Το μοντάζ του Δημήτρη Ινδαρέ
Αν η σύνθεση ενός μυθιστορήματος εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το μοντάζ και τη χρονική αναδιάταξη των γεγονότων, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές έχει κάνει ένα υβριδικό μυθιστόρημα εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Όταν στα χέρια του περιήλθαν παλιά έγγραφα και συμβόλαια, χειρόγραφα και οικογενειακά στοιχεία φυλαγμένα στα συρτάρια του πατέρα του κι άρχισε να τα ψαχουλεύει, βρέθηκε μπροστά σ’ έναν θησαυρό. Πληροφορίες που ποτέ δεν είχε ακούσει να συζητιούνται στην οικογένεια . Ξεκίνησε λοιπόν την έρευνα, γύρισε προς τα πίσω και έφτασε ως τα χρόνια πριν την επανάσταση. Τα χρόνια εκείνα, μια πανέμορφη γυναίκα του σογιού, με το όνομα Ελένη ή Λενάκι, κόρη προύχοντα απ’ το Λιβάρτζι, αγάπησε έναν περιώνυμο Τουρκαλβανό τον Ελμάζ-αγά τής Μοστενίτσας και κλέφτηκε μαζί του. Ο πατέρας της την κυνήγησε, η μάνα της την καταράστηκε και το Λενάκι ξεσόϊσε . Όμως ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος στα γύρω χωριά που η ιστορία αυτή έγινε δημοτικό τραγούδι και μάλιστα με κάμποσες παραλλαγές.
Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο που ο συγγραφέας ψάχνει τις ρίζες του; Ναι, αλλά όχι μόνο. Παράλληλα με την εξιστόρηση ενός οικογενειακού δράματος ο Δημήτρης Ινδαρές έχει γράψει ένα πολυσήμαντο ιστόρημα. Που ο χρόνος των γεγονότων κρατάει κάποιες δεκαετίες πριν το 1821 και μερικές δεκαετίες μετά. Ο συγγραφέας προχωράει την ιστόρηση, αποκαλύπτοντας σαν σε αστυνομικό μυθιστόρημα όσα πρέπει να ειπωθούν για να προκαλέσουν την αγωνία, την περιέργεια , το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Και, βεβαίως, με έναν τρόπο που ζωντανεύει χώρους και πρόσωπα. Τα ζωγραφίζει γλωσσικά παραθέτοντας αποσπάσματα περιηγητών τής εποχής. Χτίζει την αφήγησή του πάνω σε κάθε λέξη , σε κάθε στίχο ή φραστικό σύνολο τού δημοτικού τραγουδιού που διέσωσε στη μνήμη των μεταγενέστερων τα δραματικά γεγονότα της ηρωίδας του. Παραθέτει ιστορικές πηγές , κείμενα περιηγητών, στοιχεία μυθολογίας καταγωγικά των αντιλήψεων και ηθών που διασώζονται στην ύπαιθρο χώρα , πίνακες ζωγραφικής.
Όλα αυτά απολύτως συνδεδεμένα με το θέμα που ερευνά , την ερωτική ιστορία του Ελμάζ αγά με το Λενάκι, αφορμώμενος πάντα από την ερμηνεία των στίχων του τραγουδιού. Το περιεχόμενο των οποίων διασταυρώνει με ιστορικά στοιχεία, για να στηρίξει την έρευνά του. Μ’ αυτά και μ’ αυτά πλαισιώνει την δική του αφήγηση ο Δημήτρης Ινδαρές. Με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να βρίσκεται μπροστά σε ένα υβριδικό κείμενο .
Έχει κάνει τόσο εξονυχιστική έρευνα ο συγγραφέας που τα στοιχεία του θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως προχωρημένο υλικό για διδακτορική διατριβή με θέμα την ανάπλαση προσώπων μιας ιστορικής εποχής.
Το αφηγηματικό υλικό χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια των 3-4 σελίδων καλύπτει, χωρίς εξαντλητικές λεπτομέρειες, κάθε δυνατή πτυχή που αφορά το θέμα. Με αφορμή την ιστορία και τις παραλλαγές τού δημοτικού τραγουδιού, ο συγγραφέας βγαίνει απ’ το συγκεκριμένο χώρο – το Λιβάρτζι των Καλαβρύτων , τόπο καταγωγής της οικογένειας – , και αναφέρεται στην Πάτρα και την Αχαΐα, στη Θεσσαλία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βουλγαρία κι ως τη Μελβούρνη, όπου δηλαδή διασκορπίστηκαν οι ρίζες της οικογένειας.
Συγχρόνως παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής ως λειτουργικό πλαίσιο απολύτως συνδεδεμένο με τη δράση των δύο πρωταγωνιστών. Η εξέλιξη ενός ‘παράδοξου’ δεσμού και τα παρεπόμενά του, εντάσσονται στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον γύρω απ’ το 1821 και μετά, και γι’ αυτό ένα οικογενειακό γεγονός αποκτά αίφνης γενικότερο ενδιαφέρον. Όλα τα μέρη και οι πληροφορίες σαν κομμάτια παζλ, μαζί με την πλούσια εικονογράφηση απ’ τη Λυδία Βενιέρη, ανιχνεύουν μια ιστορία και ανασυνθέτουν μια εποχή. (Ο δε υπομνηματισμός για όποιον θέλει περισσότερες λεπτομέρειες ιστορικές, πραγματολογικές, μυθολογικές ή πηγές όπου χρειάζεται, βρίσκεται στο κάτω μέρος της σελίδας με βιβλιογραφικές παραπομπές) .
Τελικά δεν διαβάζεις την οικογενειακή ιστορία αλλά την ιστορία ενός τόπου . Μια τεράστια τοιχογραφία εποχής , πχ, «[..] Κι αν η φιλοξενία πλεόναζε ώστε να προσφέρεται δωρεάν, τουλάχιστον τον καιρό της ηγεμονίας τού πατέρα, κι αν αυτή περιελάμβανε και μουσική, ίσως γι’ αυτό ο Λιμάζης παρουσιάζεται να κορτάρει την Ελένη με τον ταμπουρά. Όταν η πραγματικότητα συμπίπτει με το στερεότυπο τού έρωτα ως μελωδικού πλανευτή, είναι εντυπωσιακό πώς ένα ακόμα πραγματικό στοιχείο δουλεύει οργανικά στην κατεύθυνση της μυθοποίησης[..] » ( σελ. 103 )
Είναι τόσο γερά δεμένα τα οικογενειακά συμβάντα με τα ιστορικά γεγονότα που μπορείς να πεις μετά βεβαιότητας ότι ο συγγραφέας έχει κάνει ένα βιβλίο για τα χρόνια της επανάστασης μπρος πίσω ( 1780- 1845 ). Βέβαια η οικογένεια Ινδαρέ είναι γνωστή και έχει μέλη της που πρόσφεραν στον αγώνα.
Ο γλαφυρός λόγος τού συγγραφέα αναπλάθει μια εποχή όπως θα γινόταν σε μια μυθοπλασία πχ « [..] Γνωρίζοντας λίγο τη μορφολογία των ακτών δεν θέλει και πολύ να φανταστεί κανείς το πλοίο που τους μετέφερε* στο σκοτάδι μιας ασέληνης νύχτας στη νότια πλευρά τής λιμνοθάλασσας, κάπου κοντά στα Λεχαινά. [..]» ( σ. 114) .
Ιδιαίτερα, στην ανάλυση που κάνει στο δημοτικό τραγούδι ( σελ 40-41 και 43 ) χρησιμοποιεί – κι αυτό είναι αξιοσημείωτο – γλώσσα ποιητική και διατηρεί την ευαίσθητη ματιά του καλλιτέχνη. Για παράδειγμα, «Η παραλλαγή αυτή φαίνεται δουλεμένη μ’ έναν τρόπο που την κάνει ιδιαίτερα χαριτωμένη. Τα παιχνίδια με τον χρόνο (εψές/τώρα) και τα πρόσωπα (ερωτών/ γαμπρός/ Ελμάζ και Ελένη/ νύφη/όμορφο κορίτσι» (σ.43). Και δεν είναι παράδοξη η ποιητική αυτή ματιά του Ινδαρέ ∙ (κάπου στη βιβλιοθήκη μου πρέπει να διασώζεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, κι αν ψάξω θα την βρω).
Κοντολογίς, το κριτήριο τής επιτυχίας του βιβλίου «Λενάκι» είναι ότι στις 187 σελίδες του σχηματίζονται μορφές, τόποι στους οποίους εντάσσονται τα πρόσωπα , εποχές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ολόκληρες ιστορικές περίοδοι που μένουν στο μυαλό τού αναγνώστη. Ο οποίος αποκτά , θα έλεγα, διευρυμένη συνείδηση τού ιστορικού παρελθόντος.
Τέλος, ο συγγραφέας με το βιβλίο αυτό μοιάζει σάμπως να σβήνει την κατάρα τής μάνας πάνω στην ατίθαση κόρη και να λύνει έναν παλιό αφορεσμό που απ’ τα χρόνια εκείνα δεν είχε αρθεί ποτέ. Ο Δημήτρης Ινδαρές – φερώνυμος του αγωνιστή της επανάστασης Δημητράκη Ινταρέ και απ’ τους νεότερους απογόνους του- δίνει ένα τέλος στα μίση , στο διχασμό των οικογενειών, τις συσσωρευμένες έχθρες γενιών και γενιών. Κι αυτή είναι η προσωπική του κατάθεση. (Ή μήπως πρόκειται για μια ευρύτερη ‘συμβολή’ ενός δημιουργού, απ’ αφορμή τα πολυτάραχα 200 χρόνια της εθνικής μας ανεξαρτησίας 😉 .
* Το πλοίο μεταφέρει τον Κολοκοτρώνη και έναν ελάχιστο αριθμό παλικαριών από τη Ζάκυνθο στην Πελοπόννησο, προς υποστήριξη του Αλή-Φαρμάκη.