Όταν λέει κάποιος ότι ένα μυθιστόρημα είναι εξαιρετικό, θαυμάσιο κτλ. (ή και το αντίθετο) καλό είναι να εξετάζουμε πρώτα ποιος το λέει και σε κάθε περίπτωση να είμαστε επιφυλακτικοί. Μπορεί ο άνθρωπος να είναι βαλτός, κοινώς ‘’παπαγαλάκι ‘’. Μπορεί να έχει λόγους να διαφημίσει ή να δυσφημίσει το συγκεκριμένο έργο και το συγγραφέα του. Μπορεί επίσης να άρεσε πραγματικά το έργο σ΄ αυτόν, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι θα αρέσει εξίσου και σε κάποιον άλλο. Μπορεί να αρέσει και στον άλλο εξίσου, μπορεί όμως και να του αρέσει λιγότερο, να μη του αρέσει καθόλου ή να τον αφήσει αδιάφορο. Εξετάζοντας λοιπόν ‘’ποιος το λέει’’ λαμβάνουμε υπόψη το ήθος, την παιδεία, την κρίση, τη γνώση, την αναγνωστική εμπειρία και την ευαισθησία του ομιλούντος αναζητώντας εγγυήσεις εγκυρότητας σε μια εποχή ‘’λογοτεχνικού’’ πληθωρισμού, όπου η υπεύθυνη και συστηματική κριτική λειτουργία έχει σχεδόν εκλείψει και η πληροφόρηση του κοινού γίνεται με άμεσες ή γκρίζες διαφημίσεις σε μια αυτορρυθμιζόμενη αγορά.
Ένα έργο, ένα μυθιστόρημα εν προκειμένω, είναι δυνατό να αρέσει σε ένα άτομο ή σε ένα κοινό, επειδή οι αναγνώστες βρίσκουν κοινά ‘’αποθέματα’’ (συναισθηματικά, ιδεολογικά, εμπειριών, προτιμήσεων, παιδείας, λογοτεχνικότητας) με το συγκεκριμένο έργο, ενώ αντίθετα το ίδιο έργο μπορεί να απωθεί αναγνώστες με άλλου είδους αποθέματα. Επίσης υπάρχουν έργα που δεν αρέσουν επειδή ξεπερνούν τον αναγνώστη τους, ο οποίος τα απορρίπτει χαρακτηρίζοντάς τα βαριά, ‘’κουλτουριάρικα’’, ψυχοπλακωτικά, δυσνόητα ή ακατανόητα και κατά τρόπο ανάλογο υπάρχουν άλλα έργα που ο αναγνώστης τους τα ξεπερνάει και τα βρίσκει απλοϊκά, αφελή, φτηνά, ελαφρά, κατώτερα από το δικό του επίπεδο.
Επομένως η πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου είναι κατά βάση υποκειμενική (ενός αναγνώστη) ή διϋποκειμενική (ενός αναγνωστικού κοινού) υπόθεση, που εξαρτάται από το επίπεδο και την ποιότητα του έργου σε συνάρτηση με το επίπεδο και την ποιότητα του αναγνώστη ή του αναγνωστικού κοινού. Τα μεγάλα έργα θέλουν και μεγάλους αναγνώστες. Εξυπακούεται λοιπόν α) ότι κάθε έργο αναζητεί τους οικείους, τους δικούς του δηλαδή, αναγνώστες, το δικό του άγνωστο αναγνωστικό κοινό, αυτό με το οποίο θα επικοινωνήσει καλύτερα και β) ότι ένα έργο υψηλών απαιτήσεων και προσδοκιών βρίσκει λιγότερους αναγνώστες, ενώ ένα εύκολο έργο, περιορισμένων απαιτήσεων, βρίσκει περισσότερους. Η εξίσωση επομένως εύκολο = ευανάγνωστο = ευπώλητο είναι κατά κανόνα πραγματική, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στον κάθε ‘’πικραμένο’’ να ισχυριστεί ότι το δικό του έργο δεν αναγνωρίζεται και δεν ‘’πουλάει’’ επειδή είναι δήθεν ποιοτικό και υψηλού επιπέδου, χωρίς πάντως να αποκλείεται και αυτό το ενδεχόμενο, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν με σημαντικά έργα, πρώιμα ίσως για την εποχή τους. Άλλοτε πάλι το έργο μπορεί να είναι πρώιμο για την ηλικία ή για το επίπεδο παιδείας του αναγνώστη. Αν ο ίδιος αναγνώστης διαβάσει το ίδιο έργο σε άλλη φάση ηλικίας, εμπειρίας και παιδείας του, θα ανακαλύψει ίσως πως είναι ένα άλλο βιβλίο. Η πρόσληψη λοιπόν είναι σύνθετη και πολύπλοκη υπόθεση.
Να σημειώσουμε, τέλος, ότι υπάρχουν και κάποια έργα, που είναι ίσως και τα καλύτερα, τα οποία διαθέτουν πολλά επίπεδα, πολλούς ορόφους, πολλά δωμάτια επιτρέποντας στον κάθε αναγνώστη να κινηθεί στο χώρο που μπορεί να φτάσει, να ανεβαίνει επίπεδα, να περνάει σε μισοφωτισμένα υπόγεια και αποθήκες, να ανακαλύπτει αυτά που ανταποκρίνονται στις δικές του ψυχοπνευματικές δυνατότητες. Συνήθως το πρώτο επίπεδο, το ισόγειο, είναι προσιτό σε όλους και περιλαμβάνει το story, την υπόθεση και τη δράση. Από κει και πέρα όμως το δυνατό έργο είναι αυτό που δίνει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να παίρνουν αυτό που ο καθένας μπορεί να πάρει. Τέτοιο έργο είναι κατά τον Πλούταρχο ο Όμηρος, που περιέχει τα πάντα και δίνει στον καθένα ‘’όσον έκαστος δύναται λαβείν’’.