Ένα βασικό γνώρισμα της ποιητικής ευαισθησίας είναι η δυνατότητά της να μεταφέρεται με ευχέρεια στην κατάσταση του άλλου (μορφή ενσυναίσθησης ή συμπάθειας) και να μιλάει, να παράγει ο ποιητής λόγο αντ’ αυτού, δηλαδή τον κατάλληλο και αρμόζοντα σε μια συγκεκριμένη περίσταση λόγο. Παρόμοια γυμνάσματα παραγωγής λόγου έδιναν και οι ρητοροδιδάσκαλοι στους σπουδαστές, αφού ρητορική και ποιητική oμοιάζουν και δεν είναι τυχαίο βέβαια που ο Αριστοτέλης εντάσσει στη Ρητορική του όλους σχεδόν τους ποιητικούς τρόπους. Άλλωστε και ο Πλάτων με παρόμοιο σκεπτικό αντιμετωπίζει τον ποιητικό και το ρητορικό λόγο θεωρώντας αμφότερους ως εκπορευόμενους από και στραμμένους προς το συναίσθημα και όχι από και προς το λογικό.
Πώς ένιωσε λοιπόν και τι είπε πχ. η Νιόβη αντικρίζοντας σκοτωμένα τα παιδιά της; Ιδού μια ρητορική (ή ποιητική) άσκηση -γύμνασμα. Έλα τώρα και μπες μέσα στην άλλη κατάσταση, στο ξένο βίωμα (και τι βίωμα!) και δοκίμασε να μιλήσεις για λογαριασμό του άλλου, της Νιόβης εν προκειμένω. Δε γίνεται, θα πεις ίσως, αυτό που θα προκύψει θα είναι ψέμα. Το δε γίνεται και το ψέμα, σημαίνει ότι δεν είσαι επαρκής ποιητής ή συγγραφέας ή αποδέκτης της καλλιτεχνικής σύμβασης. Διότι αν είσαι, θα πρέπει να μπορείς να αλλάζεις θέση, να μεταφέρεσαι, να υποδύεσαι, όπως ο ηθοποιός που υποδύεται κάποιον άλλο.
Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά: ο ηθοποιός μπαίνει σε ένα εν πολλοίς έτοιμο σχήμα (πρόσωπο, ρόλο), που του το δίνει ο συγγραφέας, ο οποίος του δίνει και τα λόγια που θα πει. Ο συγγραφέας όμως πού και πώς βρίσκει το σχήμα, το αίσθημα και τα λόγια; Προφανώς υποκρίνεται και αυτός, πρώτος αυτός υποδύεται κάποιον άλλο, μπαίνει στο χαρακτήρα του, στη συμπεριφορά του, στην ψυχή του, στη σκέψη του, στη φωνή του, γίνεται ο άλλος και έτσι τον δημιουργεί, του δίνει ζωή και λόγο κατά το πιθανόν.
Κατά συνέπεια είναι εντελώς ειλικρινής ο Φλομπέρ πχ. όταν λέει ότι ‘’η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ’’, διότι για τον Φλομπέρ η Μποβαρί δεν είναι ένας έτοιμος ρόλος, όπως είναι για την ηθοποιό που θα την υποδυθεί στη σκηνή ή στην οθόνη. Είναι μια περσόνα που όσο τη δουλεύει, την πλάθει (συνθέτοντας στοιχεία της πραγματικότητας και της φαντασίας) γίνεται alter ego του, ένα άλλο εγώ, μέσα στο οποίο έχει διαχυθεί το δικό του εγώ, και με το οποίο συζεί για όσο διάστημα κυοφορεί το μυθιστόρημα ή το λογοτεχνικό έργο του.
Στη σχέση λοιπόν του εγώ με το alter ego ο συγγραφέας είναι πρωτογενής δημιουργός, ενώ ο ηθοποιός είναι ερμηνευτής, όπως ο κάθε εκτελεστής. Άλλη τέχνη η μια, άλλη τέχνη η άλλη. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι και ο ηθοποιός όσο είναι μέσα στο ρόλο του ζει (βιώνει) ένα άλλο, ξένο εγώ (alter ego) μέσα στο οποίο χάνεται και με το οποίο συζεί όσο διαρκούν οι παραστάσεις ή τα γυρίσματα. Πράγματι συχνά η ερμηνεία του καλού ηθοποιού ξεπερνάει το επίπεδο της ‘’διερμηνείας’’ και γίνεται δημιουργία, αλλά ακόμα και τότε παραμένει δευτερογενής, συνιστώντας μια διαφορετική δημιουργία, ας την πούμε ‘’ερμηνευτική δημιουργία’’.
Ο Κώστας Μπαλάσκας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το διδακτορικό του στη Γαλλία. Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και εξελέγη Σύμβουλος στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Διετέλεσε Πρόεδρος της ΠΕΦ και υπήρξε μέλος της ομάδας που συνέταξε τα “Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” Γυμνασίου και Λυκείου. Δίδαξε Λογοτεχνία σε Σχολές επιμόρφωσης φιλολόγων και διδάσκει στη Δραματικη Σχολή Αθηνών.