Όταν έλαβα και διάβασα τη βραβευμένη (‘’ΚΟΥΡΟΣ ΕΥΡΩΠΟΥ’’) ποιητική συλλογή Άλογα στο στήθος της Μαρίας Δ. Σφήκα στην άψογη έκδοση με το πανέμορφο εξώφυλλο των ΑΩ Εκδόσεων, παράξενα μου φάνηκαν τα ποιήματα σε πρώτη ματιά και κάπως μονότονα, μονόχορδα. Επειδή το όνομα κάτι μου θύμιζε, κατέβηκα στο υπόγειο και (ω, του θαύματος!) παρά την ακαταστασία βρήκα τις δυο προηγούμενες – πολύ προηγούμενες – συλλογές της: Ο υποκειμενικός κήπος (2006) και Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς (2011) και οι δυο στις Εκδόσεις Οιωνός της Λαμίας, τον τόπο καταγωγής της ποιήτριας. Άλλη μια Τατιάνα στην επαρχία λοιπόν, άγνωστη βέβαια, πώς αλλιώς;
Δεν παραμέρισε
δεν έκανε στην άκρη:
τον προσπέρασαν
χίλια ζευγάρια μπότες,
κάποιες με τακούνια.
Δεδομένου ότι οι πρώτες συλλογές της ποιήτριας δεν ήταν και τόσο νεανικές, η πρώτη διαπίστωση, ότι δηλαδή η ποιήτρια συνεχίζει και στην ωριμότητά της, επιβεβαιώνει την αφοσίωσή της, ενώ η σχετικά βραδεία εμφάνιση έργου, δείχνει ότι η ποιήτρια δε βιάζεται, δεν άγχεται να φτάσει κάπου γνωστοποιώντας συχνά την παρουσία της. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν. Και ξέρει προπαντός να περιμένει, να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να δέσει ο καρπός
και οι λέξεις
που ωριμάζουν
μέσα στη σιωπή.
Αφοσίωση, υπομονή, αυτοκριτική, αυτογνωσία και ασφαλώς μια καθαρή όσο και υψηλή αντίληψη για την ποιητική λειτουργία, αρετές όχι και τόσο συνηθισμένες, είδη εν ανεπαρκεία σχεδόν στην εποχή μας και προστατευόμενα.
Διαβάζοντας κατόπι συγκριτικά τις συλλογές, για να δω την ποιητική εξέλιξη, διαπίστωσα – όχι χωρίς έκπληξη – ότι η εξέλιξη είναι κυρίως εσωτερική. Δεν εμφανίζει κάτι καινούριο, κάτι αλλιώτικο, κάτι αλλιώς, κατά τις επιταγές του συρμού ή τις συνταγές της εσπερίας. Είναι σαφώς το ίδιο πρόσωπο (υπάρχει λοιπόν πρόσωπο, προσωπική ματιά και φωνή, υπάρχει το κέντρο και το Εν ου εστί χρεία), εξακολουθεί να καλλιεργεί συστηματικά τον υποκειμενικό κήπο της, κινείται στο ιδιωτικό χώρο της, ένδον σκάβοντας, αφαιρώντας, καθαρίζοντας και προσπαθώντας να δώσει φως και χρώμα στη μαύρη τρύπα, όπου
Επικρατεί μια γενική
αναισθησία,
σαφώς προεγχειριτική.
(Κάποια στιγμή
θ’ αποφασίσει το μαχαίρι
πόσο βαθιά
χρειάζεται να μπει.)
Η τεχνική της, μένοντας κατά βάση ίδια, σταθεροποιείται τώρα, σχεδόν τυποποιείται, έχει τη γνώση και τη σιγουριά του μάστορα: δουλεύει το στενό μονόστιχο, δίστιχο ή τρίστιχο και προπαντός τα διάστιχα – πολλά διάστιχα, για την ανάσα, ίσως και για τον καλπασμό των αλόγων ή για τον ‘’κόμπο στο λαιμό’’. Επίσης η έμπνευση έχει τώρα σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια, άρα και ο λόγος απαιτεί μεγαλύτερη επεξεργασία και ανάπτυξη για να μπορέσει να την αποδώσει με όση επάρκεια και ευκρίνεια επιτρέπει τελικά στο ποιητικό γεγονός η αφαίρεση. Αλλά καθώς η εκδίπλωση απλώνεται, το ποιητικό γεγονός διασπάται σε ενότητες – εκδοχές καλβικού τύπου, θα έλεγα. Πιο ορατό παράδειγμα θεματικού επιμερισμού αποτελεί το συνθετικό ποίημα ‘’Αληθινή ζωή’’- μια τηλεοπτική μεταφορά ή σεναριακή προσομοίωση, με όλους τους συντελεστές, τους θεατές, ακόμα και τις διαφημίσεις (αλλά όχι το έργο). Το αίσθημα, τέλος, είναι ελεγχόμενο και υποταγμένο στο λόγο τον οποίο διαποτίζει διακριτικά χωρίς να τον εκθέτει αλλά και χωρίς να τον αφήνει ασυγκίνητο, αν η ποίηση είναι γλώσσα φορτισμένη με νόημα και συγκίνηση, κατά Πάουντ. Ποιητική σκέψη ή σκεπτόμενη ποίηση λοιπόν, σε μετρημένη δοσολογία.
Πρόκειται για μια ρέουσα ομιλητική διαδρομή, μια ωδή αναβαθμών που συνδέει τεχνηέντως τα τρέχοντα και τα δρώμενα με τα υπαρξιακά ενδότερα, όθεν και η πραγματική αφετηρία, αναμειγνύοντας ορατά και αόρατα σε συμπαγή ποιητικά σώματα με εσωτερική αλληλουχία και συνοχή. Το θέμα ούτως ή άλλως είναι το ποίημα. Το κάτω και το άνω, το έξω και το μέσα, το νυν και το αιέν, τα φυσικά και τα μεταφυσικά αλληλοδιαπλέκονται και συνομιλούν καταγράφοντας, ζωγραφίζοντας και σχολιάζοντας εικόνες – πλάνα μιας πολύεδρης και ρευστής πραγματικότητας. Ανάμεσά τους, ανάμεσα στην εικόνα και στο σχόλιο, κυλάει ενσωματωμένη, χωρίς να διακρίνεται δηλαδή αλλά και χωρίς να κρύβεται, η διάσταση του ποιητικού εγώ (και της ποίησης βέβαια) με τα πραγματικά, η αντίσταση, η απορία, η άρνηση, η ναυτία, η πίκρα, όλα τα άλογα που χλιμιντρίζουν και καλπάζουν στο στήθος θέλω να πω, ραντισμένα συχνά με ήπιες δόσεις καημού, σαρκασμού και χιούμορ, πάντα σε μια στρωτή, χωρίς ακκισμούς, γλώσσα και πάντα σε χαμηλή φωνή.
Μακάριοι οι τουρίστες:
δεν τους νοιάζει.
Μια γλώσσα αρθρώνω δύσκολη,
γεμάτη
θραύσματα αρχαία,
βότσαλα, κοχύλια,
ματώνει μου η μνήμη και το στόμα.
Λίγο ή πολύ περνούν από τη συλλογή ατόφια κομμάτια της ζωής, του τόπου και του καιρού δείχνοντας ότι η Μαρία Σφήκα έχει δική της ματιά και φωνή, βλέπει και λέει κάτι εκ βαθέων, κάτι αληθινό, που αξίζει να το ακούσουμε. Δεν είναι και τόσο εύκολο, γι’ αυτό όχι βιαστικά παρακαλώ, όχι γρήγορα, όχι με την πρώτη.