Το έχω ξαναγράψει: Πολλοί γράφουν ποιήματα αλλά οι ποιητές είναι λίγοι. Και ακόμα πιο λίγοι (διαχρονικά εννοώ) οι ‘’ελέω Θεού’’ ποιητές, οι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ποιητές, οι ταμένοι και αφιερωμένοι στην ποίηση ποιητές, όπως ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Που μας έστειλε πάλι από την Κύπρο καινούρια καλούδια, το νέο βιβλίο του ‘’Εν δορί κεκλιμένος’’ (από στίχο του Αρχίλοχου…γερμένος – ακουμπισμένος, στηριγμένος – στο δόρυ). Και πού αλλού να στηριχτείς, ποιον άλλο να εμπιστευτείς εκτός από το δόρυ σου; (άσχετο αυτό, αλλά όχι τελείως). Όμορφο βιβλίο, φροντισμένο με μεράκι από την Αθηνά Σοκόλη ( Εκδ. Σοκόλη, 2019), περιέχει δοκίμια, μελέτες, άρθρα και συνεντεύξεις του ποιητή, δέκα χρόνια μετά από το συναφούς περιεχομένου δίτομο Ολισθηρός ιστός (Άγρα).
Ο Κ.Χ. δεν είναι ελληνοκύπριος αλλά Έλλην ποιητής εκ Κύπρου, να υπογραμμιστεί αυτό παρακαλώ. Τώρα αν το έφεραν οι όποιες ‘’(Σ)συνθήκες’’ και η Κύπρος κατέληξε αυτόνομο κράτος με ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα ίσα κι όμοια και με τη διχοτόμηση προ των πυλών, ας όψονται όσοι…όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά συνέδραμαν. Σε έμμεσα σχετική ερώτηση της καθηγήτριας κ. Γκίβαλου (Συνέντευξη, σελ. 170) ο Κ.Χ. λέει: ‘’Θα σας απαντήσω με τον ακόλουθο μύθο: Μια φορά κι έναν καιρό ένας ποιητής ζούσε σ’ ένα μακρινό νησί που το έλεγαν Κύπρο. Να μη σας τα πολυλογώ σ’ εκείνο το νησί έγιναν πράματα και θάματα γιατί πρώτο και κύριο, κατά παράδοξο τρόπο, το νησί πορευόταν μέσα στα κύματα με κουπιά που του έδιναν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αγγλία. Ε, λοιπόν, κατακαλόκαιρο του 1974 οι τρεις αυτές δυνάμεις πατήσανε το λόγο τους: η πρώτη του έκανε πραξικόπημα, η δεύτερη του έκανε εισβολή και η τρίτη ένιψε τας χείρας της. Από εκείνο το σημείο και πέρα ήρθαν τα πάνω κάτω’’ … τόσο για το νησί όσο και για τον ποιητή βέβαια που συνέχιζε να ζει στον κόσμο του και να λέει τα δικά του, ασυντόνιστος με τους ρεαλιστικούς βηματισμούς, απροσάρμοστος στους πολιτικούς ελιγμούς και τα κόλπα, συνέχιζε να βλέπει πάντα με το τρίτο μάτι του την πνευματική διάσταση της Ελλάδας και του ελληνισμού, να κατοικεί ‘’την οικουμενική ελληνική πατρίδα που την περιορίζει ο κομματικός αυτισμός, η κοινωνική αποσάθρωση και η ιδιωτεία του ‘’ελλαδισμού’’ (σελ.74). Αυτός είναι όμως ο Χαραλαμπίδης. Πώς αλλιώς;
Ήταν 15ετής μαθητής στο γυμνάσιο της Αμμοχώστου το 1955, όταν ξεκίνησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την απελευθέρωση του νησιού από την Αγγλία και για την Ένωση με την Ελλάδα, ‘’αγώνα που τον έζησε σε όλη του την ένταση από τη γέννηση, την άνθηση και τη μετάλλαξή του, που οδήγησε, αλίμονο, την επανάσταση σε εμφύλιο σπαραγμό’’(σελ. 15). Θρεμμένος με εκείνα τα νάματα και συμμετέχοντας με πίστη στον αγώνα είδε συμμαθητές του να συλλαμβάνονται, να βασανίζονται, να εκτελούνται, να απαγχονίζονται, είδε κατόπι τα όνειρα να πνίγονται μέσα στις νέες πραγματικότητες, έφυγε, σπούδασε στην Αθήνα φιλολογία, ιστορία και αρχαιολογία, γύρισε, έζησε τον Αττίλα χάνοντας τα πάντα, εξόριστος στον τόπο του πια (ακόμα σήμερα η Αμμόχωστος παραμένει ‘’πόλη – φάντασμα. (Βλ. ‘’Γιατί δεν πήγα’’, σελ. 143), δούλεψε στα πολιτιστικά προγράμματα του ΡΙΚ, εξέδωσε δεκατρείς ως τώρα ποιητικές συλλογές που τον ανέδειξαν σε κορυφαίο μείζονα ποιητή με δικό του, μοναδικό πρόσωπο και ύφος να μιλάει για τη μεγάλη τραγωδία, για τη μεγάλη αδικία, που έγινε στη χίλια χρόνια προ Χριστού εξελληνισμένη Αχαιών Ακτή, για τα απαράγραπτα ιστορικά δικαιώματα της ελληνικής πνευματικής ιδιοκτησίας, που τα αγνοούν, τα ποδοπατούν και τα σφετερίζονται τράγοι και μαϊμούδες. Πορεύεται θεραπεύοντας πιστά την Ποίηση με την Άνω Ελλάδα στην ψυχή του και με τη μέσα Ελλάδα στη γλώσσα του, περνώντας από την εντοπιότητα και την ελληνικότητα στην ευρωπαϊκή διάσταση και οικουμενικότητα και επιδιώκοντας ‘’να δημιουργήσει μια ποίηση παντός καιρού, καράβια- ποιήματα που να ταξιδεύουν χωρίς σημαία ευκαιρίας’’(σελ.26) και παράλληλα ‘’να ενεργοποιήσει μουσικά τη γλώσσα ώστε να αγγίξει αδρανοποιημένες περιοχές και μυστηριώδεις δυνατότητες του λόγου’’ (σελ. 65).
Το καινούριο βιβλίο του Κ.Χ. κομίζει τη βαθιά πνευματικότητα και τον ευαίσθητο στοχασμό του ποιητή που άλλοτε μελετά την ποίηση του Σεφέρη, του Ρίτσου, αλλά και του Σαββόπουλου, άλλοτε μιλάει για τον ηρωικό πατέρα του επιλοχία Κώστα Χαραλαμπίδη που πολέμησε και στους δυο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα, άλλοτε επισκέπτεται την ποίησή του και μιλάει με αυτήν και γι’ αυτήν είτε αναλύοντας ποιήματά του είτε απαντώντας σε ερωτήσεις συνεντεύξεων (του Θεοδόση Πυλαρινού, της Άντας Κατσίκη – Γκίβαλου, του Παναγιώτη Θωμά, του Γιώργου Παπαδάκη), άλλοτε καταπιάνεται με τον έρωτα του ελληνικού λόγου, τον οποίο ο ποιητής βιώνει αενάως, καθώς και με άλλα θέματα του πνεύματος, της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή των προσωπικών του επιλογών και τρόπου θέασης των πραγμάτων, κυρίως της ποίησης και της (κυπριακής) ελληνικότητας. Η ανάγνωση των δοκιμίων μας βοηθάει να γνωρίσουμε τον Κ.Χ. και την ποίησή του ενώ ταυτόχρονα συνιστά αληθινή πνευματική εμπειρία, με την αναγκαία ωστόσο προειδοποίηση ότι ‘’ου παντός πλειν εις Κόρινθον’’ και ότι τα καλά κείμενα θέλουν και καλούς αναγνώστες. Ο απογειωμένος στοχασμός και λόγος του Κ.Χ. δεν είναι του τυχόντος όχι διότι ο συγγραφέας παραγνωρίζει τα ρεύματα του καιρού αλλά διότι τα υπερβαίνει, ενίοτε κολυμπώντας αντίθετα εν πλήρει συνειδήσει, αστροβατώντας και αστρολογώντας. Κάπου μάλιστα γράφει ότι οι θεωρίες που διατυπώνει ο διάσημος κοσμολόγος Στήβεν Χώκινγκ είναι τελείως αυτονόητες για έναν ποιητή και το εξηγεί (σελ.20).
Τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη τον φαντάζομαι πάντα σαν ένα παλαιού καιρού άρχοντα, ας πούμε σαν τον κόντε Σολωμό, να περπατάει στη λαϊκή αγορά του καιρού μας και να επιθεωρεί τα ζαρζαβατικά και τις γλάστρες, τους καλλιεργητές που πωλούν τα εφήμερα της μόδας, να τους κοιτάζει όλους με βλέμμα γεμάτο αγάπη και απορία, μιλώντας μια παράξενη ελληνική γλώσσα, ‘’με την αρματωσιά της – μια – φεγγοβολή’’. Μαζεύονται γύρω του τα παιδιά, όπως τότε με τον Παπατσώνη. – Μαμά, γιατί αυτός ο κύριος μιλάει έτσι; — Γιατί είναι ποιητής και ‘’ποιεί ποιήματα’’.