες παρόμοιες αργότερα που θα τον ταλαιπωρήσουν. Η γυναίκα του θα πει πως βρήκαν να φορτώσουν αναληθείς κι εξωφρενικές κατηγορίες στον πιο αθώο άνθρωπο του κόσμου.

Ο Wols δεν έφυγε για πολιτικούς λόγους από τη Γερμανία, ωστόσο για πολιτικούς λόγους δεν ήθελε να επιστρέψει σ’ αυτήν.

Πήγε στην Ισπανία όπου τον καταζητούσε η γερμανική πολιτική Αστυνομία γιατί είχε χαρακτηριστεί πολιτικός φυγάς. Η Αστυνομία χώριζε σε διάφορες κατηγορίες τους εκπατρισμένους: εγκληματικά στοιχεία απόδημους χωρίς ιθαγένεια, μαρξιστές, Εβραίους, τρομοκρατημένους από την προπαγάνδα του προηγούμενου καθεστώτος, αλλά αυτούς τους ήθελαν πίσω, αν εννοείται, ήταν διατεθειμένοι να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς.

Το 1937 του έγινε πρόταση από τη γερμανική πρεσβεία στη Βαρκελώνη να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά φυσικά αρνήθηκε.

                 Η γνωριμία  με τη γυναίκα του

 

 

Παρά τις πιέσεις, την καχυποψία των κάθε λογής ρουφιάνων και καταδοτών- αυτή ήταν άλλωστε η ζωή του εξόριστου που παρέμενε πάντα ξένος-  o Wols συνέχιζε ακούραστα να φωτογραφίζει, να σχεδιάζει, να ζωγραφίζει, να σημειώνει τις σκέψεις του ή τις σκέψεις των άλλων. Δεν προσπαθεί όμως να πουλήσει παρά μόνο τις φωτογραφίες του που είχαν ανώδυνα θέματα κι έβρισκαν εύκολα αγοραστές.  Το 1937 έκανε μια έκθεση φωτογραφίας αλλά δεν είχε καμιά απήχηση.

Στο μεταξύ είχε γνωρίσει τη μετέπειτα σύζυγό του, την Grety, πρώην σύζυγο του ντανταϊστή Ζακ Μπαρόν, με την οποία δημιούργησε μια σχέση κατανόησης αγάπης, αποδοχής και θαυμασμού, η οποία δούλευε στον οίκο μόδας Lanvin ως μοντελίστ. Τον είχε αποδεχτεί με τα ελαττώματα και τις ιδιορρυθμίες του και είχε αναγνωρίσει την αξία του.

Ταξιδεύει στη Γερμανία για να εισπράξει το μερτικό του από την οικογενειακή περιουσία. Λίγο αργότερα μαθαίνει πως απαγορεύεται στη μητέρα του  να του στέλνει το επίδομα των πενήντα φράγκων, που αποτελούσε τη μοναδική του πηγή εισοδήματος.

Έχει γνωριστεί με τον Τζαρά, τον Μπρετόν, τον Τζακομέτι, τον γλύπτη Αλεξάντερ Κάλντερ, με τον οποίο διατηρεί φιλική σχέση κι όταν αρχίσει να δίνει μαθήματα γερμανικών γίνεται πιθανόν μαθητής του.

 

«Οι λέξεις είναι χαμαιλέοντες

Η μουσική έχει το δικαίωμα να είναι αφηρημένη

η πείρα πως όλα είναι ανεξήγητα οδηγεί στο όνειρο».

 

 

[η συνέχεια το επόμενο Σάββατο]

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.