Όταν μου έστειλε η Τασούλα Καραγεωργίου τη νέα της ποιητική συλλογή, αφού διάβασα και ξαναδιάβασα τα ποιήματα, τα οποία μου άρεσαν βέβαια, ετοιμαζόμουν να της στείλω ένα σημείωμα στο οποίο έγραφα τα εξής: Αν ήταν να μιλήσω για την Πήλινη Χορεύτρια, εκτός από τη χάρη του χορού της, θα έλεγα για τα κρυμμένα πόδια της στη μακριά της φούστα, για των απλωμένων της χεριών την άδεια αγκαλιά και οπωσδήποτε θα χρησιμοποιούσα λέξεις όπως ‘’βουστροφηδόν’’, ‘’παλίμψηστο’’ ‘’απόκρυφα ποιήματα και ξόρκια μαγικά’’, ‘’ηδύπικρα’’ παιδιά της χαρμολύπης αλλά και φιλολόγου βέβαια πατρός, πάνυ λογιωτάτου (έτσι με διπλό υπερθετικό).
Πριν όμως αποστείλω το μήνυμα, η ποιήτρια μου ζήτησε όντως να μιλήσω για την Πήλινη Χορεύτρια σ’ αυτήν εδώ τη συνάντηση (Σπίτι της Κύπρου,10/12/19). Θα προσπαθήσω λοιπόν να αναπτύξω και να τεκμηριώσω αυτές τις εντυπώσεις. Εισαγωγικά όμως θα ήθελα να πω δυο λόγια για το φιλολογικό μικρόβιο, που το ξέρουμε καλά εμείς οι φιλόλογοι. Το φιλολογικό μικρόβιο προσβάλλει βέβαια και άλλους ποιητές, κυρίως όμως πλήττει τους ποιητές φιλολόγους. Δε συμβαίνει δηλαδή το ίδιο με το νομικό, το γιατρό ή τον τραπεζικό ποιητή. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει τις σπουδές του, που δεν παρεμβαίνουν όμως στην ποίησή του, εκτός κι αν ο ίδιος ο ποιητής καλέσει και προσκαλέσει το φιλολογικό ιό, σε μια μυθολογική ή ιστορική εκδοχή, για να δώσει ένα παράδειγμα, ένα σύμβολο ή μια σκηνογραφία. Οιδίπους, Οδυσσέας, Σίσυφος, Ορέστης, Τειρεσίας, Ελπήνωρ, Αφροδίτη, Ελένη, Κίρκη, Αντιγόνη κτλ. Στο φιλόλογο ποιητή όμως, τον Έλληνα εννοώ, τα φιλολογικά αποθέματα έχουν εισχωρήσει στο ποιητικό DNA του, έχουν διαμορφώσει το ψυχικό του υπόστρωμα και επηρεάζουν καθοριστικά την ποιητική σύλληψη και την εκτέλεση.
Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με την Τ.Κ., που είναι αφοσιωμένη ποιήτρια και αφοσιωμένη φιλόλογος και επιπλέον – τρίτο αυτό – συνειδητή εκπαιδευτικός, όπου η αίθουσα της ποίησης (χρησιμοποιώ τον τίτλο ενός βιβλίου της με δοκίμια) γίνεται θεατρικός χώρος, τα ποιήματα γράφονται πρώτα στα μέτωπα των παιδιών, ποίηση, φιλολογία και παιδεία συλλειτουργούν. Αυτό το ενιαίο τρίπτυχο είναι βασικό γνώρισμα στην ποίηση της Τ.Κ., με σαφή δήλωση και της ίδιας στην πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή της (1986), που έχει τίτλο Fragmentum αριθμός 53 και παρένθετο επεξηγηματικό υπότιτλο ‘’ήτοι λόγος ποιητικός περί παιδείας’’. Το διακριτικό γνώρισμα της βαθιάς φιλολογικής παιδείας συνοδεύει βέβαια και τις επόμενες συλλογές της συνιστώντας το δικό της ποιητικό πρόσωπο.
Μιλώντας για φιλολογία και για φιλολόγους θα ήθελα να σημειώσω επίσης ότι η σχετικά πρόσφατη διάκριση ανάμεσα σε κλασικούς φιλολόγους και σε νεοελληνιστές μπορεί να εξυπηρετεί επιστημονικούς σκοπούς ή και σκοπιμότητες, στην πραγματικότητα όμως η ελληνική φιλολογική ιδιότητα νομίζω πως είναι μία και αδιαίρετη, όπως μία και αδιαίρετη και συνεχώς εξελισσόμενη είναι και η ελληνική γλώσσα στη συνείδηση του Έλληνα φιλολόγου που δεν έχει παρωπίδες. Για τον Έλληνα φιλόλογο, με τη στενή αλλά και με την ευρύτερη έννοια της λέξης, η συνομιλία με τους αρχαίους είναι σχεδόν φυσιολογική λειτουργία, όπως η αναπνοή, και ασκείται με την ανασκαπτική και μεταγραφική διεργασία που γίνεται είτε σε κάθε λέξη είτε σε κείμενα μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τις μεγαλύτερες και σπουδαιότερες μεταφραστικές εργασίες από τα αρχαία στα νέα ελληνικά τις πραγματοποίησαν μεγάλοι δημοτικιστές, όπως ο Πάλλης, ο Εφταλιώτης , ο Γρυπάρης, ο Σταύρου, ενώ οι καλύτεροι σύγχρονοι Έλληνες φιλόλογοι είναι εξίσου κλασσικοί και νεοελληνιστές, πιστοποιώντας τη γλωσσική καταγωγή και τη συνέχεια αλλά και την ολιστική θέαση της ελληνικής φιλολογίας.
Η Τ.Κ. ανήκει σ’ αυτήν ακριβώς τη χορεία. Συνομίλησε και συνομιλεί ως λυρική ποιήτρια με αρχαίους λυρικούς ποιητές και κυρίως ποιήτριες (τη Σαπφώ, την Ήριννα), με τα Επιτύμβια της Παλατινής και μέσα από τα σπαράγματα του έργου τους, αφουγκράστηκε το σπάραγμα της καρδιάς τους. Η εσωτερική και ουσιαστική συνομιλία της, έδωσε πολλές μεταγραφικές αποτυπώσεις, που συνεχίζονται στην Πήλινη Χορεύτρια, όχι μόνο ως ψυχικός απόηχος αλλά και ως σταθερή διάθεση να μη διακοπεί ποτέ αυτή η συνομιλία και να μείνει ζωντανός ο λεκτικός κόσμος. H T.K. στην Πήλινη Χορεύτρια συγχορεύει με αρχαίους και νέους Έλληνες ποιητές από τον Αρχίλοχο και τη Σαπφώ, το Σοφοκλή και το Μελέαγρο ως το Σολωμό και τον Κάλβο, τον Καβάφη, το Σαχτούρη, το Στεργιόπουλο, τον Πατρίκιο, τη Δημουλά κ.α., και όχι μόνο με ποιητές αλλά και με τον αρχαίο αγγειογράφο που και με τον ποιητή και ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο. Αυτά ως απλή αναφορά στα φιλολογικά αποθέματα της ποιήτριας και της συλλογής.
Μια άλλη παρατήρηση για τη συλλογή και για την ποιήτρια είναι η ολιγογραφία της η οποία είναι συνειδητή επιλογή και οφείλεται, νομίζω, στην πολλή σολωμική τροφή που έχει καταναλώσει και που την αναγκάζει σε μεγάλη βάσανο του στίχου και του μυαλού της, σε αυστηρή αυτοκριτική και δύσκολη ικανοποίηση, χωρίς η ποιητική της σιγουριά να την παρασύρει σε ευκολίες. Λίγα ποιήματα λοιπόν κι αυτά ολιγόστιχα. Η προηγούμενη μάλιστα συλλογή της (2014) περιείχε ποιήματα μονόστιχα σαν σολωμικές αστραπές, μια συλλογή που είχε το χαρακτηριστικό τίτλο – ερώτημα ‘’Τι γίναν οι μαστόροι;’’. Δεν ξέρω τι χρειάζονται και τι θα μπορούσαν να κάνουν οι μαστόροι (…κάτι άχρηστο ίσως/ όπως μοιάζει εν γένει η ποίηση…) στη βιαστική και βιομηχανοποιημένη εποχή μας, όπου όλα είναι ετοιματζίδικα, πριν από μας για μας, άφθονα και έτοιμα για κατανάλωση. Η Τ.Κ. πάντως ανήκει στους λίγους μαστόρους της ποιητικής τέχνης, όσοι έχουν απομείνει να λαξεύουν τις λέξεις. Τα ολίγα και ολιγόστιχα ποιήματά της έχουν πύκνωση και αφαίρεση υψηλής ποιητικής περιεκτικότητας με καίρια και ουσιαστικά ποιητικά μηνύματα, ενώ ο στίχος έχει εκείνη τη μουσική ποιότητα που αφήνει στο αφτί κάτι σαν τον απόηχο μουσικού οργάνου
–σαν χορού το κυμάτισμα
σαν σημάδι βαθύ
στης ψυχής χαραγμένο τη μνήμη (σελ.7)
Η Τ. Κ. κατέχει και ελέγχει απόλυτα την τεχνική και τα μέσα τόσο της παραδοσιακής όσο και της νεωτερικής ποίησης και του δυστυχώς κακοπαθημένου ελεύθερου στίχου, για τον οποίο πολλοί φαίνεται να πιστεύουν ότι αρκεί να κόψεις σε στίχους ένα άρθρο ή ένα δοκίμιο για να γίνει ποίημα. Η ποίηση της Τ.Κ. συμπλέκει την παραδοσιακή με τη μοντέρνα τεχνική και πετυχαίνει την ηχητική ’’επαναμάγευση’’ (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ τον όρο του Νάσου Βαγενά) του ελεύθερου στίχου και του λόγου, που αποτελεί βασικό συστατικό για την εισαγωγή στο νόημα της (ποιητικής) τέχνης.
Ο πρόσφατα θανών σπουδαίος Αμερικανός κριτικός Χάρολντ Μπλουμ υποστήριξε ότι ο ισχυρός (ο μείζων, υποθέτω) ποιητής έχοντας συνείδηση ότι γεννήθηκε αργά στην Ιστορία και ότι όλα έχουν ειπωθεί λαμπρά από τους προγενέστερους, βιώνοντας έντονα την αγωνία της επίδρασης, διακατέχεται από την επιθυμία να σκοτώσει τον πρόγονο – πατέρα του και να παντρευτεί τη μάνα του τη μούσα. Ελάσσων ποιήτρια και με χαμηλή αλλά σωστή φωνή η Τ.Κ., δεν διακατέχεται από τέτοιου είδους ανώμαλες ορέξεις. Σεμνά και ταπεινά καταθέτει το ατομικό ποιητικό της τάλαντο στην ποιητική παράδοση του τόπου της, με δεδομένη την αγάπη και το σεβασμό, με αναγνωρισμένη την οφειλή στον πρόγονο, το μακρινό και τον και τον κοντινό, και ευτυχής που έχει τη δυνατότητα να συναναστρέφεται μαζί τους μιλώντας στην ίδια γλώσσα.
Έτσι στην Πήλινη Χορεύτρια μπορεί να ανέχεται τον Αρχίλοχο να υπονομεύει το μάθημά της αμφισβητώντας την αριστεία και αναγκάζοντας τον ευαίσθητο Αίαντα να διακόψει τη φοίτηση (…κι ο Αίαντας δεν έρχεται στο μάθημά μου πια…σελ.8). Μπορεί να προσφέρει στον Κάλβο μια λέξη της Σαπφώς, τη λέξη αλγεσίδωρος, και ο Κάλβος να δέχεται ασμένως την ωραία πεντασύλλαβη και να τη χρησιμοποιεί αμέσως (σελ.9). Να ελπίζει στην έλευση του μεγάλου αοιδού, που θα αποκαταστήσει τις πληγωμένες λέξεις ανυψώνοντας λίγο τη χαμοζωή μας (σελ.10). Να παρηγορεί τη Σαπφώ για το γήρασμα του σώματος (σελ.11), απαρηγόρητο όμως, όπως και στον Καβάφη. Να υμνεί μαζί με τον Πίνδαρο την Αθήνα αναφέροντάς του και τη νέα της όψη με τα αμάξια και τα πλήθη, τους άστεγους, τους φτωχούς και τους ξένους που έχουν κατακλύσει το δαιμόνιον πτολίεθρον (σελ.13). Να βλέπει γύρω αλλά και να θυμάται τα ξυπόλυτα παιδιά με τα πόδια γυμνά σαν τ’ ακίνητα άκρα των κούρων (σελ.14). Μπορεί να συνδέει μέσα από τη λέξη – άπαξ κυκλοδίωκτος τον επιγραμματοποιό Σεκούνδο με τον ήλιο του Κάλβου αλλά και με τον κυρ Μέντιο του Βάρναλη (σελ.15). Να συνδέει ακόμη την Αγία Αναστασία τη φαρμακολύτρια με τον Παπαδιαμάντη, με το Στεργιόπουλο και με το όνομά της (σελ.22), να ακούει την ηχώ του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων ( σελ.19), να ακούει τον Ελπήνορα στον ομηρικό στίχο να ζητάει την ταφή του (σελ.20), να ακούει τους στίχους του Σύρου ποιητή Μελέαγρου σαν να βγαίνουν από το στόμα σημερινού ναυαγισμένου Σύρου πρόσφυγα – και στο βάθος Καβάφης και η ελληνική λαλιά ως τους Ινδούς (σελ.23). Να ακούει την Τέκμησσα να μιλάει στον Αίαντα (…τον κόσμο βλέπω με τα μάτια σου / κι άλλη πατρίδα από σένα πού θα βρω;…) για να καταλήξει στο δικό της γνωμικό δεκαπεντασύλλαβο…
Είν’ η πιο άγρια προσφυγιά μακριά από την αγάπη–σελ. 27).
Ήδη έγινε σαφές, υποθέτω, γιατί θα χρησιμοποιούσα – μεταφορικά βέβαια – τη λέξη ‘’βουστροφηδόν’’, αφού η κίνηση της γραφής από τα αρχαία στα νέα και από τα νέα στα αρχαία είναι συνεχής, αλλά και τη λέξη ‘’παλίμψηστο’’, αφού διαρκώς διακρίνω κάτω από το νέο ποίημα το αρχαίο, σβησμένο αλλά ευδιάκριτο, με ορισμένες φράσεις του αναγνώσιμες που λειτουργούν ως πηγές της έμπνευσης και αφετηρίες της συνομιλίας. Φυσικά έγινε σαφές και το διπλό υπερθετικό της φιλολογικής λογιοσύνης.
Απομένει να μιλήσω για τη χάρη του χορού της Πήλινης Χορεύτριας. Αν και δε φαίνονται τα πόδια της μέσα στη μακριά της φούστα, η κίνησή τους είναι φανερή σε ρυθμούς κυρίως αναπαίστους
Ψάχνω έπειτα κάτι αιώνιο, κάτι πέρα απ’ τον θάνατο:
τον λυγμό, τ’ αηδονιού το μινύρισμα
και το άσμα του κύκνου (σελ.21)
Όπου ακόμα και μέσα στην αρχαία προσωδία βρέθηκε ο τονικός ανάπαιστος
Την δουρίληπτον δύσμορον νύμφην ορώ.
Γενικά κυριαρχεί σε διάφορους συνδυασμούς ο βαρύς και επίσημος ανάπαιστος, μάλλον αγαπημένος ρυθμός της ποιήτριας
Ο πελώριος Αίαντας
ο πατέρας του γιού της
ο φονιάς του πατέρα της (σελ.29)
δε λείπει όμως ο βολικός και χρηστικός ίαμβος
… εκείνη τη μικρόσωμη χορεύτρια
που στροβιλίζει διαρκώς μέσα στην κωνική φουστίτσα της το χρόνο…(σελ.12)
σε διάφορες μορφές και φυσικά στην κλασική 15/σύλλαβη εκδοχή του
…είναι κι ο δρόμος της ψυχής που έχει χορταριάσει. (σελ.22)
Να σημειώσω την ποικιλία της στιχουργίας και την οπτική εικόνα των ποιημάτων, ενώ ειδική μνεία θα χρειαζόταν για τα σπάνια αρχαία και αρχαιοπρεπή, πινδαρικού και καλβικού τύπου επίθετα που, μαζί με τα ουσιαστικά τους, αποτελούν ευρηματικά ποιητικά μικροσύνολα: αλγεσίδωρος έρως, αετοί τανυσίπτεροι, πτερόεντα ονόματα, τριτόκλιτοι τέττιγες, βαθύκομο φύλλωμα, ηδύφωνα ρήματα, ιμερόφωνοι στίχοι, ιοπλόκαμες λέξεις, καλλιβλέφαρο φως, ηδύπικρη θλίψη, πόθος λυσιμελής, ολοπόρφυρο σκότεινο φως κ.α.
Αλλά και για το σύνολο των γλωσσικών επιλογών της ποιήτριας θα επαναλάβω τα δικά της λόγια:
Είναι ένα θαύμα οι λέξεις
σαν το νεράκι του Θεού (σελ.20)
Και ξέρουμε βέβαια πως το ποίημα είναι οι λέξεις του, στο συγκεκριμένο συνδυασμό τους.
Όντως, η Πήλινη Χορεύτρια χορεύει με χάρη παλιούς και νέους ρυθμούς και μελωδίες σε ένα χορό που είναι εσωστρεφής και εσωτερικός, απόμακρος και απόκοσμος, κλειστός και τελικά μοναχικός – πολύ μοναχικός. Πώς έγινε; Απλά. Η Τασούλα Καραγεωργίου πέρασε τις πύλες του Ήλιου, τον δήμο των ονείρων και έφτασε στον Ασφοδελό Λειμώνα, ένθα ναίουσι ψυχαί είδωλα καμόντων. Εκεί στάθηκε για να κάνει χοές και κρατώντας τις έξοχες μεταφράσεις της καλεί με τα μαγικά ξόρκια της τους ποιητές (αρχαίους και νέους). Σκιές τα αμενηνά κάρηνα αναδύονται άσαρκα, σαν διαδικτυακά ολογράμματα, και χορεύουν μαζί της, μαζί με την Πήλινη Χορεύτρια δηλαδή, που όμως η αγκαλιά της δε μπορεί να αγκαλιάσει τους ίσκιους, μένει ανοιχτή και άδεια
… και στο ποίημα τώρα ηχούν
ρυθμικά του χορού τα πατήματα (σελ.11)
Μια ατοπική και αχρονική νέκυια λοιπόν, ζώντων τε και τεθνεώτων, ανάλογη προς αυτή που θα λάβει χώρα εν τόπω και χρόνω, εδώ και τώρα, στις 31 Δεκέμβρη στου Γαβριηλίδη (σελ.18), μια χαρούμενη και εορταστική νέκυια, οξύμωρη και ανατρεπτική.
Η συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου κινείται σε λεκτικούς κόσμους υψηλής ποιητικής ευαισθησίας και φιλολογικής εμβρίθειας, που όμως οι πλούσιες σημειώσεις της ποιήτριας καθιστούν προσιτή τη μέθεξη του αναγνώστη. Τελικά διαβάζοντας την Πήλινη Χορεύτρια, μέσα από τους ηδύπικρους σκοπούς και τα αργόσυρτα κινήματα του χορού της, μέσα από τις αναστημένες φωνές και τις ευρηματικές ποιητικές συνομιλίες, ο αναγνώστης νιώθει να συνοδεύει την αισθητική και φιλολογική του απόλαυση μια πνοή μεταφυσική, μια χαρμολύπη, που έρχεται από βαθιά κι από μακριά, πέρα από το θάνατο, εκεί που η χριστιανική Ανάσταση συναντά το ομηρικό της αντίστοιχο.